ΙΝΕΚ: Στο 30% η μείωση της αγοραστικής δύναμης των εισοδημάτων το 2014

Η φετινή 10η ετήσια έκδοση της Έκθεσης του ΙΝΕΚ εντοπίζει τις ανισορροπίες στην κυπριακή οικονομία – πριν ή κατά τη διάρκεια της κρίσης – και πιο συγκεκριμένα το πολύ μεγάλο έλλειμμα στο εμπορικό ισοζύγιο αγαθών και υπηρεσιών, το δημόσιο χρέος και το δημόσιο έλλειμμα, τη συσσώρευση ιδιωτικού χρέους, τη μη εξυπηρέτηση ενός αυξανόμενου αριθμού δανείων και την υπερβολική άνοδο των τιμών των ακινήτων που μετατρέπεται τώρα σε πτώση, δημιουργώντας πρόσθετα προβλήματα.

Σε ομιλία του, ο Γενικός Γραμματέας της ΠΕΟ Πάμπης Κυρίτσης αναφέρθηκε στις «τρομερά δύσκολες συνθήκες», που διαμορφώθηκαν για τους εργαζόμενους και την οικονομία του τόπου, ως αποτέλεσμα των επιπτώσεων από τη βαθιά και παρατεταμένη κρίση του παγκόσμιου οικονομικού συστήματος αλλά και την κρίση του τραπεζικού συστήματος στην Κύπρο.

Έκανε λόγο για «αλόγιστη λειτουργία των τραπεζών» και για «εγκληματικές ευθύνες των μηχανισμών ελέγχου και εποπτείας τους».

«Οι συνθήκες έχουν επιδεινωθεί δραματικά για τους εργαζόμενους και την οικονομία γενικότερα, μετά τις καταστροφικές αποφάσεις στα Eurogroup του Μαρτίου και την έναρξη υλοποίησης των πολιτικών που περιέχονται στη συμφωνία Κυβέρνησης -Τρόικα και την υπογραφή του Μνημονίου», είπε ο κ. Κυρίτσης.

Σημείωσε ότι οι επιλογές και η διαχείριση από την Κυβέρνηση και τους διεθνείς οργανισμούς, προκειμένου να εξαλειφθούν οι ανισορροπίες στην κυπριακή οικονομία, στρέφονται κυρίως κατά των εργαζομένων και των ευάλωτων ομάδων του πληθυσμού που καλούνται να κάνουν τις πιο μεγάλες θυσίες.

Είπε επίσης ότι στην αύξηση της ανεργίας συμβάλλουν σήμερα και «η ενσυνείδητη καταστροφή του χρηματοπιστωτικού συστήματος λόγω της επιλογής του κουρέματος και οι νεοφιλελεύθερες συνταγές της οικονομικής και διαρθρωτικής πολιτικής που προωθεί η Τρόικα μέσω του Μνημονίου, με τις οποίες ευθυγραμμίζεται δυστυχώς πλήρως και  η Κυβέρνηση της Κύπρου».

Ο ΓΓ της ΠΕΟ ανέφερε ότι «συνέχιση της λογικής της λιτότητας και της συρρίκνωσης χωρίς αναπτυξιακές επενδύσεις από τη μια και με συνεχή μείωση των εισοδημάτων και κατά συνέπεια της εσωτερικής ζήτησης είναι πορεία σε αδιέξοδο που προστατεύει τους λίγους σε βάρος των πολλών και στηρίζει την προοπτική της ανάπτυξης όχι πάνω στην ανοικοδόμηση και τον επαναπροσανατολισμό της οικονομίας σε πιο ορθολογιστική κατεύθυνση, αλλά πάνω στην καταστροφή παραγωγικού δυναμικού και ιδιαίτερα πάνω στην μονόπλευρη υποβάθμιση των συνθηκών ζωής της μάζας των εργαζομένων».

Η έκθεση του ΙΝΕΚ, η οποία παρουσιάστηκε από τον επιστημονικό συνεργάτη του Ινστιτούτου Ηλία Ιωακείμογλου, διαπιστώνει ότι το 2012-2013, οι μισθοί υπέστησαν μεγάλη μείωση και η συνολική μείωση της αγοραστικής δύναμης του μέσου μισθού κατά το 2012-2013 ανήλθε σε περίπου 15% έναντι του 2011, ενώ η αγοραστική δύναμη από εισοδήματα μισθωτής εργασίας, για το σύνολο των μισθωτών θα έχει μειωθεί μέχρι το τέλος του 2014, κατά 30%.

«Αυτή η μεγάλη μείωση των μισθών και το γεγονός ότι οι επιχειρήσεις δεν μετακύλησαν τη μείωση του κόστους εργασίας στις τιμές, οδήγησε σε σημαντική αύξηση της κερδοφορίας. Η αύξηση αυτή επανέφερε την απόδοση κεφαλαίου στο υψηλότερο σημείο της τελευταίας εικοσαετίας, ενώ προβλέπεται από την Ευρωπαϊκή Επιτροπή ότι κατά το 2014 η κερδοφορία θα έχει υπερβεί ακόμη και αυτό το υψηλότερο σημείο της εικοσαετίας», σύμφωνα με το ΙΝΕΚ.

Το ΙΝΕΚ υποδεικνύει ακόμα ότι η υψηλή ανεργία, «εφόσον παραταθεί (και πρόκειται να παραταθεί σύμφωνα με τις προβλέψεις της Τρόικας) συντείνει στην απαξίωση του εργατικού δυναμικού και σε συνδυασμό με την συρρίκνωση του παραγωγικού δυναμικού, σε μείωση του μακροπρόθεσμου ρυθμού οικονομικής ανάπτυξης».

«Η παρατεταμένη ύφεση και η σταθερή συρρίκνωση των επενδύσεων, μετατρέπει ένα αυξανόμενο μέρος της ανεργίας σε διαρθρωτική, δηλαδή σε ανεργία που δεν μπορεί να αντιμετωπιστεί απλώς με την αύξηση της ζήτησης αλλά απαιτεί επενδυτική προσπάθεια», διαπιστώνει το ΙΝΕΚ.

Σύμφωνα με τον κ. Ιωακείμογλου, τη διετία 2012-2013, έμειναν άνεργοι 31 χιλιάδες, ενώ το 2014 αναμένεται να χαθούν άλλες 10 χιλιάδες θέσεις εργασίας.

Στην έκθεση αναφέρεται ακόμα ότι «οι επιπτώσεις της τραπεζικής κρίσης ενδέχεται τελικά να είναι δυσμενέστερες από αυτές που προεξοφλεί η κυπριακή κυβέρνηση, με ανοιχτό το ενδεχόμενο να υπάρξει ύφεση σοβαρότερη και διαρκέστερη από τις προβλέψεις, και με αποτέλεσμα η εξυπηρέτηση του χρέους να καταστεί εξαιρετικά δυσχερής».

Στην έκθεσή του το ΙΝΕΚ προτείνει ταχεία αναβάθμιση του τουριστικού προϊόντος και των εξαγωγικών δραστηριοτήτων, καθώς και ενεργητική δημόσια παρέμβαση στο τραπεζικό σύστημα ώστε να καταστεί εφικτή η παροχή ρευστότητας.

Το ΙΝΕΚ εισηγείται σειρά μέτρων, που επείγει να ληφθούν βραχυπρόθεσμα και μεσο-μακροπρόθεσμα, με στόχο την αύξηση των εξαγωγών αγαθών και υπηρεσιών, ιδιαίτερα του τουρισμού.

Τα βραχυπρόθεσμα μέτρα θα αποσκοπούσαν στην άμεση, ταχεία αύξηση των τουριστικών εσόδων ήδη από το 2014 με σημαντική μείωση των τιμών, ενώ τα μεσο-μακροπρόθεσμα μέτρα θα αποσκοπούσαν στην αναβάθμιση του κυπριακού τουρισμού, με στροφή της προσφοράς σε υπηρεσίες υψηλότερης ποιότητας, για την παραγωγή των οποίων οι επιχειρήσεις θα πρέπει να αλλάξουν κατεύθυνση, από την ανειδίκευτη, φθηνή εργασία, την ευελιξία και τις ατομικές συμβάσεις, προς την ειδικευμένη ποιοτική εργασία.

Η αύξηση των εξαγωγών θα επιτρέψει τη διατήρηση του ρυθμού ανάπτυξης σε αρκετά υψηλά επίπεδα ώστε (α) να αντισταθμιστούν τα υφεσιακά αποτελέσματα της δημοσιονομικής προσαρμογής, (β) να μειωθεί το ποσοστό ανεργίας και να ενισχυθεί έτσι περαιτέρω η ανάπτυξη, και (γ) να αντισταθμιστούν οι επιπλέον εισαγωγές που αυξάνονται παράλληλα με την εσωτερική ζήτηση.

Βραχυπρόθεσμα προτείνεται επίσης ενεργητική παρέμβαση στο τραπεζικό σύστημα και στις επιχειρήσεις μέσω της φορολογίας, ώστε να μειωθούν οι τιμές, να αυξηθούν οι εξαγωγές, η αγοραστική δύναμη των μισθών, η ιδιωτική κατανάλωση, η εσωτερική ζήτηση και το ΑΕΠ.

Υποδεικνύεται επίσης ότι οι επιχειρήσεις «θα πρέπει να χρησιμοποιήσουν τις μειώσεις του κόστους εργασίας για να μειώσουν τις τιμές τους, ώστε να βελτιωθεί έτσι η ανταγωνιστικότητα τιμής και να αυξηθεί η αγοραστική δύναμη του μισθού, που με τη σειρά της θα αυξήσει την ιδιωτική κατανάλωση, την ζήτηση, το ΑΕΠ και τη δυνατότητα των νοικοκυριών να εξυπηρετήσουν τα δάνειά τους».

«Η αύξηση των περιθωρίων κέρδους που παρατηρήθηκε το 2012- 2013 θα πρέπει να μετατραπεί εξ` ολοκλήρου σε μείωση των τιμών», αναφέρει το Ινστιτούτο.

Προτείνει επίσης περαιτέρω αύξηση του μέσου φορολογικού συντελεστή επί της πολυτελούς κατανάλωσης, η οποία θεωρείται ότι θα αύξανε σημαντικά τα δημόσια έσοδα και ταυτοχρόνως θα περιόριζε τον όγκο των εισαγομένων προϊόντων και υπηρεσιών. Πρόσθετα έσοδα του δημοσίου θα μπορούσαν να προέλθουν από την επιπλέον φορολόγηση του συσσωρευμένου πλούτου, ιδιαίτερα των μεγάλων περιουσιών, όπως αναφέρεται.

ΠΗΓΗ: ΚΥΠΕ