«Δεν χωρίζουμε» της είπε και τη σκότωσε! – Γιάννης Κατσιλάμπρος: Ο μουσικός που.. «τσιμέντωσε» τη σύζυγό του (Εικόνες)

24 Σεπτεμβρίου 2008: ο 38χρονος καθηγητής μουσικής Γιάννης Κατσιλάμπρος μετά από ώρες ανάκρισης, ομολογεί ότι σκότωσε τη 35χρονη σύζυγό του Παναγιώτα Μαζαράκη.

Από την 16η Σεπτεμβρίου, οπότε και είχε δηλωθεί η εξαφάνισή της, προσποιούνταν το δυστυχισμένο σύζυγο. Ας πάρουμε όμως την ιστορία από την αρχή..

Το ζευγάρι
Η Παναγιώτα και ο Γιάννης φαινομενικά ήταν ένα ευτυχισμένο ζευγάρι, που είχε τα πάντα. Ο πολυετής νεανικός τους έρωτας, εξελίχθηκε σε γάμο, ενώ η απόκτηση των δύο παιδιών τους, ενός αγοριού 4.5 ετών και ενός κοριτσιού 14 μηνών, ήρθε να ολοκληρώσει το πακέτο της ευτυχίας.

Οικονομικά προβλήματα δεν υπήρχαν, αφού και οι δύο προέρχονταν από εύπορες οικογένειες, ενώ και οι δύο ήταν επαγγελματικά τακτοποιημένοι. Ο Γιάννης δίδασκε στο Αρσάκειο και επιμελούνταν μουσικά κάποιες θεατρικές παραστάσεις, ενώ η Παναγιώτα είχε παίξει στις σημαντικότερες αίθουσες της Ελλάδας και είχε συμπράξει ως σολίστ στο πιάνο με διεθνείς ορχήστρες.

Τα πρώτα σύννεφα
Σύμφωνα με την οικογένειά της Παναγιώτας, τα πρώτα σύννεφα στη σχέση του ζευγαριού ξεκίνησαν για ανταγωνιστικούς λόγους.

Ο Γιάννης φαίνεται να ζήλευε την Παναγιώτα για την λαμπρή επαγγελματική της πορεία, ενώ τον τελευταίο καιρό, σύμφωνα με μαρτυρίες οι δυο τους είχαν συχνά διαφωνίες «Το ζευγάρι αρνιόταν να παραδεχθεί ότι η σχέση τους είχε τελειώσει. Το τελευταίο διάστημα πέντε ημέρες ήταν καλά και δεκαπέντε στα μαχαίρια, σχεδόν μισούσαν ο ένας τον άλλο».

Ο θλιβερός επίλογος αυτής της μακροχρόνιας σχέσης γράφτηκε λίγο αργότερα.. με αίμα!

Το φονικό
Τη νύχτα του φόνου, ο Γιάννης πάνω σε ένα καυγά με τη σύζυγό του, την χτύπησε με ένα ηλεκτρικό σίδερο στο κεφάλι. Στη συνέχεια, μετά από μικρή λογομαχία με το δράστη, εκείνος της έριξε γροθιά στο στήθος..Το θύμα σωριάστηκε αιμόφυρτο στο πάτωμα.

Σύμφωνα με τα αποτελέσματα της νεκροτομής που διενεργήθηκε από τον προϊστάμενο της Ιατροδικαστικής Υπηρεσίας, κ.Φίλιππο Κουτσάφτη, ο θάνατος της άτυχης γυναίκας δεν προήλθε από τα χτυπήματα στο κεφάλι και τον θώρακα, αλλά από πνιγμό.

Ο Γιάννης της έβγαλε τα ματωμένα ρούχα, έπλυνε το σώμα της στη μπανιέρα και στη συνέχεια την τύλιξε με δύο σακούλες και ένα σεντόνι.

Δοκίμασε διάφορους τρόπους προκειμένου να εξαφανίσει το πτώμα. Στην αρχή δοκίμασε να τη θάψει, στο φρεάτιο του ασανσέρ, ενώ μετά προσπάθησε κάτω από το σπίτι του σκύλου, στο σπίτι τους. Τελικά έβαλε το πτώμα της στο πορτμπαγκάζ του αυτοκινήτου και το πέταξε σε κάδο σκουπιδιών στην Παιανία.

Όμως, ούτε αυτή η εκδοχή φάνηκε να τον ικανοποιεί, αφού λίγες ώρες μετά επέστρεψε, πήρε ξανά το πτώμα της άτυχης γυναίκας και το μετέφερε δίπλα στο σπίτι τους, στο πάρκο Πικιώνη στη Φιλοθέη. Εκεί, αφού πρώτα την έθαψε, στη συνέχεια σκέπασε το σημείο με… τσιμέντο και πέτρες.


Το σημείο όπου έθαψε το πτώμα της συζύγου του

Η απόκρυψη του εγκλήματος
Επί μία ολόκληρη βδομάδα ο 36χρονος μουσικός προσπαθούσε να συμπεριφέρεται φυσιολογικά, σαν να μην είχε καμία σχέση με την εξαφάνιση της γυναίκας του.

Απώτερος στόχος του ήταν όχι τόσο να εξασφαλίσει την ατιμωρησία του, όσο να μη στερήσει από τα παιδιά του και τον πατέρα τους. Η αδυναμία που τους είχε ήταν υπερβολική και θα μπορούσε να κάνει τα πάντα για χάρη τους.

Προσπαθώντας να αποτινάξει από πάνω του τις υποψίες, έβαλε τα πεθερικά του να κάνουν δήλωση εξαφάνισης στην αστυνομία. Παράλληλα, είχε προσλάβει ιδιωτικό αστυνομικό για να αναζητήσει την γυναίκα του.

Η αποκάλυψη
Ένα τηλεφώνημα γείτονα αποτέλεσε την άκρη του νήματος για την εξιχνίαση της δολοφονίας.

Μέχρι εκείνη τη μέρα, η δήλωση της εξαφάνισής της Παναγιώτας είχε απλώς καταχωριθεί στο βιβλίο συμβάντων του Αστυνομικού Τμήματος Φιλοθέης και η μόνη έρευνα για τον εντοπισμό της γινόταν από τον ιδιωτικό ερευνητή, που είχε προσλάβει ο σύζυγός της.

Η πληροφορία «ο άνδρας της κάτι ξέρει» έφθασε στο Τμήμα Δίωξης Ανθρωποκτονιών, το οποίο ανέλαβε το φάκελο εξαφάνισης και στη συνέχεια άρχισε να ζητά πληροφορίες από το οικογενειακό περιβάλλον της Παναγιώτας.

Γρήγορα οι αστυνομικοί αντελήφθησαν ότι ο σύζυγος όντως ήξερε κάτι κι έτσι του έστησαν καρτέρι έξω από το σπίτι του στη Φιλοθέη.

Η ομολογία
Ο μουσικός οδηγήθηκε στο Τμήμα, όπου μετά από ανάκριση 2 ωρών ομολόγησε την πράξη του, ενώ τους οδήγησε και στο σημείο, όπου είχε θάψει τη γυναίκα του.

Αξιωματικός της ΕΛ.ΑΣ. είχε δηλώσει σχετικά: «Η ευκολία με την οποία παραδέχθηκε τα πάντα δείχνει ότι δε θα μπορούσε για πολύ να κρατά το μυστικό».

Η δίκη και η απολογία του δράστη
Η δίκη του Γιάννη Κατσιλάμπρου εξελίχθηκε σε κλίμα έντασης και οργής και ξεκίνησε στις 15 Ιανουαρίου 2009 στο Μικτό Ορκωτό Δικαστήριο Αθήνας.

Στην απολογία του στο δικαστήριο, ο δράστης με λυγμούς είπε «Δε θα συγχωρήσω ποτέ τον εαυτό μου. Τον μισώ, δεν αντέχω που τον βλέπω στον καθρέφτη».

Σύμφωνα με τα όσα κατέθεσε, η σύζυγός του αμφισβήτησε την πατρότητα της κόρης τους, γεγονός που τον έκανε να θολώσει. Ο δράστης είπε συγκεκριμένα: «Με έθιξε, έθιξε τον ανδρισμό μου. Τώρα, εκ των υστέρων, καταλαβαίνω πως το είπε για να με τρελάνει».

Για την ώρα του φονικού, ο δράστης επισήμανε πως η Παναγιώτα τον απείλησε με μαχαίρι. Ανάφερε χαρακτηριστικά: «Πήρε από το συρτάρι της κουζίνας το μαχαίρι και μου επιτέθηκε, εγώ έφυγα, ανέβηκα πάνω και μπήκα στο υπνοδωμάτιο, εκείνη με ακολούθησε φωνάζοντας ”θα σε σκοτώσω”. Τότε πήρα το σίδερο και τη χτύπησα στο κεφάλι. Αμέσως σηκώθηκε και μου είπε ”τι έκανες ρε μ…κα, θα σε κλείσω για πάντα στη φυλακή”. Τότε τη χτύπησα με δύναμη, με γροθιά στο στήθος. Εκείνη έπεσε κι έμεινε ακίνητη. Προσπάθησα να τη συνεφέρω αλλά μάταια. Μόλις κατάλαβα τι είχε συμβεί με έπιασε πανικός. Η πρώτη σκέψη μου ήταν να αυτοκτονήσω. Μετά όμως σκέφτηκα να αποκρύψω το γεγονός, μήπως και κατορθώσω να μεγαλώσω τα παιδιά μου».

Ο 36χρονος καθηγητής Μουσικής χαρακτήρισε προβληματική τη σχέση που είχε με το θύμα και ισχυρίσθηκε ότι είχαν περιουσιακές διαφορές, αλλά αρνήθηκε ότι είχε προσχεδιάσει την εγκληματική του πράξη. Σύμφωνα με όσα είχε πει στους δικαστές, η σύζυγός του του μιλούσε άσχημα, τον μείωνε συνεχώς και έφτανε σε σημείο να χειροδικεί σε βάρος του, ακόμη και μπροστά στα παιδιά τους.

Όσον αφορά τον τρόπο με τον οποίο χειρίστηκε το πτώμα της συζύγου του δήλωσε πως μετά τη δολοφονία «βρέθηκε σε πανικό», ενώ ισχυρήσθηκε πως δεν ομολόγησε αμέσως την πράξη του, γιατί θεώρησε ότι έπρεπε να μείνει κοντά στα παιδιά του. Ωστόσο, όταν βρέθηκε στην Ασφάλεια, είπε τα πάντα «γιατί σκέφτηκε ότι δεν ήταν σωστό για κείνη, να θεωρούν τα παιδιά της ότι τα εγκατέλειψε».

Τέλος, είπε στον ανακριτή: «πρέπει να τιμωρηθώ, καθώς στέρησα τη ζωή από έναν άνθρωπο και από τα παιδιά μου, τη μάνα τους».

«Ήταν ανώριμος» – «Έπαιζε θέατρο»

Ο πατέρας του κατηγορουμένου, Νικόλαος Κατσιλάμπρος, ομότιμος καθηγητής παθολογίας στο Πανεπιστήμιο, καταθέτοντας στο Μεικτό Ορκωτό Δικαστήριο της Αθήνας, δήλωσε ότι ο γιος του είναι ανώριμος και είχε παθολογική εμμονή στην Παναγιώτα και τα παιδιά τους, ενώ η αδελφή του θύματος, Βασιλική Μαζαράκη, καταθέτοντας ενώπιον του δικαστηρίου, είπε πως ο δράστης «Την επομένη πήγε στο σπίτι της μητέρας μου και μόλις μπήκε άρχισε να ρωτά: ”δεν είναι εδώ η Παναγιώτα;” Ενώ ήδη την είχε σκοτώσει. Μας έλεγε ιστοριούλες, έπαιζε ένα ολόκληρο θέατρο και μας έβαζε να την παίρνουμε τηλέφωνο και να την ψάχνουμε».

Επιπλέον, σύμφωνα με πληροφορίες, ο δράστης αντιμετώπιζε ψυχολογικά προβλήματα και τον τελευταίο καιρό είχε διακόψει την φαρμακευτική αγωγή, που του είχαν συστήσει οι γιατροί.

Η ποινή
Η Εισαγγελέας της έδρας είπε πως από «υπέρμετρο εγωισμό» του συζύγου της, ο οποίος δεν μπορούσε να αποδεχθεί ότι «η γυναίκα του ήθελε να γίνει κάτι ανώτερο από αυτόν», σκοτώθηκε η Παναγιώτα Μαζαράκη, «μία γυναίκα χαρισματική, με προσόντα και ικανότητες στον τομέα της μουσικής, που θα μπορούσε να φτάσει ψηλά».

Μίλησε σκληρά για το δράστη λέγοντας πως: «Ποτέ δεν έμαθε να στερείται κάτι, ούτε να μοιράζεται ούτε να του παίρνουν πράγματα. Γι’ αυτό δεν μπορούσε να δεχθεί ότι θα φύγει από δίπλα του η Παναγιώτα, η μοναδική γυναίκα της ζωής του».

Επιπλέον, έκανε λόγο για έγκλημα «άρνησης, αντιπαλότητας και μίσους απέναντι στη σύζυγό του», ενώ κατέληξε λέγοντας πως «Καταδίκασε τα παιδιά του να ζήσουν χωρίς τη μητέρα τους».

Ο Γιάννης Κατσιλάμπρος, πρωτόδικα, καταδικάστηκε σε ισόβια, χωρίς κανένα ελαφρυντικό, για την για ανθρωποκτονία από πρόθεση, την οποία τέλεσε, ενώ βρισκόταν σε ήρεμη ψυχική κατάσταση, τόσο κατά τη λήψη της απόφασης για τη δολοφονία της συζύγου του, όσο και κατά την εκτέλεσή της.

Στη συνέχεια οδηγήθηκε στην Γ΄ πτέρυγα των φυλακών Κορυδαλλού. Εκεί, σύμφωνα με πληροφορίες, ο 36χρονος καθηγητής μουσικής βιώσε το δικό του δράμα. Απομονωμένος από όλους, φαινόταν να είναι χαμένος στο δικό του κόσμο, ενώ στις ελάχιστες κουβέντες με τους συγκρατούμενους του, απέφευγε πάντα οποιαδήποτε αναφορά στο φρικτό έγκλημά που διέπραξε.

Το εφετείο και η απόφαση «ανατροπή»
Στις 14 Ιουνίου 2014 πραγματοποιείται στο Δευτεροβάθμιο Κακουργιοδικείο η δίκη του Γιάννη Κατσιλάμπρου σε δεύτερο βαθμό. Ο δράστης στην απολογία του έμεινε σταθερός στα όσα είχε πει στην πρώτη δίκη.

Ο Εισαγγελέα Έδρας ζήτησε να μην μεταβληθεί η ισόβια κάθειρξη, μιλώντας για προμελετημένο έγκλημα, παντελή απουσία βρασμού ψυχικής ορμής του δράστη, ενώ στάθηκε στην «ιδιαίτερα σκληρή συμπεριφορά» που επέδειξε ο κατηγορούμενος, ακόμη και στο πτώμα της γυναίκας του.

Ωστόσο, η ετυμηγορία του δικαστηρίου ήταν διαφορετική από την εισήγηση του εισαγγελέα. Το δικαστήριο, αναγνώρισε στον καθηγητή το ελαφρυντικό του πρότερου έντιμου βίου και έτσι άλλαξε την ποινή από ισόβια, σε κάθειρξη 20 ετών.

Και πάλι όμως, αυτή η ποινή δε θα ισχύσει, αφού στις 3 Νοεμβρίου 2014 ο μουσικός τελικά αποφυλακίζεται.

Έτσι μετά από 7 χρόνια ο Γιάννης Κατσίλαμπρος είναι και πάλι ελεύθερος. Το δικαστήριο του αναγνώρισε το ελαφρυντικό του πρότερου έντιμου βίου, δε ξέρουμε όμως αν θα αναγνωρίσει ο ίδιος στον εαυτό του κάποιο ελαφρυντικό..

———-

Με πληροφορίες από: zougla.gr, athensmagazine, newsbeast, newsit, athensvoice, athensmagazine