Διαγραφή κρατικών χρεών εισηγήθηκε ο Τ. Χατζηγεωργίου

“Στο βαθμό που τα χρέη έχουν δημιουργηθεί, επειδή το σύστημα παρήγαγε χρέη σ` ένα κράτος την ώρα που για τους ίδιους λόγους παρήγαγε αντίστοιχα κέρδη για ένα άλλο κράτος, δεν υπάρχει άλλη λύση από την διαγραφή αυτών των χρεών” , δήλωσε ο Ευρωβουλευτής του ΑΚΕΛ Αριστερά Νέες Δυνάμεις Τάκης Χατζηγεωργίου σε ομιλία του στην Ολομέλεια του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου στο Στρασβούργο .

Η ομιλία του Τάκη Χατζηγεωργίου έγινε κατά την διάρκεια της συζήτησης για το Πολυετές Δημοσιονομικό Πλαίσιο που έγινε σήμερα στην Ολομέλεια του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου στο Στρασβούργο.

Σύμφωνα με ανακοίνωση του γραφείου του κ. Χατζηγεωργίου, ανέφερε πως οι ανάγκες και οι στόχοι της ΕΕ, δεν είναι δυνατόν να αντιμετωπιστούν με οικονομικές λύσεις που αποψιλώνουν την ευημερία των πολιτών της. “Και επιτέλους η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα θα πρέπει να δανείζει κράτη και όχι τράπεζες”, τόνισε ο Τάκης Χατζηγεωργίου.

Αναφερόμενος στο θέμα της οικονομικής ένωσης, ο κ. Χατζηγεωργίου επεσήμανε ότι αυτή μπορεί να υπάρξει μόνο αν οι πολίτες της Ευρώπης ανεξάρτητα από ποιά χώρα προέρχονται αισθάνονται και ξέρουν ότι το κράτος τους μετέχει ισότιμα σε αυτή την ένωση. “Ισότιμη συμμετοχή σημαίνει ότι ο Γερμανός πολίτης και ο Μαλτέζος πολίτης συμμετέχουν ισότιμα στην εκλογή των πολιτειακών αρχόντων της ΕΕ. Σημαίνει επίσης δίκαιη ανακατανομή του ευρωπαϊκού εθνικού εισοδήματος”, ανέφερε.

Κλείνοντας, επανήλθε στο θέμα της οικονομικής ένωσης αναλύοντας τον τρόπο χρηματοδότησης της ΕΕ. Επεσήμανε ότι οι διαδοχικές ρυθμίσεις του συστήματος έχουν ευνοήσει τις εύπορες χώρες μέλη αφού ενώ η συνεισφορά τους στα έσοδα του κοινοτικού προϋπολογισμού φαίνεται ότι κυμαίνεται σε ποσοστά άνω του 10%, στην πραγματικότητα καταβάλλουν ποσοστό μικρότερο του 1% του κατά κεφαλήν εθνικού εισοδήματος τους.

Αντίθετα, τόνισε, “λιγότερο εύπορες χώρες οι οποίες φαίνεται ότι χρηματοδοτούν με χαμηλότερα ποσοστά τα έσοδα του κοινοτικού προϋπολογισμού (1 – 2%), στην πραγματικότητα επιβαρύνονται περισσότερο καθώς καταβάλλουν ποσοστό άνω του 1% του κατά κεφαλήν εθνικού εισοδήματος τους”.