Διεκδικεί από το Ανώτατο δικαίωμα εργασίας στα 70

Μια υπόθεση ηλικιακού ρατσισμού για τον οδηγό ταξί Πέτρο Ιωακείμ που μας αφορά όλους

ΤΟΥ ΜΑΡΙΟΥ ΔΗΜΗΤΡΙΟΥ

Έφεση καταχώρησαν στο Ανώτατο Δικαστήριο τη Δευτέρα 1η Νοεμβρίου 2019 οι δικηγόροι Χάρης Σταυράκης και Μιχάλης Μιχαήλ εκ μέρους του πελάτη τους Πέτρου Ιωακείμ οδηγού ταξί, εναντίον της απορριπτικής απόφασης του Διοικητικού Δικαστηρίου που εκδόθηκε στις 14 Οκτωβρίου 2019 και που ουσιαστικά του στερεί το δικαίωμα του να συνεχίσει να οδηγά επαγγελματικά μετά το 70ο έτος της ηλικίας του. Ο Πέτρος Ιωακείμ είχε προσφύγει στο Διοικητικό Δικαστήριο τον Φεβρουάριο 2019 εναντίον της απόφασης του Τμήματος Οδικών Μεταφορών του Υπουργείου Μεταφορών, Επικοινωνιών και Έργων να μην ανανεώσει την επαγγελματική του άδεια για τριετία, ως προηγουμένως – η επαγγελματική του άδεια ανανεώθηκε από την Αρχή Αδειών μόνο για 25 μέρες, μέχρι τις 19 Φεβρουαρίου 2019 που συμπλήρωσε τα 70 του χρόνια και σαν αποτέλεσμα, έπαψε από την ημερομηνία αυτή να κατέχει επαγγελματική άδεια οδηγού και δεν μπορεί πλέον να οδηγεί ταξί και να κερδίσει τα προς το ζειν σαν οδηγός ταξί. Σύμφωνα με τους δικηγόρους του, «η απόφαση αυτή αντίκειται στο Άρθρο 25 του Συντάγματος που θεσπίζει το δικαίωμα σε εργασία». Ο Πέτρος Ιωακείμ είναι ιδιοκτήτης του γραφείου ταξί «Νέον Ρόγιαλ» στην οδό Κωστάκη Παντελίδη, δίπλα στην πλατεία Ελευθερίας στη Λευκωσία και είναι οδηγός ταξί από το 1970.

Όπως σχολίασε στην «24» ο εκ των δικηγόρων του Χάρης Σταυράκης, «παρά το γεγονός ότι πρωτόδικα τέθηκαν αυθεντίες, δεδομένα και πραγματικότητες που έπρεπε να οδηγήσουν το Δικαστήριο στο αβίαστο συμπέρασμα ότι ηλικιακός περιορισμός στο ελεύθερο επάγγελμα του οδηγού ταξί είναι πασιφανώς αντισυνταγματικός και κατά παράβαση των Ευρωπαϊκών δρώμενων, το πρωτόδικο Δικαστήριο απέρριψε την προσφυγή  σχεδόν αναιτιολόγητα. Αναμφίβολα, η ύπαρξη ηλικιακού περιορισμού είναι κατά παράβαση των Άρθρων 25 και 28 του Συντάγματος. Σημειωτέον ότι σε καμία χώρα της Ευρωπαϊκής Ένωσης υπάρχει ανώτερος ηλικιακός περιορισμός για οδηγούς ταξί. Εφ’ όσον δε οι οδηγοί ταξί υπόκεινται σε ιατρική εξέταση από κυβερνητικό γιατρό κάθε φορά που θα ανανεωθεί η άδεια τους, ο ηλικιακός περιορισμός στα 70 είναι εντελώς αυθαίρετος και αδικαιολόγητος».

Ουδέν ηλικιακό όριο για ιδιώτες οδηγούς

Στον πρώτο λόγο έφεσης στο Ανώτατο, από τους δικηγόρους του Π. Ιωακείμ αναφέρεται μεταξύ άλλων ότι «το πρωτόδικο Δικαστήριο κατέληξε στο λανθασμένο συμπέρασμα ότι η ηλικία και μόνο ενός ατόμου και όχι οι φυσικές του ικανότητες, μπορεί να αποτελέσει τη βάση για περιορισμό του Δικαιώματος Εργασίας που εδράζεται στο άρθρο 25 του Συντάγματος. Η αιτιολογία ότι με την ηλικία των 70 ετών φθίνουν οι φυσικές ικανότητες του ανθρώπου είναι γενική, αόριστη και απλουστευμένη και δεν μπορεί να αποτελέσει επαρκή δικαιολόγηση για περιορισμό ενός Θεμελιώδους Δικαιώματος ενώ μάλιστα στο Νόμο προβλέπεται ειδική διάταξη για διακρίβωση της καλής κατάστασης των φυσικών ικανοτήτων του οδηγού».

Στον δεύτερο λόγο έφεσης αναφέρεται μεταξύ άλλων ότι «ο ηλικιακός περιορισμός αποτελεί ανεδαφικό εκλογικευτικό συμπέρασμα του πρωτόδικου Δικαστηρίου. Εφ’ όσον – προστίθεται – ουδέν ηλικιακό όριο υπάρχει για ιδιώτες οδηγούς που επίσης μεταφέρουν επιβάτες και πολλές φορές ανήλικους, ουδεμία δικαιολογία υπάρχει να διαφοροποιείται η κατάσταση για τους επαγγελματίες οδηγούς με το δικαιολογητικό της προστασίας του κοινού. Το επάγγελμα του οδηγού ταξί έχει φιλελευθεροποιηθεί πλήρως στην Ευρωπαϊκή Ένωση με την ύπαρξη του UBER όπου ο μόνος ηλικιακός περιορισμός είναι ο κατώτερος, ήτοι 21 ετών, που συνδέεται με την ελάχιστη πείρα οδηγήσεως και όχι με ανώτατο ηλιακό όριο».

Στον τρίτο λόγο έφεσης αναφέρεται χαρακτηριστικά ότι «αν όντως γίνεται δυσχερέστερη η εκτέλεση της συγκεκριμένης εργασίας μετά τα 70 όπως το θεωρεί η πρωτόδικη Δικαστής (σ. σ. Έλενα Μιχαήλ), τότε σίγουρα είναι εγκληματικό να οδηγούν ιδιώτες στα 80, στα 85 και κάποτε και στα 90 τους χρόνια και να μεταφέρουν και άβουλους ανήλικους επιβάτες, ιδιαίτερα δε όταν δεν υπόκεινται σε εξέταση από κυβερνητικό γιατρό».

Στον τέταρτο λόγο έφεσης επισημαίνεται ότι «εφ’ όσον υπάρχει το φίλτρο της ιατρικής εξέτασης για οδηγούς ταξί, τόσο πριν όσο και μετά τα 70, το εύρημα του πρωτόδικου Δικαστηρίου ότι τα αντανακλαστικά φθίνουν με την ηλικία, δεν μπορεί να προσδιοριστεί με ακρίβεια στο εβδομηκοστό έτος και ούτω καθίσταται ανεδαφικό, ατεκμηρίωτο και παράλογο». Στον πέμπτο λόγο έφεσης τονίζεται επιπρόσθετα ότι «ο ηλικιακός περιορισμός στα 70 δεν εξασφαλίζει αυτόματα την προστασία του κοινού, κάτι που κάνει η σχετική ιατρική εξέταση». Στον έκτο λόγο έφεσης αναφέρεται μεταξύ άλλων ότι «οι επιπτώσεις που εμφανίζονται στα άτομα που προχωρούν ηλικιακά δεν είναι πανομοιότυπες, ποικίλουν και επηρεάζουν το κάθε άτομο διαφορετικά π. χ. ένας 75αρης ή 80αρης μπορεί να είναι σε καλύτερη φυσική κατάσταση και να έχει  καλύτερα αντανακλαστικά από ένα 70αρη, ανάλογα με τα γονίδια και τη ζωή που διάγει».

Τα αντανακλαστικά και η περίπτωση Σιγκαπούρης

Στους λόγους έφεσης στο Ανώτατο Δικαστήριο (14 συνολικά) αναφέρονται μεταξύ άλλων και τα ακόλουθα:  «Η Σιγκαπούρη, μία φοβερά οργανωμένη, αλλά μη ανήκουσα στην Ευρωπαϊκή Ένωση χώρα, έχει ηλικιακό περιορισμό οδηγήσεως ταξί στα 75. Πότε φθίνουν τελικά τα αντανακλαστικά ενός οδηγού; Η φυσική κατάσταση του ατόμου δεν αλλάζει δραστικά και απότομα μετά τα 69 για να δικαιολογεί τέτοιο συμπέρασμα ή εύρημα. Το πρωτόδικο Δικαστήριο  είχε βάσιμες νομικές αυθεντίες και δεδομένα για να αποδεχθεί το αίτημα του αιτητή το οποίο απέρριψε αναιτιολόγητα. Αν η κατάληξη του πρωτόδικου Δικαστηρίου ήταν ορθή, τότε θα υπήρχαν ανάλογοι ηλικιακοί περιορισμοί και σε άλλες Ευρωπαϊκές χώρες. Εφ’ όσον η νομοθεσία για απόκτηση και ανανέωση επαγγελματικής άδειας θέτει ως όρο την ιατρική εξέταση από κυβερνητικό ιατρό, το να τίθεται επιπρόσθετα ηλικιακός περιορισμός  και δει χαμηλός, είναι αντινομικό και αποτελεί πασιφανώς αδικαιολόγητο περιορισμό στο δικαίωμα εργασίας. Το στοιχείο της προστασίας του κοινού από οδηγούς είναι ακριβώς το ίδιο, τόσο για ιδιώτες όσο και για οδηγούς ταξί αφού επηρεάζουν άλλους οδηγούς στον δρόμο ως επίσης και πεζούς και μεταφέρουν αμφότεροι και επιβάτες. Επομένως δεν υπάρχει καμία εύλογη αιτία να υπάρχουν διαφορετικά κριτήρια για τις δυο κατηγορίες οδηγών. Ενώ ουδεμία ανάλυση ή δικαιολογητικό δίδει το Δικαστήριο για την παραβίαση της αρχής της ισότητας που κατοχυρώνει το Άρθρο 28 του Συντάγματος, το πρωτόδικο Δικαστήριο καταλήγει στο συμπέρασμα ότι το επιχείρημα της παραβίασης της αρχής αυτής έχει απαντηθεί από το Δικαστήριο στην ανάλυση που είχε προβεί σχετικά με το Άρθρο 25 του Συντάγματος».

Άνιση μεταχείριση μεταξύ οδηγών ταξί

Αναφέρονται και τα ακόλουθα στην έφεση των δικηγόρων εκ μέρους του Πέτρου Ιωακείμ: «Η διάκριση που θέτει το άρθρο 6(2)(α) του Νόμου βασίζεται αποκλειστικά και μόνο  στην ηλικία του αιτητή και σε κανένα άλλο χαρακτηριστικό του.  Η ηλικία και μόνο του αιτητή δεν μπορεί να δικαιολογήσει διάκριση εναντίον του, ήτοι να αποτελέσει από μόνη της την βάση για να του απαγορευθεί η άδεια άσκησης του επαγγέλματος του. Ουδεμία τεκμηρίωση υπάρχει ότι όταν ένας οδηγός ταξί έχει συμπληρώσει το 70ο έτος της ηλικίας του είναι σε διαφορετική ή χειρότερη φυσική κατάσταση από οδηγούς ταξί που είναι μερικά χρόνια νεότεροι από αυτόν ή  ακόμη και μεγαλύτεροι από αυτόν. Η συμπλήρωση του 70ου έτους της ηλικίας οδηγού ταξί δεν σημαίνει αυτόματα ότι μπαίνει σε άλλη κατηγορία οδηγών ταξί και ότι δεν πρέπει να του ανανεωθεί η άδεια. Η διάκριση μεταξύ οδηγών ταξί που έχουν συμπληρώσει το 70ο έτος ηλικίας τους και αυτών που δεν το έχουν συμπληρώσει, είναι εντελώς αυθαίρετη και αδικαιολόγητη. Ούτε στον Νόμο ούτε και στην απόφαση του Δικαστηρίου παρατίθεται αιτιολογία γιατί ένας οδηγός ταξί στα 70 του πρέπει να σταματήσει να οδηγεί, ενώ κάποιος μερικά χρόνια νεότερος να δικαιούται. Ενόσω για ανανέωση άδειας οδηγού ταξί χρειάζεται κάθε φορά κυβερνητική ιατρική εξέταση, κανένα ηλικιακό όριο δεν δικαιολογείται  και σίγουρα η ύπαρξη του δημιουργεί άνιση μεταχείριση μεταξύ των οδηγών ταξί.

Βασικά η απόφαση του πρωτόδικου Δικαστηρίου καταγράφει τις υφιστάμενες νομοθετικές πρόνοιες και με εικασίες και εκλογικεύσεις τις υιοθετεί σαν ορθές. Το πρωτόδικο Δικαστήριο δεν έλαβε ποσώς υπ΄ όψη του τις Ευρωπαϊκές πρόνοιες,  κανονισμούς και δρώμενα, αλλά απλά υιοθέτησε τις πρόνοιες  της υφιστάμενης Κυπριακής νομοθεσίας. Εσφαλμένα επεδίκασε έξοδα εναντίον του αιτητή και υπέρ της Κυπριακής Δημοκρατίας, καθ’ ότι η απόφαση αυτή είναι ταυτόσημη με τιμωρία του αιτητή για διεκδίκηση των δικαιωμάτων του και τη διεκδίκηση των συνταγματικά κατοχυρωμένων ελευθεριών και δικαιωμάτων του έναντι του κράτους. Η άσκηση της διακριτικής ευχέρειας του πρωτόδικου Δικαστηρίου για επιδίκαση εξόδων βασίστηκε σε λανθασμένα κριτήρια ή/και δεν ασκήθηκε με βάση ορθά δικαστικά  (judicial) κριτήρια. Η παρούσα προσφυγή αποτελεί κλασική περίπτωση όπου το πρωτόδικο Δικαστήριο δεν θα έπρεπε να  εκδώσει οποιανδήποτε  διαταγή για έξοδα. Η επιδίκαση εξόδων εναντίον του αιτητή σε τέτοιας φύσης προσφυγή που είναι και νεοφανής (novel), μπορεί να ερμηνευθεί σαν τιμωρητική ενέργεια για αποτροπή αυτού του είδους προσφυγών εναντίον της Κυπριακής Δημοκρατίας, κάτι που είναι αντινομικό, κατά παράβαση του Συντάγματος και των κανόνων φυσικής δικαιοσύνης και εκμετάλλευση της δεσπόζουσας θέσης της Κυπριακής Δημοκρατίας έναντι των πολιτών. Το ποσό των 1400 ευρώ που το πρωτόδικο Δικαστήριο επεδίκασε σαν έξοδα εναντίον του αιτητή είναι παράλογα ψηλό και αδικαιολόγητο, αφού πρόκειται για χειρισμό που έγινε από τη Νομική Υπηρεσία της Κυπριακής Δημοκρατίας και έγιναν πολύ λίγες εμφανίσεις στο Δικαστήριο».