Δικαστικό Συμβούλιο: Προασπιστής του δημοσίου συμφέροντος ο Γ. Εισαγγελέας

Της Αλεξίας Καφετζή

Το σκεπτικό της απόφασης με την οποία απορρίφθηκε η ένσταση του Γενικού Ελεγκτή

Απορρίφθηκε η ένσταση του Γενικού Ελεγκτή: «Ο Γενικός Εισαγγελέας μπορεί να ζητήσει την παύση» του Οδυσσέα

Κόλαφος το Ανώτατο Συνταγματικό Δικαστήριο εναντίον του Γενικού Ελεγκτή κ. Οδυσσέα Μιχαηλίδη, ο οποίος, σε συνεχείς δημόσιες δηλώσεις του, αξιούσε ότι μόνο ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας μπορεί να τον παύσει και ότι, με βάση το Σύνταγμα, ο Γενικός Εισαγγελέας δεν έχει καμία αρμοδιότητα για κάτι τέτοιο. Αν για αυτό το τόσο σοβαρό θέμα ήταν εντελώς ανημέρωτος και λανθασμένος, φοβούμαστε να φανταστούμε αν και πόσο ευσταθούν οι πάμπολλες δηλώσεις και αποφάσεις του σε θέματα που αφορούν στους Θεσμούς και γενικά στην εύρυθμη λειτουργία του κράτους.

Η ομόφωνη απόφαση της Ολομέλειας του Ανώτατου Συνταγματικού Δικαστηρίου που συνήλθε ως Συμβούλιο, εκτός από την απόρριψη της προδικαστικής ένστασης της πλευράς του Γενικού Ελεγκτή ως προς τη νομιμοποίηση του Γενικού Εισαγγελέα της Δημοκρατίας να καταχωρήσει αίτηση παύσης του Γενικού Ελεγκτή για ανάρμοστη συμπεριφορά, ανάδειξε και άλλα θεσμικά ζητήματα.

Πρώτον ξεκαθάρισε πως ο Γενικός Εισαγγελέας της Δημοκρατίας προασπίζει το δημόσιο συμφέρον επαναλαμβάνοντας το Συμβούλιο το σκεπτικό της ενδιάμεσης απόφασης στην υπόθεση Ερωτοκρίτου.

«Ο Γενικός Εισαγγελέας της Δημοκρατίας, ως ο κατεξοχήν αρμόδιος για την προάσπιση του δημοσίου συμφέροντος και της νομιμότητας, έχει έννομο συμφέρον και δικαιούται να καταχωρίσει αίτηση για απόλυση, λόγω ανάρμοστης συμπεριφοράς, του Βοηθού Γενικού Εισαγγελέα». Στην επιχειρηματολογία της πλευράς Γενικού Ελεγκτή ότι μόνο ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας δικαιούται να καταχωρήσει αίτηση παύσης το Δικαστικό Συμβούλιο τοποθετήθηκε και σε ένα άλλο ζήτημα το οποίο ήγειρε η πλευρά του Γενικού Ελεγκτή. Το θεσμικό ρόλο του Βοηθού Γενικού Εισαγγελέα με τους δικηγόρους του Οδυσσέα Μιχαηλίδη να αναφέρονται σε υφιστάμενο του Γενικού Εισαγγελέα. Επί του προκειμένου στην απόφαση αναφέρεται. « Στην εν λόγω απόφαση (Ερωτοκρίτου) καμία σχέση και καμία επίδραση δεν είχε η ιδιότητα, ως τη χαρακτηρίζει ο κ. Τριανταφυλλίδης, «υφιστάμενου-προϊστάμενου».

Συνοψίζοντας τις νομικές του εισηγήσεις, ο κ. Τριανταφυλλίδης σημείωσε ότι δεν παρέχεται εξουσία ή αρμοδιότητα στον Γενικό Εισαγγελέα από το Σύνταγμα ή τη νομολογία για αίτημα απόλυσης ανώτερου αξιωματούχου και πως το μόνο αρμόδιο πρόσωπο για καταχώρηση τέτοιου αιτήματος είναι ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας ως διορίζον όργανο.

Συμπλήρωσε ότι ελλείψει συνταγματικής ή νομοθετικής πρόνοιας, η αίτηση του Γενικού Εισαγγελέα θα πρέπει να απορριφθεί, καθώς το άρθρο 113 του Συντάγματος επί του οποίου η πλευρά του στηρίζει τη θέση της περί νομιμοποίησης αφορά μόνο ποινικές υποθέσεις, υπογραμμίζοντας παράλληλα ότι εάν γίνει δεκτό το αίτημα, θα πρόκειται για «σοβαρή συνταγματική εκτροπή», καθώς 27 αξιωματούχοι θα παύονται με αίτηση του Προέδρου της Δημοκρατίας και του Γενικού Εισαγγελέα, ενώ ο Γενικός Εισαγγελέας μόνο με αίτηση του Προέδρου της Δημοκρατίας, με αποτέλεσμα να δημιουργείται «διαφοροποίηση που δεν δικαιολογείται».

Επιπλέον, επεσήμανε ότι ελλείψει συνταγματικής διάταξης δεν μπορεί ο Γενικός Εισαγγελέας να επικαλείται το δημόσιο συμφέρον για υποβολή αίτησης παύσης αξιωματούχου, τονίζοντας πως αν αναγνωριστεί το δικαίωμα του Γενικού Εισαγγελέα να υποβάλει αιτήσεις κατά οποιουδήποτε ανώτερου αξιωματούχου αυτός θα μπορεί «δίχως καμία ασφαλιστική δικλείδα» να υποβάλει αιτήσεις παύσης σε περίπτωση που κρίνει ότι υπάρχει ανάρμοστη συμπεριφορά, επηρεάζοντας την ανεξαρτησία των θεσμικών αξιωματούχων.

Καταληκτικά, ο κ. Τριανταφυλλίδης σημείωσε ότι η πλευρά του Γενικού Εισαγγελέα βασίζει το αίτημά της για νομιμοποίηση αποκλειστικά στο άρθρο 113 (2) του Συντάγματος, όπως αυτή θεωρεί ότι έχει ερμηνευθεί στην υπόθεση Ερωτοκρίτου, περί προστασίας του δημοσίου συμφέροντος, προσθέτοντας ότι θέση της πλευράς του Γενικού Ελεγκτή αποτελεί ότι το άρθρο 113 (2) αφορά αποκλειστικά ποινικά αδικήματα.

Υπόθεση Ερωτοκρίτου και Τρύφωνος

Τόσο στην υπόθεση Ερωτοκρίτου όσο και στην Τρύφωνος, αλλά και, διαχρονικά, στη νομολογία των δικαστηρίων μας, υποδεικνύεται το ύψιστο του πολιτειακού αξιώματος με το οποίο ενδύεται ο θεσμός του Γενικού Εισαγγελέα και ο κεντρικός ρόλος που του αποδίδεται ως προασπιστή της νομιμότητας και του δημοσίου συμφέροντος, όπως και στην αίτηση προβάλλεται, με αναφορά όχι μόνο στο ΄Αρθρο 113.2, αλλά, γενικότερα, στο όλο συνταγματικό πλαίσιο. Είναι ζήτημα το οποίο δεν έχει να κάμει μόνο με τις ποινικές πτυχές που καλύπτει το ΄Αρθρο 113.2 του Συντάγματος, αλλά και με τις ευρύτερες αρμοδιότητες και δικαιώματά του, που ο συντακτικός νομοθέτης θέσπισε, περιβάλλοντας τον υπό αναφορά θεσμό με ανάλογο, ύψιστο, κύρος, σεβασμό, εμπιστοσύνη και πλήρη θεσμική ανεξαρτησία και αυτοτέλεια.

Οι εξουσίες

Το Δικαστικό Συμβούλιο απέρριψε και τη θέση που διατύπωσε η πλευρά του Γενικού Ελεγκτή περί εσφαλμένης αντίληψης του Συμβουλίου στην υπόθεση Ερωτοκρίτου της εμβέλειας των εξουσιών του Γενικού Εισαγγελέα όπως αυτές οριοθετούνται στο Άθρο 113.2 του Συντάγματος. Συγκεκριμένα αναφέρεται στην απόφαση. «Συνιστούν μια αποσπασματική αντίκριση του δικαστικού λόγου, αποσυναρτημένη από τη συνολική εικόνα των τοποθετήσεων του Συμβουλίου σε αναφορά με το θεσμικό ρόλο και την όλη υπόσταση της θέσης του Γενικού Εισαγγελέα».

Στην ουσία

Η απόρριψη της προδικαστικής ένστασης ουσιαστικά ανοίγει το δρόμο για εκδίκαση της αίτησης παύσης του Γενικού Ελεγκτή. Το Δικαστικό Συμβούλιο όρισε ως ημερομηνία έναρξης της διαδικασίας την ερχόμενη Τετάρτη 12 Ιουνίου, με πρώτο μάρτυρα τον Γενικό Εισαγγελέα της Δημοκρατίας κ. Γιώργο Σαββίδη.

Ο Γενικός Εισαγγελέας της Δημοκρατίας δήλωσε μετά το πέρας της διαδικασίας πως δεν θα καλέσει ως μάρτυρα τον Πρόεδρο της Δημοκρατίας.

Διαβάστε ολόκληρη την απόφαση του Ανωτάτου Συνταγματικού Δικαστηρίου εδώ