Δικηγόροι δικάζουν πριν από το Ανώτατο

Για πρώτη ίσως φορά η κυπριακή δικαιοσύνη καλείται να κρίνει τον εαυτό της. Συγκεκριμένα ενώπιον του Διοικητικού Δικαστηρίου κατατέθηκε προσφυγή κατά του Ανωτάτου Δικαστηρίου για τον μη διορισμό δικηγόρου σε θέση δικαστή. Με την προσφυγή εγείρονται κεφαλαιώδη πολιτειακά ζητήματα που άπτονται των εξουσιών και αρμοδιοτήτων του Ανωτάτου Δικαστικού Συμβουλίου καθώς και θέματα συνταγματικότητας.

Η προκήρυξη θέσεων δικαστή που προσβάλλεται, βασίστηκε στη διαδικασία και τα κριτήρια διορισμού δικαστών του 2019, όπως θεσπίστηκαν από το ίδιο το Ανώτατο Δικαστικό Συμβούλιο, κατόπιν συστάσεων της GRECO – Oμάδας Κρατών κατά της Διαφθοράς, του Συμβουλίου της Ευρώπης, για εισαγωγή και εφαρμογή αντικειμενικών κριτηρίων για σκοπούς διαφάνειας και καταπολέμησης της διαφθοράς

Παρά το γεγονός ότι νομικοί κύκλοι προεξοφλούν αποτυχία της προσφυγής, εντούτοις η απόφαση τόσο του Διοικητικού Δικαστηρίου όσο και η έφεση στο Ανώτατο Δικαστήριο που φυσιολογικά θα ακολουθήσει, αναμένονται με ιδιαίτερο ενδιαφέρον. Μάλιστα όπως αναφέρουν οι πληροφορίες σκοπός του αιτητή είναι η προσφυγή στο Ευρωπαϊκό Δικαστήριο Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων, μετά την αναμενόμενη αρνητική απάντηση των κυπριακών δικαστηρίων.

Η υπόθεση προκαλεί ήδη το ενδιαφέρον των Κυπρίων νομικών που και πάλι σε μια σπάνια για τα κυπριακά νομικά χρονικά, κίνηση, άρχισαν δημόσια συζήτηση για την τύχη της προσφυγής. Ενδεικτικά ο γνωστός νομικός Αχιλλέας Αιμιλιανίδης σε δημοσίευμά του σε μέσα κοινωνικής δικτύωσης αναφέρει ότι «οι λόγοι που προβάλλονται στην προσφυγή, είναι σοβαροί εφόσον εξ όσων πληροφορούμαι δεν τηρήθηκαν οι κατευθυντήριες που είχαν εκδοθεί.»  Ωστόσο προσθέτει ότι υπάρχει δεδικασμένο  και «συνεπώς δεν αναμένεται να τύχει εξέτασης η ουσία και μάλλον θα απορριφθεί προδικαστικά όπως και οι άλλες λόγω της σύνθεσης του ΑΔΣ. Η αλλαγή θα επέλθει με τη μεταρρύθμιση…» Από την πλευρά του ο δικηγόρος Χριστόφορος Χριστοφή εκτιμά ότι η υπόθεση καταχωρήθηκε για να καταλήξει στο ΕΔΑΔ. Απαντώντας ο κ. Αιμιλιανίδης γράφει κάπως σαρκαστικά «ώσπου να δικαστεί σε 8 χρόνια από το ΕΔΔΑ θέλω να ελπίζω ότι θα έχει γίνει η μεταρρύθμιση».

Από την πλευρά της η   δικηγόρος Ελένη Κ. Μιντή σε δική της ανάρηση αναφέρει:

«Αν και προδιαγεγραμμένη η τύχη της προσφυγής,πολύ εύστοχα τα επιχειρήματα των συναδέλφων. Όπως είναι τα κριτήρια η πραγματική εμπειρία πάει περίπατο, όπως και οι συστάσεις που προηγούνται της συνέντευξης. Μοιάζουν να μην λαμβάνονται υπόψιν. Εύχομαι κάποτε να αλλάξει η διαδικασία διορισμού δικαστών γιατί είναι κάτι πέρα από άδικη. Λίγο πολύ γίνεσαι δικαστής από τύχη σήμερα.» Η απάντηση από τον κ. Χριστοφή: «Δεν νομίζω ότι γίνεσαι από τύχη διότι έχει πολύ αξιόλογους συναδέλφους που έγιναν δικαστές. Βέβαια έχει επίσης και συναδέλφους πολύ αξιόλογους που δεν έγιναν. Υπήρξαν βελτιώσεις στο σύστημα, σε σχέση με το τι ίσχυε πριν 10 χρόνια, αλλά πρέπει να γίνουν και άλλες. Για εμένα το μεγαλύτερο μειονέκτημα είναι η θέση ότι οι αποφάσεις του ΑΔΣ δεν υπόκεινται σε δικαστικό έλεγχο. Είναι το μόνο διορίζον όργανο στη Δημοκρατία του οποίου οι αποφάσεις είναι ανέλεγκτες. Αυτό το γεγονός από μόνο του συνιστά εκτροπή και δεν έχει θέση σε ένα δημοκρατικό πολίτευμα για αυτονόητους λόγους.»

Τέλος η κ. Μιντή διευκρινίζοντας ότι ίσως να μην έθεσε με ακρίβεια τις απόψεις της, λέγει  «τόσο η διαδικασία όσο και ο τρόπος επιλογής αδικεί τόσο τους υποψήφιους όσο και τους ίδιους του Δικαστές που καλούνται να επιλέξουν. Μέσα σε 15 λεπτά πόσα μπορείς να αντιληφθείς από μια σειρά ερωτήσεων που ανακυκλώνονται και είναι γνωστές στον επόμενο υποψήφιο από τον προηγούμενο κ.ο.κ;»

Η προσφυγή καταχωρήθηκε στις 28/9/2021 από το δικηγορικό γραφείο Λέλλος Δημητριάδης Δ.Ε.Π.Ε εκ μέρους της αιτήτριας-δικηγόρου Ντόριας Βαρωσιώτου και την υπόθεση χειρίζεται νομικός, ο Αχιλλέας Δημητριάδης. Με την προσφυγή προσβάλλεται η απόφαση του Ανωτάτου Δικαστικού Συμβουλίου ημερομηνίας 22/7/2021 με την οποία η αιτήτρια δεν διορίστηκε επαρχιακός δικαστής, αλλά αντί αυτής διορίστηκαν έξι άλλοι υποψήφιοι. Προσβάλλεται επίσης η απόφαση του Ανωτάτου Δικαστικού Συμβουλίου για τη μη πλήρωση της έβδομης θέσης ενώ, σύμφωνα με την προκήρυξη ημ. 18/12/2020, οι κενές θέσεις προς πλήρωση ήταν επτά.

Έλλειψη διαφάνειας

Όπως αναφέρεται σε δημοσιεύματα, στην προσφυγή, η αιτήτρια ζήτησε από το Ανώτατο Δικαστικό Συμβούλιο να επιθεωρήσει τα πρακτικά της διαδικασίας. Η απάντηση που έλαβε ήταν πως δεν διορίστηκε γιατί δεν συγκέντρωσε πέραν του 70% βαθμολογία κατά την αξιολόγηση των απαντήσεών της στη δεύτερη συνέντευξη. Στην προσφυγή προβάλλεται η θέση πως αυτή η απάντηση δεν συνιστά δέουσα αιτιολογία γιατί προφανώς δεν γίνονται κατανοητοί οι λόγοι μη διορισμού της. Επίσης η απάντηση του Ανωτάτου Δικαστικού Συμβουλίου καταδεικνύει πως δεν τηρήθηκαν λεπτομερή πρακτικά στα οποία να βασίζεται η αιτιολογία της προσβαλλόμενης απόφασης. Τούτο καταδεικνύει πως η απόφαση του Ανωτάτου Δικαστικού Συμβουλίου δεν λήφθηκε με τη δέουσα διαφάνεια. Τέλος στην προσφυγή και ανεξάρτητα από τα πιο πάνω, η αιτήτρια εισηγείται πως η απόδοσή της στη δεύτερη συνέντευξη ήταν επιτυχής. Η αιτήτρια, σημειώνεται, βασιζόμενη στη μνήμη της, κατέγραψε τις ερωτήσεις που της υποβλήθηκαν και τις απαντήσεις που έδωσε κατά τη συνέντευξη και είναι έτοιμη να τις προσκομίσει για να συγκριθούν με το πρακτικό του Ανωτάτου Δικαστικού Συμβουλίου.

ReplyForward