Έφυγες νωρίς…

Της Χριστίνας Πετρίδη

Τρεις δανεικές εισπνοές, μισή εκπνοή. Κάθησα δίπλα σου, και κάρφωσα το βλέμμα στο πρόσωπο σου.

Απ’το στόμα μπαινόβγαινε ο θάνατος. Τον είδα. Σε ειδα θάνατε. Μια γκρίζα πηκτή μάζα, γυρόφερνες μιά στον λάρυγγα, μιά στην άδεια σακούλα ούρων,και μια στο άσπρο των ματιών του, που τό βαψες ίκτερο, ρε σαδιστή. Είχες κέφια κερατά, αφου στην πάλη του για ανάσα στιγμές πριν το πνίξιμο, με ένα σάλτο βρισκόσουν στο προσκεφάλι του.

Τα χέρια του ν’ανεμίζουν άτσαλα λες και εδιωχνε μύγα, ή κάποιο τέρας απ”τα παραμύθια που του διάβαζε η μάνα.

Αδυνατούσες ρε πούστη να τον επνίξεις, και του μπλοκαρες το σύστημα. Τρία μιλιγκράμ κάτουρο, το σύνολο που μάζεψαν τρεις καθετήρες, σε τρία μερόνυχτα.

Δυσκολεύει το έργο σου ο μάστρος, ρε γελοίε. Σε παίζει στα ίσα, παρ’όλη την προστυχιά σου.

Ήμουν εκει και είδα την μανία, την κακία, και την αλητεία σου.

Λύσσαξες! Συρρικνώθηκες, μαύρισες, και επιτέθηκες ξανά, στο πονεμένο σώμα. Αυτη τη φορά είχε σύμμαχο ο αντίπαλος σου! Την ώρα του βασανιστικού πνιγμού, του κράταγα το χέρι, και με τ’αλλο του χάιδευα το πρόσωπο. “Μην φοβάσαι μάστρε μου, εν εισαι μόνος σου, μικρές ανάσες μάστρε μου, τζαι θα φύει πάλε. Είσαι πιο δυνατός του”, σου ψυθύρισα αγαπημένε μου.

Ίσως και να μ’άκουγες, ίσως η δυνατή σου κράση να του ριξε γροθιά. Ποιος ξέρει. Απέκτησε ξανά ρυθμό η πονεμένη ανάσα σου.

Σου φίλησα τα χέρια μάστρε μου. Τα πρησμένα πονεμένα χέρια, που μ’ έβαλαν φαγητό στο τραπέζι, που σπούδασαν τα παιδιά μου. Σου ‘πα στο επανειδείν, και σ’αφησα στην αγκαλιά ηρεμιστικού που εισέβάλε στον ορρό σου.

Στ’αυτοκίνητο έκλαψα μάστρε μου, αφού σ’αφηνα έρμαιο του γκρίζου άκαρδου βαρκάρη.

Εσύ και γώ, ξέρουμε τον νικητή σ’αυτή την μάχη. Εσύ και γώ πάντα συνομωτούσαμε. Ισως να ειν’ η μοναδική φορά όμως, που επιβάλλεται παράδοση. Τόσες μάχες δώσαμε μαζί τόσα χρόνια κύριε Γιώργο, μάστρε μου, και νικούσαμε, αφου σ’εμπιστευόμουν . Σείρα σου να μ’εμπιστευτείς. Παράδώσου. Τον είδα σου λέω!

Μ’εμπιστεύτηκες. Παραδόθηκες. Έφυγες!

Στο καλό άνθρωπέ μου.

…Μοναδικοί ήχοι στο κολαστήριο αριθμός 12, το “φςςςς” του οξυγόνου!