Ένας από τους δολοφόνους, κρατούσε το φέρετρο στην κηδεία – Υπόθεση Μαρσελίνο: Η απαγωγή, που οδήγησε στην άγρια δολοφονία του 17χρονου ποδοσφαιριστή (Εικόνες & Βίντεο)

Τον αποκαλούσαν «Μαραντόνα» στην Αγία Βαρβάρα Αττικής. Η ιστορία του 17χρονου ποδοσφαιριστή, το άστρο του οποίου έσβησε νωρίς, αφού δολοφονήθηκε από φίλους και συγγενείς του.

Ένα αστέρι γεννιέται
Ο Μαρσελίνο, κατά κόσμον Γιάννης Τσατσανής ήταν ένα τσιγγανόπουλο που γεννήθηκε στην Αγία Βαρβάρα στο Αιγάλεω, γόνος ευκατάστατης οικογένειας, καθώς ο πατέρας του Γιώργος ήταν εισαγωγέας ηλεκτρονικών ειδών, ιδιαίτερα γνωστος στον τομέα του εμπορίου.


Ο Μαρσελίνο με τη φανέλα του ”Κεραυνού” Αγίας Βαρβάρας

Ο μικρός από νωρίς άρχισε να ξεχωρίζει από τα υπόλοιπα παιδιά της ηλικίας του, αφού το ταλέντο του στο ποδόσφαιρο φάνηκε από μικρή ηλικία. Ήταν ποδοσφαιριστής στον ”Κεραυνό” Αγίας Βαρβάρας και οι φίλαθλοι τον φώναζαν «Μαραντόνα», μιας και εκείνη την εποχή μεσουρανούσε ο Αργεντινός άσσος.

Η απαγωγή
Ήταν απόγευμα της Κυριακής 18 Μαρτίου 1990, όταν ο Μαρσελίνο απολάμβανε τον καφέ του στην καφετέρια «Τροπικάνα». Εκεί ήρθαν και τον βρήκαν οι κολλητοί του, Κώστας Σπινιάρης και Δημήτρης Αγαπητός. Τον ενημέρωσαν ότι γνώριζαν ποιοι είχαν κλέψει το ραδιοκασετόφωνο από το αυτοκίνητό του και με αυτή την πρόφαση πήγαν όλοι μαζί να βρουν τους κλέφτες.

Καθοδόν άλλαξαν αυτοκίνητα στη Νίκαια και στη συνέχεια πήγαν να βρουν το κλεμμένο ραδιοκασετόφωνο στο Σχιστό. Στα Πυροβολεία τους περίμεναν ο Σταμάτης Γρυπαίος, ο Δημήτρης Σκαφτούρος και ο Γιάννης Λαζάρου.

Εκεί, μόλις ο Μαρσελίνο βγήκε από το αυτοκίνητο, τα τρία αγόρια όρμηξαν πάνω του, ρίχνοντας μια πιστολιά στον αέρα. Ο Σπινιάρης και ο Αγαπητός προσποιήθηκαν ότι φοβήθηκαν και τράπηκαν σε φυγή.

Αφού απήγαγαν τον Μαρσελίνο, οι τρεις τους κατέφυγαν στο σπίτι έτερου φίλου, του Γιάννη Πετράκη στο Χαϊδάρι, όπου εκεί βρισκόταν και η επίσης φίλη Θεοφανία Μεσμερλή.
Από εκείνη την ημέρα, ο Μαρσελίνο δεν επέστρεψε ξανά στο σπίτι του.. Τον κρατούσαν όμηρο, δεμένο με κουκούλα και χειροπέδες.

Η καταγγελία εξαφάνισης – Το θέατρο των φίλων και συγγενών
Η οικογένεια του Μαρσελίνο, ανησυχώντας που εκείνος δεν επέστρεψε το βράδυ στο σπίτι, άρχισε να τον αναζητά.

Δυο μέρες μετά την εξαφάνιση του 17χρονου ο πατέρας του θα δεχτεί ένα τηλεφώνημα. Ο απαγωγέας μιλούσε με ιταλική προφορά, σκόπιμα για να μην αναγνωριστεί και ενημέρωνε τον πατέρα για την απαγωγή του Μαρσελίνο.


Ο Μαρσελίνο

Ακολούθησαν κι άλλα τηλεφωνήματα. Τα λύτρα… 150 εκατομμύρια δρχ.! Ο πατέρας σε κάποιο από τα τηλεφωνήματα μίλησε και με τον γιο του, ο οποίος φοβισμένος του ζήτησε να «τα βρει μαζί τους, γιατί θα τον σκοτώσουν». Αργότερα αποκαλύφθηκε ότι οι απαγωγείς χρησιμοποιούσαν μια γραμμένη κασέτα με τη φωνή του Μαρσελίνο, για να στέλνουν μηνύματα στον πατέρα του. Ποτέ όμως δεν υπήρξε ζωντανή επικοινωνία.

Ο πατέρας του 17χρονου θα κάνει τα πάντα προκειμένου να μαζέψει τα χρήματα. Μέχρι την 21η Απριλίου κατάφερε να συγκεντρώσει το ποσό των 50 εκατομμυρίων. Στο ραντεβού με τους απαγωγείς, εκείνοι δεν ήρθαν ποτέ. Είχαν καταλάβει πως είχε εμπλακεί και η αστυνομία κι έτσι δεν εμφανίστηκαν. «Εσύ πολύ µιλάς» είπαν στον πατέρα, αφού τον έστησαν στο ραντεβού. Η αγωνία για τους οικείους μεγαλώνει..

Το αποτρόπαιο έγκλημα
Ο Μαρσελίνο δολοφονήθηκε από τους δράστες μόλις λίγες μέρες μετά την απαγωγή του.
Υπέθεσαν ότι ο 17χρονος είχε αναγνωρίσει τον Σπινάρη και τον Αγαπητό, που ήταν φίλοι του, γεγονός το οποίο, σε συνδυασμό με το ότι ο πατέρας του 17χρονου δεν είχε συγκεντρώσει το ποσό, δυσκόλευε τα πράγματα.

Έτσι, ένα βράδυ, βάζουν τον Μαρσελίνο σε ένα αμάξι και τον μεταφέρουν στα Σκούρτα Βοιωτίας. Εκεί, αλλάζουν όχημα και μεταφέρουν τον 17χρονο σε ένα μαντρί στο Κάτω Πηγάδι Σκούρτων.

Εκεί ο Αγαπητός, ο Σπινάρης και ο Γρυπαίος οδηγούν τον 17χρονο μέσα στο μαντρί, όπου είχαν σκάψει ένα λάκκο με βάθος πάνω από μισό μέτρο.

Ο Αγαπητός και ο Σπινάρης, παιδικοί φίλοι του 17χρονου και συμπαίκτες του στον Κεραυνό διστάζουν να τραβήξουν τη σκανδάλη. Ο Γρυπαίος αποδεικνύεται πιο θαρραλέος. Παίρνει το περίστροφο και σκοτώνει τον Μαρσελίνο με δυο σφαίρες. Μία στον αυχένα και μία στην καρδιά.

Η συνέχεια.. απίστευτη. Επιστρέφουν στην Αθήνα, σα να μην έχει συμβεί τίποτα και συνεχίζουν να τηλεφωνούν στον πατέρα του 17χρονου ζητώντας λύτρα.

Η φρικιαστική αποκάλυψή του εγκλήματος και των δραστών
Τρίτη 19 Ιουνίου. Ο κτηνοτρόφος Χρήστος Αγαθής πηγαίνει ως συνήθως στο μαντρί του, όμως την προσοχή του αποσπά ένας έντονος σκυλοκαβγάς. Πλησιάζει να δει τι συμβαίνει και προσέχει ότι τα σκυλιά έχουν τραβήξει ένα μισοσκισμένο μπουφάν.

Το θέαμα μπροστά του φρικιαστικό.. Ένα πτώμα σε προχωρημένη αποσύνθεση, καθώς είχε θαφτεί σε κοπριά, ενώ το κεφάλι βρέθηκε 50 μέτρα μακριά… Στο τόπο βρέθηκαν, επίσης κάποια προσωπικά αντικείμενα. Έντρομος ειδοποιεί την Αστυνομία.

Ήταν ο Μαρσελίνο. Το πτώμα του 17χρονου αναγνωρίστηκε επισήμως την επομένη μέρα, όπως ειπώθηκε, από μια χρυσή αλυσίδα που φορούσε στο λαιμό και τα κλειδιά του.

Η οικογένεια βρίσκεται αντιμέτωπη με τη χειρότερη αλήθεια. Το παιδί τους είναι νεκρό! Και το χειρότερο.. Οι δολοφόνοι του ήταν αδελφικοί του φίλοι και στενοί συγγενείς.

Στην κηδεία του 17χρονου ένας από αυτούς σήκωσε το φέρετρο στον ώμο, ένας άλλος ρωτούσε παντού για να ανακαλύψει τον 17χρονο, όταν είχε εξαφανιστεί και ένας τρίτος συμπαραστεκόταν στους γονείς του θύματος και καταριόταν τους δράστες.

Ο 19χρονος ξάδελφός του, Βασίλης Βασιλείου (ή «Τζίνο») είχε, λέει, το ρόλο «κατασκόπου», καθώς ενημέρωνε τους υπόλοιπους για τις κινήσεις του 17χρονου και του πατέρα του, καθώς και για τα περιουσιακά στοιχεία.

Η δίκη και η ”βεντέτα”
Τον Δεκέμβριο του 1991 ξεκινά η δίκη στο Κακουργιοδικείο Αθηνών. Κατά τη σύλληψή ενός εκ των δραστών, συγκεκριμένα του Κώστα Σπινάρη, εκείνος δέχθηκε πυροβολισμούς μέσα στο αυτοκίνητο της Ασφάλειας, που τον μετέφερε και τραυματίστηκε, ενώ κατά τη διάρκεια της δίκης, συγγενείς και φίλοι επιτέθηκαν πολλές φορές στους κατηγορούμενους.


Οι κατηγορούμενοι στην αίθουσα του δικαστηρίου

Ο πατέρας του 17χρονου είχε πει πολλές φορές πως δε θέλει εκδίκηση για το θάνατο του παιδιού του, ούτε κάποιου είδους ”βεντέτα”, γιατί όπως και να’ χει, το παιδί του είναι νεκρό και αυτό δεν είναι κάτι που αλλάζει.

Η απόφαση του δικαστηρίου
Την Πέμπτη 19 Δεκεμβρίου, το δικαστήριο έκρινε ένοχους τους 8 κατηγορούμενους.

Στον Σταμάτη Γρυπαίο, ο οποίος τράβηξε τη σκανδάλη, επιβλήθηκε η ποινή δις ισόβια, με επιπλέον 18 χρόνια κάθειρξη. Στον Δημήτρη Αγαπητό, δις ισόβια, με επιπλέον 17 χρόνια κάθειρξη και στον Κώστα Σπινάρη, που ήταν κολλητός του Μαρσελίνο, επίσης δις ισόβια, με επιπλέον 25 χρόνια κάθειρξη.


Ο πατέρας του 17χρονου, Γιώργος Τσατσανής

Ο Σπινάρης το Νοέμβριο του 2005 βγήκε με πενθήμερη άδεια από τις Φυλακές Αλικαρνασσού και δεν επέστρεψε ποτέ. Τον Μάρτιο του 2006 συνελήφθη στην Τουρκία για διακίνηση ναρκωτικών. Είχε καταφύγει εκεί προκειμένου να βρει καταφύγιο για να γλιτώσει από τον κίνδυνο της βεντέτας. Εκεί, οι Αρχές του επέβαλαν ποινή κάθειρξης 12 ετών και 6 μηνών για την υπόθεση ναρκωτικών. Στην Τουρκία ολοκλήρωσε μεγάλο μέρος της ποινής του και εκδόθηκε στην Ελλάδα από τις αρχές της Τουρκίας, κατόπιν αιτήματος των ελληνικών Δικαστικών Αρχών, το 2015, καθώς είχει καταδικαστεί σε ποινή κάθειρξης δις ισόβια και κάθειρξη 25 ετών για ηθική αυτουργία στην ανθρωποκτονία «Μαρσελίνο» και για παραβάσεις περί ναρκωτικών.

Στους υπόλοιπους επιβλήθηκε ποινή κάθειρξης 10- 15 χρόνια.


Αντιδράσεις από τους συγγενείς του 17χρονου κατά τη διάρκεια της δίκης

Η δίκη για τον Δημήτρη Σκαφτούρο, τον «εγκέφαλο» είχε διαχωριστεί, γιατί είχε δραπετεύσει προτού συλληφθεί. Διέφυγε στο εξωτερικό και συνελήφθη σε συνεργασία με το FBI στη Νέα Υόρκη στις 29 Μαίου του 2008, δηλαδή 18 χρόνια μετά το έγκλημα και 2 χρόνια προτού παραγραφεί το αδίκημα.

Αρχές του 1999, εκδικάστηκε η έφεσή που είχαν υποβάλει οι ισοβίτες Γρυπαίος και Αγαπητός. Η ποινές και των δύο δεν άλλαξαν. Σε όσους είχε επιβληθεί ποινή κάθειρξης 10-15 χρόνια, η δίκη στο Εφετείο τους βρήκε αποφυλακισμένους.

Θλιβερή πρωτιά
Η υπόθεση Mαρσελίνο κατεγράφη ως η πρώτη απαγωγή για λύτρα στην ιστορία της ελληνικής εγκληματολογίας.

——

Με πληροφορίες από: sport24.gr, pronews.gr, huffingtonpost.gr, kathimerini.gr, το βιβλίο του Πάνου Σόμπολου: «Τα εγκλήματα που συγκλόνισαν την Ελλάδα, όπως τα έζησα»