Έρευνα ΕΥ: Οι αυξανόμενες απαιτήσεις αειφορίας και βιώσιμης ανάπτυξης ασκούν πίεση στα νομικά τμήματα των επιχειρήσεων

  • Μελέτη από EY Law και Νομικής Σχολής του Χάρβαρντ (Harvard Law School) διαπιστώνει ότι οι Επικεφαλής των Νομικών Διευθύνσεων πιστεύουν ότι οι ηγέτες των επιχειρήσεων δεν εκτιμούν πλήρως τους κινδύνους από τις απαιτήσεις αειφορίας και βιώσιμης ανάπτυξης
  • Οι Νομικές Διευθύνσεις ανησυχούν περισσότερο για τους κινδύνους φήμης που συνδέονται με την αειφόρο ανάπτυξη, αλλά εξακολουθούν να επικεντρώνονται περισσότερο στη συμμόρφωση
  • Μεγαλύτερη πρόκληση η διαχείριση κινδύνων χωρίς σαφή καθοδήγηση από τις ρυθμιστικές αρχές

Τα νομικά τμήματα σε όλο τον κόσμο αντιμετωπίζουν ένα αυξανόμενο κύμα κινδύνων που σχετίζονται με τη βιώσιμη, αειφόρο ανάπτυξη , ωστόσο πιστεύουν ότι οι ηγεσίες των επιχειρήσεων δεν κατανοούν πλήρως τις συνέπειες και ζητούν πρόσθετους πόρους για την αποτελεσματική διαχείριση τους, σύμφωνα με μια νέα μελέτη από την EY Law και το Harvard Law School Center on the Legal Profession.

Η έρευνα  2022 General Counsel Sustainability Study διερευνά αυτά τα ζητήματα καταγράφοντας τις απόψεις 1.000 Διευθυντών Νομικών Τμημάτων και επικεφαλής νομικών διευθύνσεων (chief legal officers) από 20 χώρες σε όλο τον κόσμο, σε συνδυασμό με περισσότερες από δώδεκα εις βάθος συνεντεύξεις με κορυφαίους Νομικούς Διευθυντές.

Τα ευρήματα αποκαλύπτουν ότι μόνο το 15% των ερωτηθέντων Νομικών Διευθυντών πιστεύουν ότι οι επικεφαλής των επιχειρήσεών τους αντιλαμβάνονται πραγματικά τους κινδύνους για τους οργανισμούς τους σχετικά με περιβαλλοντικά ζητήματα, συμπεριλαμβανομένης της κλιματικής αλλαγής και των εκπομπών άνθρακα, ενώ μόλις το 39% εκτιμούν ότι οι ηγέτες αντιλαμβάνονται τους κινδύνους που σχετίζονται με κοινωνικά ζητήματα, συμπεριλαμβανομένης της διαφορετικότητας, της ευημερίας και της ασφάλειας των εργαζομένων. Επιπλέον, η μελέτη δείχνει ότι μόλις το 22% των ερωτηθέντων Νομικών Διευθυντών πιστεύουν ότι οι περιβαλλοντικοί στόχοι των οργανισμών για τους οποίους εργάζονται έχουν καθοριστεί με σαφήνεια.

Οι κίνδυνοι φήμης αποτελούν αυξανόμενη προτεραιότητα, αλλά η εστίαση παραμένει στη συμμόρφωση

Ένα ακόμη ζήτημα που αναδεικνύεται από τη μελέτη είναι ότι οι Διευθυντές Νομικών Τμημάτων φαίνεται να επικεντρώνονται σε ζητήματα συμμόρφωσης και δικαστικών διαδικασιών που σχετίζονται με τη βιώσιμη ανάπτυξη, παρότι  θεωρούν ότι οι μεγαλύτεροι κίνδυνοι σχετίζονται με τη φήμη και την εμπορική επωνυμία (brand) της επιχείρησης. Αυτό οφείλεται εν μέρει στο γεγονός ότι το 77% των ερωτηθέντων Διευθυντών Νομικών Τμημάτων αισθάνονται μεγαλύτερη πίεση από τους επενδυτές και τις ρυθμιστικές αρχές παρά από τα άλλα ενδιαφερόμενα μέρη.

Όταν ρωτήθηκαν για τους πιο έντονους κινδύνους που αντιμετωπίζουν οι οργανισμοί τους, οι Διευθυντές Νομικών Τμημάτων επεσήμαναν τις ανησυχίες για απώλεια πελατών ή ζημιά στην επωνυμία που προκύπτει από κακές εργασιακές ή περιβαλλοντικές πρακτικές (77%), ενώ ανησυχούσαν πολύ λιγότερο για τα προβλήματα στις επενδύσεις (60%) ή τη συμμόρφωση με τους νέους κανονισμούς (59%).

Η ασάφεια δημιουργεί προκλήσεις

Η έρευνα εξέτασε επίσης τις διάφορες προκλήσεις που αντιμετωπίζουν τα νομικά τμήματα. Μακράν, η μεγαλύτερη πρόκληση στο μυαλό των ερωτηθέντων είναι η διαχείριση κινδύνων σε περιπτώσεις όπου δεν έχουν σαφείς οδηγίες από τις ρυθμιστικές αρχές. Το 92% των νομικών τμημάτων που συμμετείχαν στην έρευνα δήλωσαν ότι συναντούν προκλήσεις κατά τη δημιουργία πολιτικών για την αντιμετώπιση κοινωνικών ζητημάτων, όπου δεν υπάρχουν σαφείς κανονισμοί, ενώ το 90% εξέφρασαν την ίδια άποψη σε σχέση με περιβαλλοντικά ζητήματα.

Αυξανόμενος φόρτος εργασίας, περιορισμένοι πόροι

Καθώς το φάσμα των κινδύνων που συνδέονται με θέματα περιβάλλοντος, κοινωνίας και διακυβέρνησης (ESG) διευρύνεται, και οι επιχειρήσεις επεκτείνουν την προσοχή (εστίασή) τους για να τους αντιμετωπίσουν, σχεδόν το σύνολο των ερωτηθέντων Διευθυντών Νομικών Τμημάτων (99%) αναμένουν απότομη αύξηση του όγκου εργασίας, ενώ τρέφουν επίσης ανησυχίες για πώς να διαχειριστούν αυτή την αναμενόμενη αύξηση. Το 96% αναφέρουν ότι τα νομικά τους τμήματα απαιτούν πρόσθετη τεχνογνωσία για τη διαχείριση ζητημάτων βιωσιμότητας, ενώ το 94% δηλώνουν ότι δεν διαθέτουν τα κεφάλαια που χρειάζονται για να διαχειριστούν τα ζητήματα βιωσιμότητας του οργανισμού τους.

Η έρευνα εξετάζει πώς τα νομικά τμήματα σχεδιάζουν να διαχειριστούν αυτόν τον αυξανόμενο φόρτο εργασίας. Σύμφωνα με την έρευνα, το 20% σκοπεύουν να ακολουθήσουν μια προσέγγιση «εσωτερικής αντιμετώπισης» (insourcing), η οποία επικεντρώνεται στην πρόσληψη νέων ατόμων ή στην ανακατανομή υπαρχόντων ταλέντων. Ένα επιπλέον 46% σκοπεύουν να ακολουθήσουν μια στρατηγική «εισαγωγής και βελτιστοποίησης» (insource and optimize), η οποία συνδυάζει την πρόσληψη και την ανακατανομή με βελτιωμένη τεχνολογία. Τέλος, το 34% εξετάζουν ένα «μικτό σχήμα» (mixed sourcing), το οποίο συνδυάζει εσωτερικούς πόρους με υποστήριξη από εναλλακτικούς παρόχους νομικών υπηρεσιών.

Η συνεργασία σε άνοδο

Ωστόσο, υπάρχουν σαφείς ενδείξεις ότι οι οργανισμοί λαμβάνουν μέτρα για να ενισχύσουν την ικανότητά τους να χειρίζονται τους κινδύνους ESG, και ένας βασικός δείκτης είναι ο βαθμός στον οποίο τα νομικά τμήματα συνεργάζονται με άλλους τομείς της επιχείρησης. Η έρευνα αποκαλύπτει ότι το 61% των νομικών τμημάτων σχεδιάζουν να αυξήσουν τη συνεργασία με άλλα τμήματα της επιχείρησης, συμπεριλαμβανομένων των οικονομικών, του ανθρώπινου δυναμικού και των λειτουργιών, τα επόμενα τρία χρόνια.

Σχολιάζοντας τα ευρήματα της μελέτης, ο Χαράλαμπος Προύντζος, Επικεφαλής Νομικών Υπηρεσιών ΕΥ για την περιφέρεια Κεντρικής, Ανατολικής και Νοτιοανατολικής Ευρώπης & Κεντρικής Ασίας (CESA) και Διευθύνων Συνέταιρος, Προύντζος & Προύντζος ΔΕΠΕ | EY Law, δήλωσε: «Τα θέματα ESG βρίσκονται πλέον στον πυρήνα της ατζέντας των εταιρειών. Σε αυτό το νέο τοπίο, τα νομικά τμήματα διαδραματίζουν βασικό ρόλο, καθώς διαθέτουν έναν πολύτιμο συνδυασμό σχετικών δεξιοτήτων και βρίσκονται σε στενή επαφή με όλους τους επιχειρησιακούς τομείς που πρέπει να συμμετέχουν στη λήψη αποφάσεων για αυτά τα ζητήματα. Ως εκ τούτου, θα πρέπει να επικεντρωθούν περισσότερο σε ζητήματα βιώσιμης ανάπτυξης και αειφορίας, προσεγγίζοντάς τα από την άποψη της συμμόρφωσης αλλά και σε σχέση με τους κινδύνους για την φήμη και την επωνυμία της επιχείρησης. Ταυτόχρονα, το ρυθμιστικό περιβάλλον θα πρέπει να γίνει πιο σαφές, ώστε να υιοθετηθούν οι κατάλληλες πολιτικές».

Για να μάθετε περισσότερα για την έρευνα 2022 General Counsel Sustainability Study, επισκεφτείτε το ey.com/law.