Για ένα εξανθρωπισμό του θανάτου

 

Του Μάριου Δημητρίου

Για ένα εξανθρωπισμό του θανάτου, μίλησε το βράδυ της 10ης Νοεμβρίου 2017, ο Δρ. Θεόδωρος Κυπριανού, Διευθυντής της Κλινικής Εντατικής Θεραπείας στο Γενικό Νοσοκομείο Λευκωσίας, Αναπληρωτής Καθηγητής Ιατρικής Πανεπιστημίου Λευκωσίας, στην τελευταία εκδήλωση της τελευταίας μέρας, της πολύ επιτυχημένης Εβδομάδας Ευαισθητοποίησης για τη Βιοηθική, Ιατρική Δεοντολογία και Επιστημονική Ευθύνη. Τίτλος της ομιλίας του, «Η ιδρυματοποίηση του θανάτου στην εποχή της 4ης βιομηχανικής επανάστασης. Η περίπτωση των Μονάδων Εντατικής Θεραπείας». Είπε ότι «το θέμα της ιδρυματοποίησης του θανάτου στη σύγχρονη εποχή, είναι πολύ σημαντικό στη δική μας αντίληψη, με την εμπειρία των χίλιων περίπου οικογενειών το χρόνο, που περνούν από την Εντατική, εκ των οποίων οι διακόσιες περίπου χάνουν τον άνθρωπό τους (ένα ποσοστό περίπου 20%)». Πρόσθεσε ότι «η σύγχρονη εποχή, όχι τυχαία έχει χαρακτηρισθεί εποχή της 4ης βιομηχανικής επανάστασης, γιατί έχει κύριο χαρακτηριστικό, την απώλεια των κοινωνικών κατακτήσεων του ανθρώπου των προηγούμενων 50 ετών και την απώλεια κυρίως, των εργασιακών του συνθηκών, με αποτέλεσμα τα βάρη να είναι διασπασμένα και η απασχόληση να είναι τέτοια, που να μην επιτρέπει στον άνθρωπο να ασχοληθεί με οικογενειακά και κοινωνικά ζητήματα, όπως θα ήθελε. Το δεύτερο χαρακτηριστικό αυτής της εποχής, είναι η εκτεταμένη χρήση της τεχνολογίας της πληροφορικής, με τέτοιο τρόπο που ο άνθρωπος απορροφάται στο διαδίκτυο, στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης και  αποδομείται το πλέγμα των κοινωνικών σχέσεων που στήριζε τη ζωή, τις οικογένειες και την κοινωνία μέχρι σήμερα. Το τρίτο χαρακτηριστικό της 4ης Βιομηχανικής Επανάστασης είναι η άνευ προηγουμένου κατάργηση των ορίων των διαφόρων επιστημών, με αποτέλεσμα να δημιουργούνται βιοηθικά διλήμματα, πάρα πολύ σοβαρά».

Ο γιατρός μοιράστηκε με τους ακροατές του, «δυο μικρές ιστορίες από την εμπειρία μας στην Εντατική». Πρόσθεσε ότι «η πρώτη αφορά ένα κοριτσάκι από τη Ρουμανία 8 ετών, που ενεπλάκη σε τροχαίο δυστύχημα και είχε την ατυχία να είναι στην Κύπρο, μόνο με τη μητέρα της, η οποία σκοτώθηκε στο ίδιο ατύχημα. Το κοριτσάκι υπέστη μια βαρύτατη κρανιοεγκεφαλική κάκωση, το έφεραν στην Εντατική και ήταν σαφές ότι θα ζούσε μόνο λίγες ώρες. Η μαρτυρία μας, αφορά τον τρόπο με τον οποίο το νοσηλευτικό προσωπικό της Μονάδας έμεινε κοντά της και της κρατούσε το χέρι εκ περιτροπής, μέχρι να ξεψυχήσει λίγες ώρες αργότερα, αφού δεν είχε κανένα δίπλα της και κανένα να την κλάψει. Ήταν πραγματικά μια συγκλονιστική εμπειρία, η οποία δείχνει ότι αυτό που έχει σημασία, είναι η ανθρώπινη προσέγγιση και η διάθεσή μας να προσφέρουμε, πέρα από αυτό που είμαστε υποχρεωμένοι να κάνουμε. Η δεύτερη ιστορία, αφορά μια οικογένεια, τα μέλη της οποίας, θέλησαν και πήραν στο χωριό μαζί τους, τον πατέρα τους, ο οποίος ήταν στην Εντατική, στα τελευταία στάδια. Εμείς είχαμε πει ότι δεν υπήρχε δυνατότητα να ζήσει αυτός ο άνθρωπος, γιατί τα όργανά του, ήταν κατεστραμμένα. Τους βοηθήσαμε να λύσουν τα προβλήματά τους, με την υπηρεσία της κοινοτικής νοσηλευτικής και ο άνθρωπος αυτός, πέθανε στην οικογένειά του και στο σπίτι του, γιατί αυτό ήθελε ο ίδιος – το είχε πει κατηγορηματικά και η οικογένειά του, το σεβάστηκε. Με αυτές τις δύο μικρές ιστορίες, ήθελα να ξεκινήσω τη θέαση του προβλήματος, δηλαδή το ρόλο των Μονάδων Εντατικής Θεραπείας, τον θάνατο ως κοινωνικό και πολιτισμικό γεγονός, τη διαχείριση του βαριά πάσχοντα – του θνήσκοντα, αν θέλετε, τις πρακτικές που εφαρμόζονται στις Εντατικές στο τέλος της ζωής και τη συμπόνεση, ως ήθος φροντίδας. Αυτό το ήθος, εμείς ιδιαιτέρως, πατώντας πάνω στον ελληνικό και τον χριστιανικό πολιτισμό, πρέπει να το αναπτύξουμε και να το μετατρέψουμε σε ένα μοντέλο παροχής, το οποίο θα μπορούσε να βοηθήσει και να εξαχθεί και στο εξωτερικό». Ο Δρ. Κυπριανού παρέθεσε στοιχεία, που δείχνουν όπως είπε, ότι «ο θάνατος είναι ένα φαινόμενο που ελέγχεται στις Μονάδες Εντατικής Θεραπείας και ότι η θνητότητα, μέχρι ένα βαθμό μπορεί να προληφθεί. Όμως ανεξάρτητα από αυτό, κάποιοι θα πεθάνουν. Και το ερώτημα είναι, πώς; – και αναφέρομαι όχι στον εγκεφαλικό θάνατο, αλλά σε ανθρώπους που συντηρούνται με τα μέσα που έχουμε, για ένα χρονικό διάστημα. Στην Εντατική, εμείς βλέπουμε τα πράγματα από μέσα, όπου γίνεται πόλεμος να κερδηθεί η ζωή του αρρώστου. Όμως έξω από την Εντατική, γίνεται ένας άλλος πόλεμος, εξίσου σημαντικός με αυτόν που διαδραματίζεται μέσα και θα πρέπει ο άνθρωπος να έχει πρόσβαση στην πληροφορία και τις ορολογίες. Το κέντρο βάρους, είναι ο ασθενής μας ως πρόσωπο. Ποιος είναι; Μήπως είναι απλώς το κρεβάτι 10; Θα πρέπει να αναρωτηθούμε για τις αξίες του, το χαρακτήρα του, τα πιστεύω του και βεβαίως τα δεδομένα της υγείας του. Σε πολλές Μονάδες σήμερα, συνιστάται να μπαίνουν πολλές οικογενειακές φωτογραφίες, δίπλα από τον άρρωστο, για να θυμόμαστε όλοι ότι αυτός που ξαπλώνει γυμνός και ανυπεράσπιστος, κάτω από τα μόνιτορς, είχε μερικές μέρες πριν,  οικογένεια, αξιοπρέπεια, αξίες και πεποιθήσεις. Η ανακουφιστική φροντίδα προς αυτό τον άρρωστο, θα πρέπει να επιβεβαιώνει τη ζωή και να θεωρεί το θάνατο μια φυσιολογική διαδικασία και δεν αποσκοπεί αυτή η φροντίδα, ούτε στην επίσπευση του θανάτου, ούτε στην αναβολή του θανάτου. Η ιατρική, δεν παρέχεται για να καθυστερεί τη διαδικασία του θανάτου. Αυτό που πρέπει να μας απασχολήσει και θα ήθελα να περάσω σαν μήνυμα σήμερα, είναι ότι η διαχείριση του θανάτου στην εποχή μας, έχει ξεφύγει από τον άνθρωπο και χρειάζεται μια επανεξανθρώπιση του θανάτου, σε σχέση με τις υπηρεσίες που προσφέρουμε ως κοινωνία, ως νοσοκομεία και ως επαγγελματίες υγείας. Η ψυχολογική υποστήριξη, όπως προσφέρεται στη δική μας Εντατική, είναι μοντέλο όπου ο ψυχολόγος, είναι μέρος της πολυθεματικής ομάδας, ενημερώνεται καθημερινά για την πορεία των αρρώστων, κάνει παρεμβάσεις που βασίζονται στην καθημερινή ενημέρωση από τους γιατρούς και είναι έξω συνεχώς, με τις οικογένειες. Η εμπειρία μας, δείχνει ότι σιγά σιγά με το χρόνο, η χρήση αυτών των ψυχολογικών υπηρεσιών, αποκαθίσταται. Αν ο συγγενής, αποφασίσει να  πάρει τον άρρωστο στο σπίτι για να πεθάνει, μπορεί να παρακολουθείται από το νοσοκομείο εκ του μακρόθεν, μέσω συσκευών και προγραμμάτων και αναμένουμε χρηματοδότηση για πρόσθετα προγράμματα. Το μεγάλο ερώτημα όλων των δυτικών κοινωνικών και του ΓΕΣΥ, είναι κατά πόσο μπορεί η συμπονετική φροντίδα της τεχνολογίας, να είναι αποδοτική. Πρέπει να προβληματιστούμε πολύ, διότι στόχος μας, είναι από τη μια να θεραπεύουμε, αλλά από την άλλη θα πρέπει να προσφέρουμε φροντίδα. Και τα δύο είναι εξίσου σημαντικά για τον άρρωστο και θα πρέπει να μπουν σε ένα συγκεκριμένο πλαίσιο και να μην παραμείνουν ευχολόγια». Ο Δρ. Θεόδωρος Κυπριανού, τέλειωσε την παρέμβασή του, με μια φράση του Μαχάτμα Γκάντι, ότι «για να βρεις τον εαυτό σου, πρέπει να χαθείς στην υπηρεσία του άλλου». «Αυτό», είπε, «είναι πάντα το μότο όλων των επαγγελματιών υγείας».

Αμέσως μετά το τέλος της ομιλίας του, ζήτησε και πήρε το λόγο μια κυρία από το ακροατήριο, η Μαρούλα Θεοδοσιάδου, την οποία ο Κωνσταντίνος Φελλάς, σύστησε στους παρευρισκόμενους, ως την «αγαπημένη νονά του». Η κυρία Θεοδοσιάδου, μεγαλοφώνως συγχάρηκε τον Δρα Κυπριανού και πρόσθεσε εμφαντικά ότι «ο γιατρός με έχει πείσει να διαλέξω την Εντατική για να πεθάνω»(!). Τα επόμενα λεπτά, που συνέπεσαν με ένα μικρό  διάλειμμα, είχα μια μικρή συνομιλία με την Μαρούλα Θεοδοσιάδου, διαπιστώνοντας ότι τo όνομα της, έχει ταυτιστεί με το Νηπιαγωγείο –Παιδικό Σταθμό «Μάνα» στην Παλλουριώτισσα, όπου ήταν Διευθύντρια για 30 χρόνια, ενώ έχει συνδεθεί με την προδημοτική εκπαίδευση της Κύπρου γενικότερα. Είναι βραβευμένη λογοτέχνης, μέλος της Ένωσης Λογοτεχνών Κύπρου και του Κυπριακού Συνδέσμου Παιδικού και Νεανικού Βιβλίου. «Ήταν τόσο ωραία η ομιλία του γιατρού», μου είπε. «Εγώ είμαι 86 χρόνων, είμαι εξοικειωμένη με το θάνατο, δεν τον φοβάμαι, νιώθω υπερπλήρης, έζησα όμορφη ζωή και προσπαθώ να κάνω πάντα το καλό. Όταν πέθανε ο σύζυγος μου πριν 4 χρόνια,  μου είπαν τα παιδιά μου να έρθουν τη νύχτα να μείνουν μαζί μου, να μην είμαι μόνη. Τους είπα όχι, γιατί δεν είχα τίποτα να φοβηθώ. Όταν είσαι ήρεμος άνθρωπος και κάνεις το καλό εκεί που μπορείς και δεν έβλαψες κανένα, γιατί να φοβηθείς; Δεν υπήρξα πλούσια, ούτε με ενδιαφέρουν τα πλούτη, αλλά έζησα με τα παιδιά μου, μια ευλογημένη ζωή και τώρα έχω και δισέγγονο! Με τον άντρα μου, τον Δώρο Θεοδοσιάδη, ήμασταν μαζί 56 χρόνια. Έφυγε, αλλά νιώθω ότι είναι κοντά μου. Μιλούν κάποιοι για παράδεισο και κόλαση, αλλά εγώ πιστεύω ότι ο παράδεισος και η κόλαση, είναι η ίδια η ζωή μας και πρέπει να χαίρεσαι κάθε λεπτό που ζεις…».

Στιγμιότυπο από τη συνομιλία Μαρούλας Θεοδοσιάδου και Μάριου Δημητρίου.

Φωτό: Στο βήμα ο Δρ. Θεόδωρος Κυπριανού.