Η διαδικτυακή παρενόχληση γυναικών δημοσιογράφων

Μια νέα μορφή εγκλήματος σε βάρος της ελευθερίας της έκφρασης και της έμφυλης ισότητας σε όλο τον κόσμο

ΤΟΥ ΜΑΡΙΟΥ ΔΗΜΗΤΡΙΟΥ

Η καταπολέμηση της διαδικτυακής παρενόχλησης γυναικών δημοσιογράφων σε διάφορες χώρες του κόσμου, ήταν το αντικείμενο Διεθνούς Διάσκεψης που πραγματοποιήθηκε στις 18 Ιουνίου 2019 στα κεντρικά γραφεία της ΟΥΝΕΣΚΟ, οργανωμένης από μέλη της Ομάδας Φίλων για την Ασφάλεια των Δημοσιογράφων σε συνεργασία με τον Τομέα Επικοινωνίας και Πληροφοριών της ΟΥΝΕΣΚΟ. Η εκδήλωση ακολούθησε αποφάσεις της Γενικής Συνέλευσης και της Εκτελεστικής Επιτροπής της ΟΥΝΕΣΚΟ, που κάλεσαν τον Οργανισμό να ενισχύσει και ιεραρχήσει τις δράσεις κατά συγκεκριμένων απειλών για την ασφάλεια των γυναικών δημοσιογράφων, τόσο στο διαδίκτυο όσο και εκτός διαδικτύου. Σύμφωνα με τους οργανωτές, η παρενόχληση στο διαδίκτυο είναι ένα αυξανόμενο και διαδεδομένο πρόβλημα που αντιμετωπίζουν οι γυναίκες δημοσιογράφοι σε όλο τον κόσμο. Αρκετές μελέτες έχουν καταδείξει τη ψυχολογική δυσχέρεια και τον αντίκτυπο των απειλών, της βίας και της κακοποίησης στη δουλειά των γυναικών δημοσιογράφων, που επηρεάζει αρνητικά την ισότητα των φύλων, αλλά και την ελευθερία της έκφρασης και της ποικιλομορφίας στα μέσα ενημέρωσης. Στην εκδήλωση συμμετείχαν περισσότεροι από 200 εκπρόσωποι κρατών μελών της ΟΥΝΕΣΚΟ, δημοσιογράφοι και νομικοί, που διερεύνησαν νέους τρόπους για την ενίσχυση της ασφάλειας των γυναικών δημοσιογράφων. Πραγματοποιήθηκε επίσης εκστρατεία από τα  μέσα κοινωνικής δικτύωσης, που ξεκίνησε με τη χρήση των ετικετών #JournalistsToo και #JournoSafe, με στόχο την ευαισθητοποίηση στο θέμα.

Συλλογή μαρτυριών και η δέσμευση της Αυστρίας

Το συνέδριο άνοιξαν ο Τυνήσιος  Βοηθός Γενικός Διευθυντής Επικοινωνιών και Πληροφοριών της ΟΥΝΕΣΚΟ Moez Chakchouk και η Πρέσβειρα της Αυστρίας στην ΟΥΝΕΣΚΟ Claudia Reinprecht, με τον Chakchouk να υπογραμμίζει τη δέσμευση της ΟΥΝΕΣΚΟ, ως Υπηρεσίας του ΟΗΕ αρμόδιας για το Σχέδιο Δράσης των Ηνωμένων Εθνών για την Ασφάλεια των Δημοσιογράφων και για το Ζήτημα της Ατιμωρησίας, στη δημιουργία ενός περιβάλλοντος ελευθερίας και ασφάλειας για τους δημοσιογράφους και κυρίως για τις γυναίκες δημοσιογράφους, σε όλο τον κόσμο. Ο Moez Chakchouk ανακοίνωσε ότι η ΟΥΝΕΣΚΟ εργάζεται τώρα για τη συλλογή μαρτυριών γυναικών δημοσιογράφων που έχουν δεχτεί απειλές, επιθέσεις ή παρενόχληση κατά την άσκηση της εργασίας τους και που θα δημοσιευθεί μέσα στο 2019 με τον τίτλο «#JournalistsToo». Ο Οργανισμός σχεδιάζει επίσης να ετοιμάσει μια μελέτη σχετικά με αποτελεσματικά μέτρα για την καταπολέμηση της διαδικτυακής παρενόχλησης γυναικών δημοσιογράφων.

Η Πρέσβειρα Reinprecht τόνισε τη σοβαρότητα και τον επείγοντα χαρακτήρα του προβλήματος της παρενόχλησης των γυναικών δημοσιογράφων και την ανάγκη να αντιμετωπιστεί αποτελεσματικά, αφού η κατάχρηση αυτή πνίγει τις φωνές γυναικών εργαζομένων που ήδη υπο-εκπροσωπούνται στα ΜΜΕ. Ζήτησε να γίνει μια βαθιά ανάλυση του ζητήματος και προειδοποίησε για τον αρνητικό αντίκτυπο που έχει η απουσία προοπτικής για τις γυναίκες, στα ελεύθερα και πλουραλιστικά μέσα ενημέρωσης, για τη δημοκρατία, την ισότητα των φύλων και τη βιώσιμη ανάπτυξη γενικότερα. Επανέλαβε την πλήρη δέσμευση της Αυστρίας για την ασφάλεια των δημοσιογράφων, έναν τομέα προτεραιότητας για τη χώρα της, στο έργο της ΟΥΝΕΣΚΟ. Μετά τις εναρκτήριες τοποθετήσεις, ακολούθησαν δύο διαδραστικές συζητήσεις και η ολομέλεια της Διάσκεψης.

Ρατσιστικές επιθέσεις και απειλές

Από το πάνελ της πρώτης συζήτησης για τις επιπτώσεις της διαδικτυακής παρενόχλησης και για τις απόψεις προοπτικές των γυναικών δημοσιογράφων, η Ολλανδή δημοσιογράφος Clarice Gargard μοιράστηκε την προσωπική της εμπειρία, αφού βίωσε πολλές ρατσιστικές επιθέσεις και χιλιάδες απειλές για δολοφονία και βιασμό της, όπως αποκάλυψε. Επέστησε την προσοχή στο γεγονός ότι η παρενόχληση αυτή δεν αφορά μόνο τη δουλειά της, αλλά επίσης και το ποια είναι, και ότι επομένως αντιμετωπίζει παρενόχληση ακόμη και όταν δεν ασχολείται με αμφιλεγόμενα και αμφισβητούμενα θέματα. Επεσήμανε ότι «οι γυναίκες δημοσιογράφοι έχουν συχνά την ιδέα ότι πρέπει να είναι δυνατές για να μην θεωρηθούν αδύναμες» και παρατήρησε ότι «οι γυναίκες δεν θα πρέπει να είναι σκληρές, για να μπορούν να ασκήσουν το επάγγελμά τους». Η Clarice Gargard ομολόγησε ότι «ήταν αρχικά απρόθυμη να μιλήσει για τις απειλές που δέχτηκε, επειδή ήθελε να είναι γνωστή για το έργο της και όχι για την παρενόχληση που είχε». Ωστόσο, πιστεύει τώρα ότι αυτό είναι ένα ζήτημα που πρέπει να συζητηθεί δημόσια, προκειμένου να υπάρξουν επαρκείς απαντήσεις και λύσεις.

Η αυτολογοκρισία της Azizatu Sani

Η Azizatu Sani δημοσιογράφος στον Ομοσπονδιακό Ραδιοφωνικό Οργανισμό της Νιγηρίας, είπε ότι για ένα διάστημα σταμάτησε να σχολιάζει πολιτικά ζητήματα, μετά που δέχτηκε διαδικτυακές απειλές. Παραδέχτηκε ότι μόνο αναδρομικά συνειδητοποίησε τον αντίκτυπο της διαδικτυακής παρενόχλησης στη δουλειά της και σχολίασε ότι η παρενόχληση θα μπορούσε να έχει αποτρεπτικό αντίκτυπο στην επιθυμία της να είναι  δημοσιογράφος. Κατέληξε με ένα τολμηρό μήνυμα, εξηγώντας ότι δεν ανέχεται πλέον την αυτολογοκρισία και δεν αφήνει την αρνητική άποψη ή το μίσος των άλλων να την εμποδίσουν από να κάνει τη δουλειά της όπως η ίδια την αντιλαμβάνεται.

Διαταραχή Μετατραυματικού Στρες…

Η Francine Compton δημοσιογράφος και εκτελεστικός παραγωγός στο Τηλεοπτικό Δίκτυο των Αυτοχθόνων Λαών του Καναδά, ανέφερε δύο παραδείγματα παρενόχλησης που βίωσε στην εργασία της. Η πρώτη υπόθεση αφορά το διαδικτυακό «τρολάρισμα» ενός δημοσιογράφου. Η δεύτερη αφορά μια γυναίκα ρεπόρτερ που αρχικά έλαβε διαδικτυακές απειλές στο email της και στη συνέχεια διαπίστωσε ότι την παρακολουθούσαν, τόσο στη δουλειά της, όσο και στο σπίτι της. Η κοπέλα χρειάστηκε ψυχολογική στήριξη και αντικαταθλιπτικά, ενώ διαγνώστηκε με Διαταραχή Μετατραυματικού Στρες. Το Τηλεοπτικό Δίκτυο τη βοηθά τώρα να προχωρήσει σε δικαστικές αγωγές εναντίον του άντρα που την παρενόχλησε. Κι όμως παρόλη την ταλαιπωρία της, εξέφρασε την αποφασιστικότητα και επιμονή της να ασχολείται με τα ευαίσθητα θέματα που επηρεάζουν την κοινότητά της, έστω κι αν αυτό την εκθέτει στον κίνδυνο να δεχτεί και πάλι απειλές και εκφοβισμό.

Φωνές που δεν θα ακουστούν…

Η Tine Johansen Αντιπρόεδρος της Ένωσης Δημοσιογράφων της Δανίας περίγραψε τις φοβερές συνέπειες της διαδικτυακής παρενόχλησης υπογραμμίζοντας ότι υπάρχουν φωνές που δεν θα ακουστούν, γιατί οι γυναίκες δημοσιογράφοι μπορεί να καταφύγουν στην αυτολογοκρισία. Ανέφερε επίσης ότι, σύμφωνα με μια σχετική έρευνα, τα θέματα της έμφυλης ισότητας είναι ένας από τους κυριότερους λόγους για διαδικτυακή παρενόχληση. Αποκάλυψε την περίπτωση μιας νεαρής εκπαιδευόμενης σε μια εφημερίδα που είχε λάβει πολλές απειλές ότι θα υποστεί σεξουαλική επίθεση και βιασμό και ζήτησε βοήθεια από τον αρχισυντάκτη της, για να πάρει την απάντηση ότι αυτό είναι μέρος της δουλειάς της ως δημοσιογράφος(!). Η Tine Johansen αναφέρθηκε στη σημασία των δικτύων υποστήριξης και του ρόλου των οργανώσεων των μέσων ενημέρωσης και των συνδικάτων των δημοσιογράφων για την παροχή αυτής της υποστήριξης. Όπως υπογράμμισε, «μια επίθεση σε έναν από εμάς, είναι μια επίθεση σε όλους μας» και ανέφερε ότι η επαγγελματική της οργάνωση συζητεί με την Αστυνομία για την αντιμετώπιση του ζητήματος.

Οι εργοδότες και οι freelancers

Οι ομιλητές του πάνελ και τα μέλη του ακροατηρίου συμφώνησαν ότι οι δημοσιογραφικές οργανώσεις πρέπει να στηρίζουν τους δημοσιογράφους και επεσήμαναν την έλλειψη επαρκούς ανταπόκρισης από πολλούς εργοδότες μέχρι στιγμής. Έγινε αναφορά στην ιδιαίτερα ευάλωτη κατάσταση των ελεύθερων επαγγελματιών δημοσιογράφων (freelancers), καθώς δεν ανήκουν σε κάποιο επαγγελματικό οργανισμό και δεν έχουν κοντά τους συναδέλφους στους οποίους να στραφούν για προστασία ή αλληλεγγύη. Οι ομιλητές επικεντρώθηκαν ιδιαίτερα στις ψυχολογικές επιδράσεις της παρενόχλησης, που θα μπορούσαν να οδηγήσουν και σε φυσική ασθένεια, όπως στην περίπτωση της Καναδής δημοσιογράφου.

Η αλληλεγγύη των ανδρών στα ΜΜΕ

Συζητήθηκε γενικότερα ο αντίκτυπος της διαδικτυακής παρενόχλησης στην κοινωνία, καθώς η κοινωνία σήμερα είναι μεν πολυδιάστατη, αλλά το κοινό είναι πιθανόν να λάβει μονοδιάστατη ενημέρωση για τον  εκφοβισμό και την αυτολογοκρισία στην οποία μπορεί μερικές φορές να οδηγήσει η παρενόχληση. Όλοι οι ομιλητές συμφώνησαν ότι υπάρχει επείγουσα ανάγκη να καταβληθούν συντονισμένες προσπάθειες για την ανάπτυξη της αλληλεγγύης μεταξύ των γυναικών δημοσιογράφων, της διοίκησης και των ανδρών συναδέλφων τους στον χώρο εργασίας. Για παράδειγμα, οι άνδρες δημοσιογράφοι θα πρέπει να μιλούν και να παρέχουν υποστήριξη όταν οι γυναίκες συνάδελφοι αντιμετωπίζουν ηλεκτρονική παρενόχληση. Τονίστηκε ότι δεν είναι η πλέον κατάλληλη λύση, να συμβουλεύουν τις γυναίκες δημοσιογράφους να μη χρησιμοποιούν τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης, λαμβάνοντας υπόψη ότι πολλές συζητήσεις διεξάγονται στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης. Οι γυναίκες δημοσιογράφοι δεν μπορούν απλά να απενεργοποιήσουν τον υπολογιστή τους. Αν εργάζονται διαδικτυακά και αν δημοσιεύουν ρεπορτάζ στο διαδίκτυο, αυτό είναι μέρος της ζωής τους και η αποχώρηση από το Διαδίκτυο δεν αποτελεί επιλογή.

Ο Lars Tallert Προϊστάμενος Πολιτικής και Ανάπτυξης του Ινστιτούτου Μέσων Ενημέρωσης Fojo, αναφέρθηκε στην έκθεση του Ινστιτούτου, #journodefender, η οποία όπως είπε, υποδεικνύει τις σημαντικές διαφορές, μεταξύ του πώς οι γυναίκες δημοσιογράφοι αντιμετωπίζονται διαδικτυακά σε σύγκριση με τους άνδρες, όσον αφορά το μίσος και τις απειλές. Επεσήμανε επίσης το Γραφείο Βοήθειας του Fojo για δημοσιογράφους, όπου οι δημοσιογράφοι μπορούν να αποταθούν όταν δεχτούν παρενόχληση.

Ένα σκάνδαλο στη Libération

Το δεύτερο πάνελ ασχολήθηκε με τα πρακτικά και νομικά μέτρα για την αντιμετώπιση της διαδικτυακής παρενόχλησης γυναικών δημοσιογράφων. Ο  Christophe Israël, Εκτελεστικός Διευθυντής Σύνταξης της γαλλικής εφημερίδας  Libération περίγραψε τη διπλή δράση της εφημερίδας στην αποκάλυψη της διαδικτυακής παρενόχλησης των γυναικών και ταυτόχρονα στη συμμετοχή δύο από τους άνδρες δημοσιογράφους του, στο σκάνδαλο. Όπως είπε, η υπόθεση «Ligue du LOL» περιλάμβανε μια κλειστή ομάδα του Facebook, τα μέλη της οποίας χλεύαζαν, εκφόβιζαν και σε ορισμένες περιπτώσεις παρενοχλούσαν άλλους δημοσιογράφους, πολλοί από τους οποίους ήταν   γυναίκες. Αυτό ανάγκασε την εφημερίδα να παραδεχτεί και να αναγνωρίσει με άρθρο της, την έλλειψη επαρκούς προστασίας των γυναικών δημοσιογράφων στα γραφεία της. Όταν δημοσιεύτηκε το άρθρο, οι άνθρωποι της εφημερίδας δεν είχαν ιδέα για τον αριθμό των θυμάτων, για την έκταση και τον βαθμό παρενόχλησης. Μετά από εσωτερική έρευνα αρκετών εβδομάδων, η Libération απέλυσε τους δύο εμπλεκόμενους δημοσιογράφους. Ο  Christophe Israël επιβεβαίωσε ότι πριν προκύψει η συγκεκριμένη περίπτωση, δεν υπήρχαν στην εφημερίδα μηχανισμοί ασφάλειας που θα μπορούσαν να προστατεύσουν τους δημοσιογράφους. Ανέφερε ότι μετά από αυτό η Libération σχεδιάζει να εφαρμόσει δύο μέτρα, ως κατευθυντήριες γραμμές που θα βοηθήσουν τους δημοσιογράφους στον τρόπο με τον οποίο εκφράζονται στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης και θα προσφέρουν στα διευθυντικά στελέχη εκπαιδευτικά σεμινάρια για τις μορφές διαδικτυακής παρενόχλησης και τη δημιουργία ασφαλών χώρων για μαρτυρίες.

Η Guardian και η «κουλτούρα εκφοβισμού»

Αρκετές εφημερίδες σε άλλες χώρες έλαβαν παρόμοιες πρωτοβουλίες, όπως εξήγησε η Gill Phillips, Διευθύντρια Συντακτικών και Νομικών Υπηρεσιών της βρετανικής εφημερίδας  Guardian. Αναγνώρισε επίσης ότι η παρενόχληση των γυναικών δημοσιογράφων στο διαδίκτυο αποτελεί μέρος μιας ευρύτερης «κουλτούρας εκφοβισμού». Το 2016 η εφημερίδα έκανε μια έρευνα με βάση τα σχόλια που δημοσιεύθηκαν σε άρθρα της δικής της ιστοσελίδας και διαπίστωσε ότι 8 από τους 10 δημοσιογράφους που στοχοποιήθηκαν  περισσότερο από σχόλια μίσους, ήταν γυναίκες. Πληροφόρησε επιπλέον ότι η Guardian προσπαθεί να αντιμετωπίσει το θέμα της διαδικτυακής παρενόχλησης δημοσιογράφων μέσω της εσωτερικής κατάρτισης των εργαζομένων. Επιπλέον, είπε, έχουν αναπτυχθεί κατευθυντήριες γραμμές με το Dart Center for Journalism and Trauma και με τα προγράμματα «Staying safe online» και «Dealing with Abuse». Υπάρχουν επίσης προγράμματα για διευθυντικά στελέχη όταν δημοσιογράφοι καταγγέλλουν διαδικτυακή παρενόχληση, όπως και κατευθυντήριες γραμμές των μέσων κοινωνικής δικτύωσης για τους δημοσιογράφους.

Η περίπτωση του Twitter

Η Audrey Herblin-Stoop Επικεφαλής του Τμήματος Δημόσιας Πολιτικής Γαλλίας του Twitter France & Russia υπενθύμισε ότι «η ελευθερία έκφρασης δεν σημαίνει τίποτα αν οι άνθρωποι δεν αισθάνονται ασφαλείς να εκφραστούν», αλλά κατέστησε σαφές ότι «το Twitter δεν μπορεί να είναι ο μόνος παράγοντας που αντιμετωπίζει αυτό το πρόβλημα». Τόνισε ότι η εταιρεία της «λαμβάνει σοβαρά υπόψη την ασφάλεια και ότι έχει μεγάλη αίσθηση ευθύνης ώστε το Twitter να μη χρησιμοποιείται για παρενόχληση και εκφοβισμό των γυναικών».  Ανέφερε επίσης ότι το Twitter φροντίζει ώστε οι αλγόριθμοι φιλτραρίσματος να λειτουργούν με πιο διαφανή τρόπο και να είναι πιο δίκαιοι, αμερόληπτοι και ξεκάθαροι.

Ανεπαρκής γνώση και εκπαίδευση στη Βραζιλία

Η Neide de Oliveira Ομοσπονδιακή Εισαγγελέας της Βραζιλίας ανέφερε ότι δεν υπάρχει ειδικό πρόγραμμα για την προστασία των δημοσιογράφων στη Βραζιλία. Επεσήμανε επίσης τα προβλήματα στην προσαγωγή των υπόπτων για διαδικτυακά εγκλήματα, στη Δικαιοσύνη, όπως π. χ. η έλλειψη επαρκούς εκπαίδευσης της Αστυνομίας και των Δικαστών για διερεύνηση τέτοιων εγκλημάτων. Ένα ακόμη πρόβλημα είναι  οι μεγάλες καθυστερήσεις στη διεθνή συνεργασία της δικαστικής εξουσίας με τις Αρχές άλλων χωρών, οι οποίες μπορεί να διαρκέσουν μέχρι και δύο χρόνια.

Η καταδίκη δυσφημιστών στη Φινλανδία

Το ζήτημα των υπερβολικά μακροχρόνιων περιόδων έρευνας για εγκλήματα μετά τη διαδικτυακή παρενόχληση επιβεβαιώθηκε από τη Martina Kronström, μία εκ των συνεταίρων του Δικηγορικού Γραφείου Sotamaa & Co Attorneys Ltd της Φινλανδίας. Η Φινλαδή δικηγόρος εκπροσώπησε τη συμπατριώτισσά της δημοσιογράφο  Jessikka Aro σε μια υπόθεση ορόσημο εναντίον διαδικτυακών εγκληματιών που τελικά οδήγησε στην καταδίκη τριών ανδρών για μια σειρά ποινικών εγκλημάτων, όπως η δυσφήμηση και η παρενόχληση.  Στην υπόθεση αυτή ο οργανισμός ΜΜΕ στον οποίο εργαζόταν η Jessikka Aro, ανέφερε ότι ήταν το θύμα και βοήθησε τη δημοσιογράφο πληρώνοντας τα δικηγορικά της έξοδα. Η Martina Kronström ανέφερε επίσης ότι δημιουργήθηκε στην πρωτεύουσα Ελσίνκι ένα νέο αστυνομικό τμήμα διερεύνησης εγκλημάτων μίσους. Καλύπτει επίσης υποθέσεις διαδικτυακής παρενόχλησης και διαθέτει προσωπικό εκπαιδευμένο ειδικά για διερεύνηση εγκλημάτων μίσους. Κατέληξε αποκαλύπτοντας ότι δημιουργήθηκε ένα Ταμείο Ανακούφισης δημοσιογράφων που αντιμετωπίζουν παρενόχληση ή απειλές στο διαδίκτυο, τους οποίους βοηθά οικονομικά για τα δικηγορικά έξοδα και για τη διεκδίκηση δικαστικών αποζημιώσεων.

Ένδικοι μηχανισμοί προστασίας

Η Nighat Dad δικηγόρος και Εκτελεστική Διευθύντρια του Ιδρύματος Ψηφιακών Δικαιωμάτων στο Πακιστάν, είπε ότι πρέπει να δημιουργηθούν τρεις ένδικοι μηχανισμοί για προστασία θυμάτων διαδικτυακής βίας – για νομικά έξοδα, για υποστήριξη ψηφιακής ασφάλειας και για ψυχική υγεία. Το Ίδρυμα αυτό δημιούργησε το 2016 μια γραμμή βοήθειας για διαδικτυακή παρενόχληση και από τότε έλαβε 3 χιλιάδες παράπονα. Συνεργάζεται στενά με παρόχους μέσων κοινωνικής δικτύωσης, αλλά δυστυχώς μεγάλη παρενόχληση γίνεται στο WhatsApp και σε άλλες ιδιωτικές υπηρεσίες ανταλλαγής μηνυμάτων. Επιπλέον το Ίδρυμα Ψηφιακών Δικαιωμάτων εγκαθίδρυσε ένα δίκτυο γυναικών δημοσιογράφων με περισσότερα από 100 μέλη που γράφουν και μοιράζονται τις δικές τους εμπειρίες και στηρίζουν η μία την άλλη.

Στο επίκεντρο τα ανθρώπινα δικαιώματα

Η ανάγκη για μεγαλύτερη λογοδοσία από πλατφόρμες κοινωνικών μέσων όπως το Twitter και το Facebook, όπου η παρενόχληση των γυναικών δημοσιογράφων είναι ανεξέλεγκτη, τονίστηκε από πολλούς ομιλητές. Η ανωνυμία πολλών υπόπτων για παρενόχληση, είναι μεγάλο πρόβλημα. Οι ομιλητές αναγνώρισαν την ανάγκη για εκπαίδευση των ανθρώπων για το φαινόμενο της διαδικτυακής παρενόχλησης, αλλά και για καλύτερη χρήση των νέων μέσων ενημέρωσης και πληροφοριών. Τόνισαν ότι οι άνθρωποι πρέπει να επιμορφωθούν σε ζητήματα ανθρωπίνων δικαιωμάτων στο διαδίκτυο, και ότι τα ανθρώπινα δικαιώματα πρέπει να βρίσκονται στο επίκεντρο της προσέγγισης της λύσης του προβλήματος.

Η «πραγματική» και η «διαδικτυακή» ζωή

Ένα από τα βασικά συμπεράσματα της Διάσκεψης είναι ότι το βάρος για την αντιμετώπιση της διαδικτυακής παρενόχλησης θα πρέπει να αφαιρεθεί από το θύμα και ότι πρέπει να πάψει να υπάρχει διάκριση μεταξύ «πραγματικής» και «διαδικτυακής» ζωής, καθώς οι διαδικτυακές απειλές είναι πραγματικές και πρέπει να λαμβάνονται σοβαρά υπόψη. Οι συμμετέχοντες συμφώνησαν ότι η ηλεκτρονική παρενόχληση είναι ένα περίπλοκο και νέο πρόβλημα, που μπορεί  να αντιμετωπιστεί αποτελεσματικά μέσω μιας πολυδιάστατης προσέγγισης και της ενεργού εμπλοκής από ένα αριθμό φορέων − από την Αστυνομία και το σύστημα δικαιοσύνης, τους διαμεσολαβητές επαγγελματικών ενώσεων και από τις ίδιες τις οργανώσεις των ΜΜΕ.

Η Πρέσβειρα της Αυστρίας  Claudia Reinprecht.

Φώτο: Στιγμιότυπο από τη Διάσκεψη στο Παρίσι.