Οι τρείς από τους τέσσερις πάγκους των μεγάλων Ελληνικών ομάδων είναι σε αμφισβήτηση, οι άνθρωποι που αποφασίζουν τις τύχες των προπονητών μάλλον δεν ξέρουν να αξιολογούν σωστά και στο σημερινό μας κείμενο πάμε να δούμε μια περίπτωση – παράδειγμα προς αποφυγήν. Αλήθεια, πως λαμβάνουν τις αποφάσεις οι διοικούντες; Πάμε να δούμε την περίπτωση του coach Γιοβάνοβιτς…
“Δεν μπορούσε να πάρει πρωτάθλημα”, “δεν κερδίζει στα ντέρμπι”. Χιλιοειπωμένα, κουραστικά πλέον. Ευτυχώς που τώρα οι κούπες σηκώνονται η μία πίσω από την άλλη και στα ντέρμπι πέφτουν τεσσάρες. Όχι μόνο στον Παναθηναϊκό αλλά και στην ΑΕΚ και στον ΠΑΟΚ. Οι δύο τελευταίοι, λαμβάνουν υπόψιν το παράδειγμα του Γιοβάνοβιτς;
Πριν διαλέξετε προπονητές, κοιτάξτε να κάνετε σωστά την δουλειά σας
Η δουλειά ενός μεγαλομετόχου δεν είναι να διαλέγει παίκτες και προπονητές. Η δουλειά του είναι να διαλέξει τους ανθρώπους που θα στελεχώνουν το τμήμα και το πολύ – πολύ να εκφράσει την άποψή του για το πως θέλει να βλέπει την ομάδα του να παίζει στο γήπεδο.
Από εκεί και πέρα, θα πρέπει να δίνει τα κλειδιά και το μπάτζετ στους αρμόδιους και αυτοί να κρίνονται με βάση την αρχική συμφωνία. Κανένα πρωτάθλημα δεν πρέπει να είναι κριτήριο…
Παράδειγμα Ιβάν Γιοβάνοβιτς
Στο πρώτο στάδιο της παρουσίας του Ιβάν Γιοβάνοβιτς στον πάγκο του Παναθηναϊκό, ο Σέρβος coach μας έδειξε την ενασχόλησή του στον τακτικό τομέα. Πρώτη του κίνηση, να δώσει έμφαση στο build up, καθώς είναι η αρχή των πάντων στο σύγχρονο ποδόσφαιρο.
Έχοντας στη διάθεσή του στις θέσεις των κεντρικών αμυντικών τους Βέλεθ, Σένκεφελντ, Σάρλια και Πούγγουρα, σωστά κατέβασε χαμηλά και ανάμεσά τους τον Ρουμπέν Πέρεθ για να είναι αυτός που θα ορίζει το tempo της ανάπτυξης.
Προσπάθησε να πλαισιώσει τον Ισπανό με τον Σωτήρη Αλεξανδρόπουλο, ένα παιδί από τις ακαδημίες με έμφαση στο pressing, την ταχύτητα, τη δύναμη και το κάθετο παιχνίδι με την μπάλα στα πόδια.
Βασίστηκε στην συνεργασία της αριστερής πλευράς μεταξύ του Ματέους Βιτάλ και Χουάνκαρ, δε ένα δίδυμο που θυμίζει το σημερινό Τετέ – Βαγιαννίδης.
Τρίτος πόλος στήριξης, Φώτης Ιωαννίδης σε έναν ρόλο να ανοίγει χώρους για τον Καρλίτος που έπαιζε πίσω του, στο 4-2-3-1 που σχεδίασε.
Το γήπεδο δεν ήταν γεμάτο όπως πολλοί νομίζουν από την αρχή, ο Παναθηναϊκός του Γιοβάνοβιτς κέρδισε τον κόσμο του με την προσπάθειά του. Ο Σέρβος coach εμφάνισε μια ομάδα που έπαιζε γρήγορα με ταχύτητα στις πάσες, είχε ένταση, με βασικές αρχές στο ποδόσφαιρο που είχαν λογική. Στα πρώτα αυτά παιχνίδια και στην Λεωφόρο, η προσπάθεια αγκαλιάστηκε σιγά – σιγά καθώς ο φίλαθλος έβλεπε κάτι που του άρεσε, κάτι που είχε σχέδιο και προοπτική, πολλά γκολ, όμως και προβλήματα.
Δεν κέρδιζε εκτός έδρας – turning point
Δύο πρόσωπα. Εντός έδρας νίκες με ποδόσφαιρο ποιότητας που είχε λείψει, εκτός έδρας ήττες στο νήμα, πάντα όμως με τον Παναθηναϊκό του Γιοβάνοβιτς να είναι καλύτερος από τον αντίπαλό του…
Έλειπε κάτι, ο Γιοβάνοβιτς προσπαθούσε να το βρει. Η ομάδα του έχανε γιατί είχε αποστάσεις με το “βύθισμα” του Ρούμπεν. Ήταν ευάλωτη στις αντεπιθέσεις, ενώ φυσικά η ποιότητα των παικτών του ήταν ακόμα υπό κατασκευή στις νέες συνθήκες…
Τον Γενάρη, υπογράφει τον Μιγιάτ Γκατσίνοβιτς και το παίρνει από την αρχή, τα αλλάζει όλα! Αλλάζει διάταξη στο build up και κάνει στροφή στο positional play. Στο πρώτο ματς που εμφανίζει τις ομάδες του ως και σήμερα υπό την νέα του σκέψη, σε ένα ματς στη Λεωφόρο με την Λαμία, στον 3-2-5 σχηματισμό, τοποθετεί δεξί εξτρέμ τον Γκατσίνοβιτς και τον Παλάσιος εσωτερικά.
Δεν το ξανακάνει, ψάχνει την λεπτομέρεια και από το επόμενο ματς διορθώνει την ενδεκάδα του με την γνωστή διάταξη στο positional play που τον έφτασε μέχρι την κατάκτηση του Κυπέλλου και τα εξαιρετικά play – offs εκείνης της σεζόν.
Τι είναι όμως το positional play;
Ουσιαστικά, η μεταγραφή του Μιγιάτ Γκατσίνοβιτς είναι αυτή που φέρνει το positional play στην καθημερινότητα του Παναθηναϊκού και του coach Γιοβάνοβιτς.
Το positional play δεν πρόκειται ούτε για σύστημα ούτε για διάταξη. Είναι ένα επιθετικό όπλο, μία διάδραση που συμβαίνει στο μυαλό των αθλητών. Η ομάδα που το υποστηρίζει, αποκτά μία συγκεκριμένη κατεύθυνση στο γήπεδο για να παίξει με έναν πολύ δομημένο τρόπο παιχνιδιού.
Ο προπονητής για να το κάνει κατανοητό, συνήθως χωρίζει το γήπεδο σε τέσσερις κάθετες γραμμές και αρκετές οριζόντιες. Έτσι σχηματίζονται τα δύο half – spaces, ο κεντρικός διάδρομος και φυσικά, τα δύο φτερά.
Σε αυτές τις ζώνες που σχηματίζονται, οι αθλητές έχουν συγκεκριμένες αρμοδιότητες. Οι κινήσεις τους στον αγωνιστικό χώρο εξαρτώνται από το που είναι η μπάλα και ο συμπαίκτης τους.
Είναι πολύ διαφορετικές οι θέσεις που πρέπει να καταλαμβάνουν οι ποδοσφαιριστές αν η μπάλα για παράδειγμα βρίσκεται στο αριστερό φτερό στο ύψος του κέντρου και πολύ διαφορετικές αν αυτή βρίσκεται στην απέναντι πλευρά και χαμηλά.
Το positional play για να έχει σωστή εφαρμογή, πρέπει να υπάρχουν συνεχής εναλλαγές θέσεων όταν η ομάδα έχει την μπάλα στην κατοχή. Αυτές οι εναλλαγές, πρέπει να δίνουν στον κάτοχο της μπάλας τουλάχιστον τρείς επιλογές πάσας. Παράλληλα, πρέπει να υπάρχουν άλλοι ποδοσφαιριστές που να κάνουν κινήσεις εκτός μπάλας σε άλλες ζώνες. Κατοχή, μικρές και γρήγορες πάσες, εναλλαγές θέσεων και συνεργασίες τριών ποδοσφαιριστών, είναι τα σημαντικότερα εργαλεία που προσφέρει το positional play στην ομάδα που το εφαρμόζει σωστά.
Το σημαντικότερο πρόβλημα που αντιμετωπίζουν οι προπονητές στην εκμάθηση και στις προπονήσεις, είναι η δυσκολία της αντίληψης του εγχειρήματος από τους ποδοσφαιριστές. Είναι πολύ δύσκολο για αυτούς να είναι πάντα σωστοί στην τοποθέτησή τους στο γήπεδο, έχοντας μελετήσει ταυτόχρονο την ζώνη που βρίσκεται η μπάλα, την ζώνη που κινείται ο συμπαίκτης τους ώστε οι ίδιοι να καταλάβουν τον κατάλληλο χώρο.
Άλλο ένα σημαντικό πρόβλημα, είναι η ποιότητα με την μπάλα που πρέπει να έχουν οι ποδοσφαιριστές, όπως και η συγκέντρωση, καθώς κινδυνεύουν να χάσουν την μπάλα σε επικίνδυνα σημεία.
Μερικές φορές, το positional play μπορεί εύκολα να γίνει προβλέψιμο καθώς η ομάδα που δεν το επιχειρεί σωστά οδηγείται σε έλλειψη δημιουργίας και παράλληλο ποδόσφαιρο.
Στις προσθήκες αθλητών, χρειάζεται προσοχή και πολύ συγκεκριμένο πακέτο τεχνικής και τακτικής παιδείας που είναι δύσκολο να βρεθεί, αλλά και όταν εντοπιστεί, κοστίζει ακριβά.
Στις ομάδες που εφαρμόζεται το positional play, εύκολα διακρίνεις τα τρίγωνα που εφαρμόζονται, ειδικά στις πλευρές. Άλλοι δύο κανόνες που είναι απαράβατοι, είναι πως απαγορεύεται να βρίσκονται στην ίδια γραμμή οριζόντια πάνω από τρεις ποδοσφαιριστές και ταυτόχρονα, όχι πάνω από δύο ποδοσφαιριστές κάθετα.
Με αυτόν τον τρόπο, σχηματίζονται τα τρίγωνα που είναι από τις βασικές αρχές του positional play, όπως επίσης είναι οι συνεργασίες τρίτου παίκτη και το ποδόσφαιρο κατοχής.
FC Barcelona 2010/11 under Pep Guardiola
Το positional play, το έφερε στην επιφάνεια του παγκόσμιου ποδοσφαίρου ο Πεπ Γκουαρντιόλα. Την σεζόν 2010/11, ο Καταλανός εμφάνισε την καλύτερη ομάδα όλων των εποχών που έχει υπάρξει.
Στο build up, είχε ακριβώς την ίδια διάταξη σε 3-2 μορφή, με τον δεξιό μπακ τον Ντάνι Άλβες να είναι αυτός που έχει τον πιο προωθημένο ρόλο και τον αριστερό μπακ τον Ερίκ Αμπιντάλ να λειτουργεί σε φάση επίθεσης ως τρίτος στόπερ.
Στον Παναθηναϊκό, ο Ιβάν Γιοβάνοβιτς έκανε ως γνωστόν το ίδιο, με διαφορετική πλευρά καθώς ο Κώτσιρας έπαιζε ως τρίτο στόπερ και ο Χουάνκαρ ήταν ψηλά στην αρχική διάταξη.
Στην 3-2-5 διάταξη που βλέπεται παραπάνω, ο Πεπ Γκουαρντιόλα καλύπτει και τα πέντε κανάλια που αναφέραμε παραπάνω. Κάτι αντίστοιχο έκανε και ο Ιβάν Γιοβάνοβιτς με την μεταγραφή του Μιγιάτ Γκατσίνοβιτς…
Η χρονιά πρωταθλητισμού του Γιοβάνοβιτς
Η δεύτερη χρονιά του Ιβάν Γιοβάνοβιτς στον Παναθηναϊκό, ήταν η χρονιά πρωταθλητισμού. Αφού είδαμε παραπάνω το ξεκίνημά του, την μεταγραφή του Γκατσίνοβιτς που έφερε και το positional play, αναλύσαμε τι είναι αυτό και αναφέραμε την σύνδεση με την Μπαρτσελόνα του Γκουαρντιόλα, πάμε να δούμε πως όλα αυτά μαζί, συντέλεσαν στην πορεία μέχρι το τέλος…
Η μικρή μετατροπή του coach Γιοβάνοβιτς, ήταν η παραλλαγή της ιδέας του positional play. Από επιθετικό όπλο, το μετέτρεψε σε αμυντικό και βασίστηκε τόσο στο build up, όμως ακόμα πιο πολύ στην άμυνά του.
Ο Παναθηναϊκός, αμυνόταν με την μπάλα στα πόδια. Αρκετές φορές, η κυκλοφορία δεν είχε κάποιον ιδιαίτερο σκοπό απειλής της αντίπαλης άμυνας, αλλά λειτούργησε ως αμυντικό όπλο. Ως γνωστών, όταν έχεις την μπάλα στα πόδια δεν κινδυνεύεις να δεχτείς γκολ. Το positional play, επέτρεψε στον Παναθηναϊκό να κυκλοφορεί με ασφάλεια την μπάλα, με πολλές επιλογές πάσας.
Ο κόσμος αρκετές φορές δυσανασχετούσε γιατί εύκολα οι πάσες προς τα πίσω έφταναν μέχρι τον Μπρινιόλι, δεν άρεσε, όμως είχε συγκεκριμένο σκοπό και λογική. Η χαμηλή σχετικά ποιότητα των παικτών του Παναθηναϊκού εκείνη την χρονιά και το φανερό πρόβλημα στο αμυντικό transition, κρυβόντουσαν τέλεια με αυτόν τον τρόπο…
Ένα από τα πολλά θετικά του positional play, είναι πως η ταυτότητα δεν αλλάζει, ακόμα και αν έρθει τραυματισμός. Όπως αυτός του καλύτερου παίκτη του πρωταθλήματος μέχρι εκείνη την στιγμή, του Αϊτόρ. Ο τρόπος παιχνιδιού έμεινε ίδιος, όμως με σαφώς λιγότερη ποιότητα.
Με κύριο όπλο λοιπόν την άμυνα, εκείνη την χρονιά ο Παναθηναϊκός του coach Γιοβάνοβιτς δέχτηκε μόλις δεκαέξι γκολ, με xGA 0,44 ανά παιχνίδι. Με ποσοστό κατοχής μπάλας 58,5 %, αποδεικνύεται και αυτό που αναφέραμε παραπάνω. Ο Παναθηναϊκός του Γιοβάνοβιτς αμυνόταν με την μπάλα. Έπρεπε να έχει δεχθεί 30,73 γκολ και δέχτηκε 16!
Στο παραπάνω διάγραμμα, φαίνεται ξεκάθαρα πως ο Παναθηναϊκός ήταν στις πρώτες θέσεις σε όλες τις σημαντικές κατηγορίες, ειδικά στα xGA που σε γενικότερο πλαίσιο δείχνει πως η ομάδα του Γιοβάνοβιτς δεν δεχόταν καν φάσεις.
Φυσικά, πάρα πολύ μεγάλο ρόλο έπαιξε και το counter pressing με τον δείκτη PPDA 8,32 που όσο πιο χαμηλός είναι, τόσο πιο πολύ δείχνει την ικανότητα στο pressing καθώς μετρά τις πάσες που επιτρέπει στον αντίπαλο από την περιοχή του μέχρι λίγο μετά την σέντρα.
Φυσικά, μια ομάδα για να κάνει πρωταθλητισμό πρέπει να κάνει καλά περισσότερα πράγματα από όσα νομίζουμε. Δεν αρκεί να είναι καλή μόνο σε ένα, μόνο στην ταυτότητά της.
Ο Παναθηναϊκός ήταν αποτελεσματικός σε όλα τα είδη του παιχνιδιού. Μπορούσε να αμυνθεί ψηλά, να κάνει counter press, να αμυνθεί στο medium block, όμως ήταν άκρως αποτελεσματικός και στο χαμηλό block.
Ο Μαρτ Σένκεφελντ ήταν καταλυτικός με 73,79% ποσοστό επιτυχίας στις κεφαλιές. Φυσικά και ο Μπρινιόλι είχε 21 ματς χωρίς να δεχτεί γκολ, στα 36 παιχνίδια που έπαιξε. Ο Παναθηναϊκός εκείνη την χρονιά δεν πήρε το πρωτάθλημα και τον Δεκέμβρη της επόμενης σεζόν απολύθηκε…
Πάμε στον Βιτόρια, τον Αλμέιδα και τον Λουτσέσκου;
Πολύ εύκολα παίρνονται αποφάσεις. Αλήθεια, στις αξιολογήσεις των προπονητών αυτά που διαβάσατε παραπάνω λαμβάνονται υπόψιν; Πως λέμε ένας προπονητής είναι καλός, δεν είναι, αν πρέπει να φύγει η να μείνει;
Στο παραπάνω κείμενο, από την δική μου οπτική γωνία, σας δείχνω την προσωπική μου άποψη για το έργο του coach Γιοβάνοβιτς στον Παναθηναϊκό. Φυσικά και έκανε λάθη, αρκετά, όμως ποιος δεν κάνει;
Ακούω απόψεις να κατακλύζουν το διαδίκτυο και την κοινή γνώμη να επηρεάζεται τελευταία. “Ο Βιτόρια πρέπει να μείνει και την νέα χρονιά γιατί δεν έκανε προετοιμασία με την ομάδα, ενώ δεν είναι δική του καθώς πρέπει να κάνει μεταγραφές”.
Ωραία επιχειρήματα. Λες και οι υπόλοιποι προπονητές παραλαμβάνουν λευκή κόλλα χαρτί και ομάδες χωρίς ρόστερ. Η πρώτη δουλειά του προπονητή, είναι να βελτιώνει τους παίκτες του, όχι να ζητά μεταγραφές χωρίς ούτε καν να έχει προπονήσει τους ποδοσφαιριστές του. Δουλειά του προπονητή είναι να βάλει συγκεκριμένες γραμμές στο τακτικό πλάνο, να είναι ευδιάκριτο. Αλήθεια, ο Βιτόρια έχει κάνει κάτι από τα παραπάνω; Είναι εικόνα αυτή που παρουσιάζει ο Παναθηναϊκός;
Ο προπονητής που έφερε το press, δεν ξέρει πως σπάει
Στην περίπτωση του Αλμέιδα, τα πράγματα είναι μπερδεμένα. Έφερε την καινοτομία στην Ελλάδα με το press, έκανε έργο άξιο αναφοράς και εμφάνισε την καλύτερη ΑΕΚ των τελευταίων ετών.
Όλοι πίστεψαν πως αυτό το πλάνο πρέπει να εξελιχθεί και να γίνει ακόμα καλύτερο. Η αλήθεια είναι πως ο Αργεντινός προσπάθησε και αυτός να εισάγει το positional play, σωστά έκανε, όμως άρχισαν τα προβλήματα.
Οι μεταγραφές που έγιναν δεν είχαν καμία λογική, ήταν δεδομένο πως δεν μπορούν να υπηρετήσουν ποδόσφαιρο έντασης και ταχύτητας. Πιερό, Λαμέλα και Περέιρα δεν έπρεπε να αποκτηθούν. Κλώτσησαν μόνοι τους στην ΑΕΚ την καρδάρα με το γάλα.
Το μεγαλύτερο πρόβλημα όμως και το πιο παράδοξο, είναι η στάση του Ματίας Αλμέιδα απέναντι στο press του Μεντιλίμπαρ, γενικά απέναντι σε ομάδες που το κάνουν με ποιότητα. Πως είναι δυνατόν ο προπονητής που έφερε το pressing στην Ελλάδα, το υπηρετεί σε όλες τις προπονητικές του δουλειές, να μην ξέρει πως σπάει;
Στην ΑΕΚ, έχουν έναν coach ο οποίος μπορεί να υποστηρίξει κείμενο όπως αυτό που διαβάσατε παραπάνω για τον Ιβάν Γιοβάνοβιτς. Πως θα αξιολογηθεί; Θα δουν μόνο τα αρνητικά; Ο επόμενος που θα φέρουν με τι κριτήρια θα επιλεχθεί; Με ποδοσφαιρικά;
Στον ΠΑΟΚ δεν θα έπρεπε καν να υπάρχει κουβέντα
Ο coach Λουτσέσκου έχει κάνει υπερβάσεις. Δεν θα έπρεπε καν να υπάρχει ερώτημα και σκέψεις αντικατάστασης. Το πλάνο του είναι γνωστό σε όλους, έτυχε μια χρονιά να πάνε όλα στραβά στις επιλογές.
Το καλοκαίρι ο ΠΑΟΚ έχασε πολύ σημαντικούς παίκτες που δεν ήταν εύκολο να αντικατασταθούν. Ο πρωταθλητής, δεν είναι ίδια ομάδα. Αυτό τι σημαίνει όμως; Πως πρέπει να φύγει ο Λουτσέσκου; Εκεί, φαίνεται στο τέλος ότι θα επικρατήσει η λογική. Ανάλογο κείμενο για τον coach Λουτσέσκου, φυσικά και μπορεί να γραφτεί.
Αν ο Μεντιλίμπαρ του χρόνου δεν κάνει καλή χρονιά, να τον απολύσουν; Το παράδειγμα του Γιοβάνοβιτς, ταρακουνά κανέναν;
Στο παρακάτω βίντεο, ότι χρειάζεται να ξέρεις για τον Ιβάν Γιοβάνοβιτς: