Ακολουθήστε μας στο facebook και στο twitter
Θέμα χρόνου πρέπει να θεωρείται πλέον το αίτημα για τη διαδικασία σύνδεσης της Κυπριακής Δημοκρατίας με το ΝΑΤΟ, κάτι που αποτελεί διακηρυγμένη θέση της κυβέρνησης Αναστασιάδη. Η κυπριακή κυβέρνηση έχει αποφασίσει την υποβολή αίτησης για ένταξη της χώρας στο PfΡ, τη Συνεργασία για την Ειρήνη, το νατοικό πρόγραμμα που αποτελεί προθάλαμο για την πλήρη ένταξη μίας χώρας στο Βορειοατλαντικό Σύμφωνο.
Διαβάστε επίσης: Αναστασιάδης: “Ιδού πώς θα οικοδομηθεί εμπιστοσύνη Αμμόχωστος”
Ο υπουργός Εξωτερικών της Κύπρου Ιωάννης Κασουλίδης βρίσκεται, μετά τη Νέα Υόρκη, ήδη στην Ουάσιγκτον για συζητήσεις εφ όλης της ύλης με τον Αμερικανό ομόλογό του Τζον Κέρι, έπειτα από πρόσκληση του τελευταίου: το ζήτημα της Συρίας είναι το πρώτο μεταξύ των όσων συζητούνται, αλλά η αίτηση για την ένταξη της Κύπρου στο PfP ενισχύεται αποφασιστικά όχι μόνον από την πρόθεση της Κύπρου, αλλά και από τη δεδομένη συγκυρία. Ο Κύπριος ΥΠΕΞ προετοιμάζει πλέον το έδαφος στο διεθνές περιβάλλον για την αποδοχή αυτής της αίτησης, η οποία όχι απλώς κινείται στη σωστή κατεύθυνση, αλλά πρέπει και να κατατεθεί το συντομότερο δυνατό.
Μιλώντας χθες στο Ινστιτούτο Μπρούκινγκς ο κ. Κασουλίδης με θέμα τις γεωπολιτικές προοπτικές και επιλογές της Κύπρου στην Ανατολική Μεσόγειο, εξέφρασε την επιθυμία της χώρας να αποτελεί, εκτός από μέλος της ΕΕ, που είναι ήδη, και στρατηγικό εταίρο των ΗΠΑ στην περιοχή. Αναφέρθηκε δε αναλυτικά στο δυτικό σύστημα αξιών φέρνοντας ως παραδείγματα την απέλαση Ιρανού πολίτη και έκδοσή του στις ΗΠΑ, που οδήγησε στην ανάκληση για διαβουλεύσεις του Ιρανού πρέσβη στη Λευκωσία, όπως και την καταδίκη από δικαστήριο της χώρας σε τετραετή φυλάκιση μέλους της Χεσμπολάχ στην Κύπρο. Ακόμα, στη σημαντική αυτή ομιλία του, ο κ. Κασουλίδης παρουσίασε το Κυπριακό πρόβλημα στην ευρύτερη διάστασή του, ως ένα ζήτημα της συνολικής ισορροπίας στη Μέση Ανατολή, που ειδικά από την εποχή της «Αραβικής Ανοιξης» και έπειτα, έχει λάβει νέα γεωπολιτικά χαρακτηριστικά.
Κύπρος και ΝΑΤΟ: το ιστορικό των σχέσεων από τη δεκαετία του 1950
Πολλοί αγνοούν ότι η υπόθεση μίας νατοϊκής ένταξης της Κύπρου συζητείται ήδη από τη δεκαετία του 1950, πριν ακόμα και από την απόκτηση της ανεξαρτησίας και της ίδρυσης της Κυπριακής Δημοκρατίας: ήδη από τα μέσα εκείνης της δεκαετίας είχε μάλιστα λειτουργήσει και επίσημο γραφείο – συνδέσμος του ΝΑΤΟ στη Λευκωσία.
Αμέσως μετά τις Συμφωνίες της Ζυρίχης και του Λονδίνου, για τις οποίες ο Μακάριος, παρά τα όσα εκ των υστέρων λέχθηκαν, είχε πανηγυρίσει περισσότερο από κάθε άλλο εμπλεκόμενο, ο Κωνσταντίνος Καραμανλής είχε προσπαθήσει να πείσει τον Αρχιεπίσκοπο και πρώτο πρόεδρο της Κύπρου ότι έπρεπε αμέσως να υποβληθεί και αίτηση ένταξης στο ΝΑΤΟ, για να συναντήσει, τελικά, τη σιωπηρή του άρνηση.
Το κλίμα της εποχής ήταν πολύ θετικό για την Κύπρο και όλες οι ενδείξεις ήταν σαφείς: μία τέτοια αίτηση, εκείνη την εποχή, θα τύγχανε άμεσης και θερμής υποδοχής.
Η αίτηση αυτή δεν υποβλήθηκε τελικά ποτέ. Λίγο καιρό μετά, το 1964, η επιστολή του Αμερικανού προέδρου Τζόνσον προς την τουρκική κυβέρνηση, η οποία γράφτηκε με την άμεση συμμετοχή του τότε αρχιεπισκόπου Βορείου και Νοτίου Αμερικής Ιακώβου, σταματούσε την Αγκυρα που ήταν έτοιμη να εισβάλλει στο νησί.
Όμως η Κύπρος είχε ήδη πάρει άλλο δρόμο: απομακρυνόταν όλο και περισσότερο η ίδια από το δυτικό πλαίσιο και αναζητούσε άλλους δρόμους – χωρίς να σκεφτεί επαρκώς, απέρριψε το Σχέδιο Ατσεσον, που στην αρχή ο Γεώργιος Παπανδρέου το ήθελε (είχε μονογράψει μάλιστα το σχετικό κείμενο), αλλά ο Μακάριος και ο Ανδρέας Παπανδρέου, τελικά, τον έπεισαν περί του αντιθέτου.
Οι Τούρκοι έγκαιρα διέγνωσαν και αξιοποίησαν αυτό το στρατηγικό κενό για τη Δύση, όπως ακριβώς είχαν κάνει και μερικές δεκαετίες πριν με την ίδια την Ελλάδα πριν τη Μικρασιατική Καταστροφή: και στις δύο περιπτώσεις, αυτή η αποστασιοποίηση οδήγησε στις πιο μεγάλες ήττες του ελληνισμού τον 20ο αιώνα. Ελλάδα και Κύπρος έφυγαν μακριά από τα δυτικά συμφέροντα και πλήρωσαν βαρύτατο κόστος. Είναι χαρακτηριστικό ότι ενώ το ’64 οι Αμερικανοί απέτρεπαν την εισβολή, μόλις δέκα χρόνια αργότερα, το ΄74, το ΝΑΤΟ δήλωνε, και, δυστυχώς, ήταν, αναρμόδιο στις εκκλήσεις του Καραμανλή να επέμβει μετά τον Αττίλα…
Σήμερα, η παρούσα κυπριακή κυβέρνηση είναι η πρώτη στην ιστορία της Δημοκρατίας που αντιλαμβάνεται για πρώτη φορά ξεκάθαρα και αποφασιστικά τη σημασία που έχει για την πορεία της χώρας μια ένταξή της στο ΝΑΤΟ και είναι αποφασισμένη να προχωρήσει.
Η Τουρκία θα αντιδράσει
Ο δρόμος αυτός όμως δεν θα είναι τώρα τόσο εύκολος όσο ήταν στη δεκαετία του ΄60. Κι αυτό επειδή η Τουρκία θα αντιδράσει με όλη της τη δύναμη σε ένα τέτοιο ενδεχόμενο. Η Αγκυρα δεν πρόκειται να συμφωνήσει και το ΝΑΤΟ, σε αντίθεση με την Ευρωπαική Ενωση, λειτουργεί πάντα με την αρχή της ομοφωνίας, τουλάχιστον στα μείζονα ζητήματα, όπως αυτό.
Όμως η Λευκωσία και η Αθήνα, κάθε άλλο παρά θα πρέπει να αποθαρρυνθούν από τη δεδομένη τουρκική αντίδραση. Αντίθετα, θα πρέπει να κινηθούν το γρηγορότερο δυνατό και με τον πιο αποφασιστικό και συγκροτημένο τρόπο.
Η Κύπρος είναι σήμερα ένας καθοριστικής σημασίας εταίρος για τη Δύση στις εξελίξεις στη Μέση Ανατολή: η θέση της είναι πολύτιμη, μοναδική και αναντικατάστατη. Η συμμαχία της με το Ισραήλ, έχει συμβάλλει αποφασιστικά στην ενίσχυσή της, ενώ ο τρόπος με τον οποίο έχει χειριστεί τα ενεργειακά ζητήματα αλλά και τη σημασία της στις διεθνείς κρίσεις της περιοχής, αποτελεί μεγάλη πολιτική που την έχει φέρει εγγύτερα από ποτέ στη Δύση, η οποία και τη θέλει και τη χρειάζεται. Η Λευκωσία είναι πλέον ένας από τους πιο αξιόπιστους και σταθερούς συμμάχους, στην κρισιμότερη ίσως περιοχή του κόσμου.
Ας αντιδράσουν λοιπόν οι Τούρκοι – κάτι που ήδη έχει ξεκινήσει, ακόμα και με την «αλλοίωση» δηλώσεων νατοϊκών αξιωματούχων από τουρκικές εφημερίδες σχετικά με την Κύπρο. Θα πέσει τότε πάνω τους όλο το βάρος της άρνησης, βάση της οποίας το ΝΑΤΟ θα πρέπει να στερηθεί αυτή την πολύτιμη γεωπολιτικά χώρα από τους κόλπους της, σε μία εποχή που είναι όλο και περισσότερο απαραίτητη.
Η σύνδεση της αίτησης με τις συνομιλίες για το Κυπριακό
Ακόμα κι αν ανοίξει πάλι η συζήτηση για το Κυπριακό, όπως φαίνεται ότι θα συμβεί από το Φθινόπωρο, η θέση της Λευκωσίας θα είναι εντελώς διαφορετική αν, την ίδια στιγμή, έχει ανοίξει και η συζήτηση για την ένταξή της στο ΝΑΤΟ – δεν είναι άλλωστε τυχαίο το πόσο θετικά υποδέχθηκε ο υπουργός Εξωτερικών των ΗΠΑ Τζον Κέρι τον Κασουλίδη.
Η Λευκωσία πρέπει να προχωρήσει: θα αλλάξει έτσι πολλά από τα επί δεκαετίες υφιστάμενα δεδομένα. Θα διορθώσει στρατηγικά λάθη του παρελθόντος, θα ενισχύσει αποφασιστικά το διεθνή της ρόλο και κατά συνέπεια τη σταθερότητά της σε όλα τα επίπεδα, όπως και τη διαπραγματευτική της θέση στο ίδιο το Κυπριακό. Και η Τουρκία, ή και όποια άλλη χώρα «στενοχωρηθεί» από αυτή την εξέλιξη, ας τρέχει μετά να πείσει γιατί δεν συμφωνεί με το αυτονόητο…
Πηγή: tovima.gr