Κύπρια ψυχολόγος για την κατάθλιψη και την εποχή των selfie

{loadposition ba_textlink}

Με αφορμή το πιο πρόσφατο βιβλίο της ‘Whose Life is it Anyway?: Living through your 20s on your own terms’ η διάσημη Κύπρια ψυχολόγος Δρ Λίντα Παπαδοπούλου μίλησε στο ΚΥΠΕ για το πώς μας επηρεάζει το γεγονός ότι ζούμε σε μια εποχή εθισμένη στο φαίνεσθαι. Μίλησε επίσης για την αγάπη της για την Κύπρο, η οποία διατηρήθηκε ζωντανή από τους γονείς της όσο μεγάλωνε στο μακρινό Καναδά.

«Το βιβλίο αφορά τους millennials, δηλαδή όσους γεννήθηκαν μετά το 1980», λέει η Δρ Παπαδοπούλου. Αυτό που πραγματεύεται στο βιβλίο και ανέλυσε σε πρόσφατη ομιλία της σε συνέδριο TEDx είναι το πώς με έναν επικίνδυνο τρόπο που διακρίνει την εποχή των μέσων κοινωνικής δικτύωσης καθορίζουμε το τι νομίζουμε πως θέλουμε ή το τι νομίζουμε πως πρέπει να είμαστε, με βάση αυτά που κάνουν οι άλλοι.

«Έβλεπα ενδιαφέροντες και κατά την άποψή μου επιτυχημένους νεαρούς, να αισθάνονται αποτυχημένοι, να νιώθουν ότι δεν ανταποκρίνονται σε κάποιο πρότυπο εμφάνισης ή επιτυχίας Ήταν πολύ ενδιαφέρον πως όλοι είχαν σημεία αναφοράς μέσω της τεχνολογίας, του κινητού τους τηλεφώνου: ‘κοίτα τι ανεβάζει στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης ο άλλος’ ή ‘δες, πηγαίνει περισσότερες διακοπές. Πλέον αυτοκρινόμαστε και συγκρινόμαστε με τους άλλους συνεχώς, με αποτέλεσμα να νιώθουμε κατάθλιψη. Είναι μία γνωστική άσκηση στην οποία πάντα νιώθεις ότι υπολείπεσαι», σημειώνει.

Ως ψυχολόγος προσπαθεί να κάνει όσους υποφέρουν από αυτή τη σύγχρονη αίσθηση κατωτερότητας, την κατάθλιψη της εποχής των selfie, να συνειδητοποιήσουν την πηγή του προβλήματος και να το αντιμετωπίσουν. Ετοιμόλογη και με μία ιδιαίτερη ικανότητα να απλοποιεί σύνθετες έννοιες συνοψίζει τον τρόπο δουλειάς της.

«Υπάρχει ένας κλάδος της ψυχολογίας που θεμελίωσε ο Καρλ Ρότζερς που λέγεται ‘προσωποκεντρική ψυχολογία’. Εκεί η κατάθλιψη περιγράφεται ως η διαφοροποίηση μεταξύ του ποιος είμαι και ποιος θα ήθελα να είμαι, κυριολεκτικά δηλαδή η διαφορά μεταξύ του πραγματικού εαυτού μου και της selfie φωτογραφίας μου (“myself and my selfie”)”.

Οπως είπε, “βλέπω πιο πολλές περιπτώσεις ιδεοψυχαναγκαστικής διαταραχής (obsessive compulsive disorder – OCD). Πολλοί αισθάνονται ότι τα πάντα γύρω τους είναι εκτός ελέγχου, οπότε νιώθουν ότι πρέπει να τα ελέγξουν. Γιατί τα πάντα μοιάζουν εκτός ελέγχου; Επειδή κατά έναν τρόπο η ταυτότητα γίνεται αυτό που δείχνω εκεί έξω στους άλλους, το τελευταίο μου tweet. Αυτό δημιουργεί ανασφάλεια: ‘σου αρέσει, θα τo κάνεις retweet’; Βλέπω επίσης πολλές διατροφικές διαταραχές. Εξετάζουμε λοιπόν τις επιπτώσεις της απλής πράξης της ‘επεξεργασίας’ του εαυτού σου. Μέρος της θεραπευτικής διαδικασίας είναι να δούμε πώς έχει φτάσει κανείς σε αυτές τις αποφάσεις και μετά να αμφισβητήσουμε την εγκυρότητά τους».

Σημαντικό ρόλο στο να εφοδιαστεί κανείς με τη συναισθηματική και νοητική δύναμη να αντιμετωπίσει το άγχος που προκύπτει από όλη αυτή τη διαδικασία της συνεχούς σύγκρισης με τους άλλους παίζει η οικογένεια. «Αυτό που θέλεις να ενσταλάξεις στους νέους ανθρώπους είναι η ανθεκτικότητα. Δηλαδή όχι ότι δεν πρόκειται ποτέ να κάνουν κάτι στραβό, αλλά ότι όταν κάνουν κάτι στραβό θα ορθοποδήσουν ξανά. Ότι δεν είναι πως δεν θα προσπαθήσω, αλλά είναι ότι δεν νιώθω την ανάγκη να είμαι τέλειος, ιδίως από τη στιγμή που δεν υπάρχει τελειότητα”, ανέφερε η κ. Παπαδοπούλου.

Για παράδειγμα, συνέχισε, “κάθομαι με την Τζέσι, την κόρη μου και τυχαίνει να βλέπουμε βίντεο με γυναίκες που νιώθουν την ανάγκη να κυκλοφορούν ημίγυμνες παρά το ότι είναι π.χ. πολύ καλές τραγουδίστριες και αναρωτιόμαστε μαζί γιατί το κάνουν. Τα παιδιά είναι πιο έξυπνα από όσο νομίζουμε. Αυτά τα κενά πρότυπα επιτυχίας στα ΜΜΕ είναι παντού, είναι η ‘ταπετσαρία’ της ζωής μας και το να τα επισημαίνει ένας γονιός είναι πολύ σημαντικό. Το να μη μαθαίνεις στα παιδιά πώς να διαβάζουν τα ΜΜΕ είναι σαν να τα αφήνεις στον ήλιο χωρίς αντιηλιακό ή καπέλο».

Η Δρ Παπαδοπούλου έχει συγγράψει δεκάδες ακαδημαϊκά άρθρα για τις εγκυρότερες επιθεωρήσεις του κλάδου της, αλλά παράλληλα είναι γνωστή για τις στήλες και τα άρθρα της σε περιοδικά lifestyle, όπως το Cosmopolitan. Για την πρώτη χρονιά προβολής του δε, ήταν ακόμα και η ψυχολόγος της παραγωγής του τηλεοπτικού Big Brother.

«Είχα συναδέλφους να μου λένε ότι δεν μπορείς να το κάνεις αυτό, να ασχοληθείς με το Big Brother, είναι γελοίο. Και πάντα θεωρούσα τη στάση αυτή την πιο αλαζονική. Είμαι το ίδιο περήφανη τόσο για τα άρθρα μου σε επιστημονικά περιοδικά, όσο και για το Cosmo, για τις κοπέλες με ανορεξία που διαβάζουν το άρθρο και τους βοηθά. Το όλο νόημα της μελέτης της ανθρώπινης συμπεριφοράς νομίζω ότι είναι να μπορείς να καταλήγεις σε ένα συμπέρασμα που επηρεάζει τους ανθρώπους».

Γεννημένη στο Τορόντο του Καναδά από γονείς μετανάστες από τη Λεμεσό, η Δρ Παπαδοπούλου επέστρεψε στην Κύπρο σε ηλικία 12 ετών και με την ενηλικίωσή της άρχισε – πάλι από τον Καναδά και στη συνέχεια στη Βρετανία – τις σπουδές της πάνω στο αντικείμενο που την έχει κάνει αναγνωρίσιμη σε όλο τον κόσμο. Εδώ και χρόνια ζει στο Λονδίνο με την οικογένειά της. Η ανατροφή της ήταν ελληνική, θυμάται.

«Πήγαινα στο ελληνικό σχολείο κάθε Σάββατο για ώρες! Νομίζω ότι κατά κάποιους τρόπους είσαι πιο Ελληνίδα στο εξωτερικό, διότι είσαι σε μια μικρή κοινότητα και πρέπει να κρατήσεις την ελληνικότητα. Οι γονείς μου δεν ήταν ιδιαίτερα θρήσκοι αλλά πηγαίναμε στην εκκλησία για παράδειγμα. Η ελληνική κοινότητα δεν ήταν τεράστια, αλλά αρκετή για να κάνουμε μαζί Πάσχα και να έχουμε ελληνικό σχολείο για να μαθαίνουμε τη γλώσσα και την ιστορία. Στο σπίτι μιλούσαμε πάντα ελληνικά, ήθελαν παθιασμένα να μάθω ελληνικά, όπως και εγώ με την κόρη μου».

Λέει ότι δηλώνει Ελληνίδα και στο ερώτημα τι σημαίνει για την ίδια το να είναι Ελληνοκύπρια η απάντηση έρχεται αυθόρμητα: «Φαγητό είναι το πρώτο που σκέφτομαι! (γελάει). Τόσα πολλά στον τρόπο ζωής της Κύπρου περιστρέφονται γύρω από το οικογενειακό τραπέζι. Όσο μεγάλωνα όλες οι μεγάλες συζητήσεις γίνονταν εκεί και ακόμα και τώρα που καθόμαστε το βράδυ στο τραπέζι λέμε πώς περάσαμε τη μέρα μας».

Συνεχίζοντας, η δρ Παπαδοπούλου, δηλώνει “αγαπάω την Κύπρο γιατί νομίζω ότι είναι τόσο όμορφο νησί. Πάντα ζούσα σε μεγάλες πόλεις, έζησα για έξι χρόνια στην Κύπρο και πέρα από αυτό στο Τορόντο, στο Λος Άντζελες, στο Λονδίνο. Στο νησί επιστρέφεις στα βασικά. Όταν σκέφτομαι την Κύπρο για παράδειγμα σκέφτομαι τον κήπο του μπαμπά μου, που είναι εντυπωσιακός, σκέφτομαι τον καφέ αν και δεν πίνω παρά το ότι η μαμά μου μού φτιάχνει κάθε φορά. Σκέφτομαι το ηλιοβασίλεμα, την Τζέσι που έχει περάσει κάθε καλοκαίρι της ζωής της στην Κύπρο να τρέχει ξυπόλητη, την οικογένεια».

Πηγή: KYΠΕ