Με την Ειρήνη και τον Τάκη Ευδόκα!

Δύο αυτοβιογραφικά βιβλία του αγαπημένου ζεύγους για την κοινή τους ζωή, αλλά και για την παιδική και εφηβική ηλικία τους

ΤΟΥ ΜΑΡΙΟΥ ΔΗΜΗΤΡΙΟΥ

Όχι ένα, αλλά δύο καινούργια, φρεσκο-γραμμένα αυτοβιογραφικά βιβλία που εκδόθηκαν το 2018 και δεν έτυχαν ακόμα επίσημης παρουσίασης στο αναγνωστικό κοινό, είχα μαζί μου φεύγοντας το μεσημέρι της Παρασκευής 19ης Απριλίου 2019 από το σπίτι του πολυγραφότατου βετεράνου ψυχίατρου και ψυχοθεραπευτή Τάκη Ευδόκα (συγγραφέα είκοσι βιβλίων κυρίως ψυχολογικού ενδιαφέροντος και τριών μεταφράσεων βιβλίων των ψυχιάτρων Karen Horney και Victor Frankl στο ενεργητικό του)…Όμως από τα δύο, μόνο το ένα, με τίτλο «Ελεύθεροι Συνειρμοί» είναι πνευματικό παιδί του γιατρού, αφού το άλλο, με τίτλο «Από το Μηδέν μέχρι τα Ογδόντα» έγραψε η αγαπημένη του σύζυγος Ειρήνη Ευδόκα – είναι το πρώτο εγχείρημα μιας θα έλεγα γεννημένης συγγραφέως που άρχισε να γράφει κάπως αργοπορημένα στα ογδόντα της χρόνια, που μας εκπλήσσει ευχάριστα με το πηγαίο ταλέντο και την αφηγηματική της δεινότητα και μας…ανοίγει την όρεξη, έτσι που να…θέλουμε να συνεχισθεί αυτή η ώριμη παραγωγική φάση της συγγραφικής της δημιουργικότητας! Πολύ περισσότερο γιατί μέσα από τη συναρπαστική διήγηση της ζωής της, μας αποκαλύπτει ότι παραμένει μια γυναίκα με ανεξάρτητο πνεύμα που διατήρησε ακέραιη την εσωτερική ελευθερία της, ζώντας δίπλα σε έναν άντρα με έντονη προσωπικότητα όπως ο Τάκης Ευδόκας (τον Ιούνιο 2019 συμπληρώνουν 62 χρόνια γάμου…). Οι δυο τους είναι κυριολεκτικά…αχώριστοι από το 1956 που γνωρίστηκαν στη Νέα Υόρκη, όπου γεννήθηκε και ζούσε η Ειρήνη. Εκείνη ήταν τότε 20χρονη φοιτήτρια παιδαγωγικών σπουδών αρχικά και στη συνέχεια επαγγελματικής εκπαίδευσης στο Πανεπιστήμιο της Νέας Υόρκης, κόρη του πολύ γνωστού στην Ελληνική παροικία της Νέας Υόρκης, γιατρού Σάββα Ζαβογιάννη και εκείνος 28χρονος Ειδικευόμενος Ψυχίατρος στο  Greenpoint Hospital του Μπρούκλιν. «Το γραφείο του πατέρα μου ήταν σαν προξενείο της Κύπρου στην Αμερική. Εκεί γνώρισα τον Τάκη», μου είπε η Ειρήνη Ευδόκα. Έχουν δύο γιους, τον Βιολόγο και Φυσικό Θεραπευτή στη Λευκωσία Πέτρο Ευδόκα και τον Κλινικό Ψυχολόγο Ανδρέα Ευδόκα, στη Νέα Υόρκη, Διευθυντή του Ψυχιατρικού Τμήματος μεγάλου νοσοκομείου στο Μπρονξ, που απέκτησαν ενώ ζούσαν στη Νέα Υόρκη το 1958 και το 1960 αντίστοιχα, πριν επιστρέψουν – ή…μεταναστεύσουν – για μόνιμη διαμονή στην Κύπρο το 1961.

*Και τα δύο βιβλία εκδόθηκαν από τις εκδόσεις ΑΙΓΑΙΟΝ, σε επιμέλεια του Βάσου Φτωχόπουλλου και επιμέλεια εξωφύλλων της Σοφίας Γεωργίου.

Να σημειώσουμε ότι αναπόφευκτα, κάποια πρόσωπα αναφέρονται και στα δύο βιβλία, όπως ο πατέρας της Ειρήνης Ευδόκα, Σάββας Ζαβογιάννης, εμβληματική μορφή ανάμεσα στους Κύπριους και τους Έλληνες μετανάστες, με πολυσχιδή εθελοντική δράση για προβολή του κυπριακού στις ΗΠΑ. Ήταν προσωπικός φίλος του Αρχιεπισκόπου Μακαρίου, τον οποίο γνώρισε και στον γαμπρό του Τάκη Ευδόκα, όταν ο Μακάριος επισκεπτόταν τη Νέα Υόρκη. Αναπτύχθηκε φιλία και μεταξύ Μακάριου και Ευδόκα, που συνεχίστηκε και στην Κύπρο, μετά την εκλογή του Μακάριου ως πρώτου Προέδρου της Κυπριακής Δημοκρατίας. Όμως αυτή η σχέση πέρασε…μεγάλη δοκιμασία, όταν ο Τάκης Ευδόκας αναμίχθηκε ενεργά στην πολιτική της εποχής εκείνης και κατήλθε ως ανθυποψήφιος του Μακάριου στις Προεδρικές εκλογές του 1968, εισάγοντας ιστορικά για πρώτη φορά, την έννοια της αντιπολίτευσης και της διαφορετικής άποψης στη δημοκρατικά ανώριμη πολιτική ζωή της Κύπρου, όπου μέχρι τότε κυριαρχούσε η ειδωλολατρία του Μεγάλου Αλάνθαστου Ηγέτη, επιμελώς καλλιεργημένη από τους Μακάριο και Γρίβα. Μάλιστα το 1970, ο Ευδόκας καταδικάστηκε με συνοπτικές διαδικασίες σε δύο μήνες φυλάκιση και κλείστηκε στις Κεντρικές Φυλακές, για επικριτικό του άρθρο κατά του Προέδρου Μακαρίου στην αντιπολιτευόμενη εφημερίδα «Γνώμη», με τίτλο «Ο Μακιαβέλλι στον Μακάριο». Αφέθηκε ελεύθερος με Προεδρική χάρη πριν εκτίσει την ποινή του, ενόψει των επικείμενων βουλευτικών εκλογών…

Η συνάντηση με Ειρήνη, το πιο σημαντικό γεγονός

Γι’ αυτό το βιβλίο…ελεύθερου συνειρμού, μου είχε μιλήσει ο Τάκης Ευδόκας αρχικά σε προηγούμενη συνέντευξη για την «24» πριν δύο χρόνια (Μάρτιο 2017) και είχα συγκρατήσει ιδιαίτερα την αναφορά του ότι ο ίδιος το υπαγορεύει και το γράφει η Ειρήνη. «Δεν μπορώ πια να γράψω αφού έχασα την όραση μου από το δεξί μου μάτι εδώ και 10 χρόνια, ενώ έμεινε η μισή μου όραση, στο αριστερό, λόγω της κορτιζόνης που χρειαζόμουν για τη νόσο Addison που με ταλαιπωρεί εδώ και καιρό», μου είπε. Πρόβλημα παρουσιάζει και στην ακοή του, ενώ πριν χρόνια πέρασε και ξεπέρασε ένα σοβαρό εγκεφαλικό. Τον είχα ρωτήσει τότε, τι νιώθει για την Ειρήνη. Μου απάντησε ότι «χωρίς αυτήν, πιθανόν να μη ζούσα. Είναι και ήταν πάντα δίπλα μου, στα καλά και στα κακά, μου συμπαρίσταται και με αγαπά και τα αισθήματα βέβαια, είναι αμοιβαία». Το επαναλαμβάνει με διαφορετικά λόγια στο δεύτερο κεφάλαιο των «Ελεύθερων Συνειρμών», όταν γράφει μεταξύ άλλων ότι «μετά από ενάμισι χρόνο παραμονής στη Νέα Υόρκη, συνέβη το πιο σημαντικό γεγονός της ζωής μου. Συνάντησα την Ειρήνη, τη μέλλουσα σύζυγο μου». Για τη συνάντηση αυτή γράφει εκτενέστερα σε μεταγενέστερο κεφάλαιο: «Παρ’ όλο που έχουν περάσει εξήντα χρόνια από τότε, εγώ και η Ειρήνη περάσαμε μια ωραία και ποικιλόμορφη ζωή μαζί. Είχα πολιτικές διώξεις, φίλους πολλούς, διαδραμάτισα κάποιο ρόλο στη διαμόρφωση της πολιτικής του τόπου με την ανάμιξή μου στην πολιτική και η Ειρήνη πάντοτε ήταν στο πλευρό μου. Είναι σημαντικό πράγμα να έχεις κάποιον στο πλευρό σου με τον οποίο συνεννοείσαι και σε κατανοεί. Ακόμα καλύτερα όταν σε βοηθά και σου δίνει απόψεις και κουράγιο για να συνεχίσεις τον αγώνα σου. Τέτοια ήταν η περίπτωση της Ειρήνης. Γνώριζα ότι όταν θα γύριζα το βράδυ στο σπίτι, καθώς θα τρώγαμε, η Ειρήνη θα με άκουγε με προσοχή και θα μου έλεγε τις απόψεις της».

Στο κεφάλαιο με τίτλο «Δίλημμα», γράφει ο Τάκης Ευδόκας: « Ένα δίλημμα που αντιμετώπισα στη ζωή μου πριν από αρκετά χρόνια, ήταν αν θα κατέληγα στην απόφαση για ανάμιξή μου στην πολιτική. Την πήρα. «Άντεξα» μερικά χρόνια να είμαι ταυτόχρονα ψυχίατρος και πολιτικός. Έπρεπε ν’ αποφασίσω κατά πόσο θα συνέχιζα με την πολιτική. Όπως έδειχναν τα πράγματα, αν συνέχιζα με την πολιτική, θα με απορροφούσε τελείως, και η ψυχιατρική και η ψυχοθεραπεία, που τόσο με ενδιέφεραν, σταδιακά θα εξαφανίζονταν. Πράγμα που δεν ήθελα. Έτσι αποσύρθηκα. Και τώρα ακόμη ασκώ το επάγγελμα, βλέποντας μικρό αριθμό αρρώστων και αυτό μου προσφέρει μεγάλη ικανοποίηση».

Μια στα αγγλικά και μια στα ελληνικά!

Η Ειρήνη Ευδόκα μου είπε ότι έγραψε το βιβλίο της «Από το Μηδέν μέχρι τα Ογδόντα» δύο φορές…μια στα αγγλικά και μια στα ελληνικά και ότι το άρχισε το 2016 στα 80 της χρόνια, γιατί ήθελε να διηγηθεί την προσωπική της διαδρομή στα παιδιά και ιδιαίτερα στα εγγόνια της, τον 20χρονο Ματθαίο και τη 17χρονη Κριστιάνα, παιδιά του γιου της Ανδρέα, που ζουν με τον πατέρα τους στην ευρύτερη περιοχή της Νέας Υόρκης, μετά τον χωρισμό των γονιών τους. «Μου ήρθε η ιδέα να τους πω ποια είμαι εγώ, μέσα από το βιβλίο, να τους αφήσω κάτι, αφού για τον Τάκη ξέρουν πολλά πράγματα», εξήγησε. Σε μικρό σημείωμα πριν τον πρόλογο, ευχαριστεί για τη βοήθεια τους, ιδιαίτερα τον Τάκη, τον Ανδρέα Στυλιανού και την Αλέκα Πρέκα – «η αγάπη με την οποία με αγκάλιασαν, με ώθησε σ’ αυτό το αποτέλεσμα», σημειώνει. Ουσιαστικά το βιβλίο της γράφτηκε ταυτόχρονα με εκείνο του συζύγου της. «Στη διάρκεια της μέρας, ο Τάκης μου έκανε υπαγόρευση και έγραφα το δικό του βιβλίο και τη νύχτα που ήταν ησυχία, μετά που πήγαινε εκείνος για ύπνο, έγραφα το δικό μου βιβλίο», μου είπε.

Γράφει στον πρόλογο η Ειρήνη Ευδόκα: «Αυτό το μικρό απάνθισμα βιωμάτων της εκτενούς ζωής μου, μου έχει πάρει πάνω από τρία χρόνια να το συνθέσω και να το συμπυκνώσω προσεκτικά, όσο μπορούσα, ώστε να γίνει ευανάγνωστο και απολαυστικό. Η κάθε πλούσια στιγμή της ζωής μου, είτε χαρούμενη είτε λυπητερή, ήταν και ακόμα είναι τόσο γεμάτη από θαυμάσιες και ενδιαφέρουσες λεπτομέρειες, που ήταν πολύ δύσκολο για μένα να τις περιορίσω στο μέγεθος αυτού του βιβλίου. Όμως αισθάνομαι ότι οφείλω έστω κι αυτό, σε όλους σας: Τάκη, Πέτρο, Ανδρέα, Ματθαίο, Κριστιάνα, Σου, Πάττη και σε όλους τους άλλους αγαπητούς συγγενείς και φίλους που ζουν σήμερα στην Κύπρο και στην Αμερική, με τους οποίους έχω μοιραστεί πολλές από αυτές τις θαυμάσιες στιγμές, αλλά και πολλές άλλες που αναγκάστηκα να αφήσω εκτός. Κάθε χρονική περίοδος της ζωής μου θα μπορούσε και από μόνη της να αποτελέσει ένα ολόκληρο βιβλίο. Οι πιο πολλοί από εσάς με ξέρετε ως σύζυγο, μητέρα, γιαγιά, φίλη ή ως άλλη συγγενή. Όμως όπως όλοι, έχω κι εγώ καλύψει τα κενά στη ζωή με άλλες δραστηριότητες που δεν ήταν και τόσο γνωστές σε όλους. Όταν τα βάλουμε όλα μαζί, δημιουργούμε μια πολύ γεμάτη ζωή, για την οποία είμαι πολύ ευγνώμων και αν ήταν να τη ζήσω ξανά, δεν θα άλλαζα τίποτα, διότι τότε δεν θα ήταν η δική μου ζωή. Η ζωή μου έχει ευλογηθεί από το μηδέν μέχρι και τα ογδόντα χρόνια και με μεγάλη χαρά σας προσφέρω μια μικρή γεύση της. Απολαύστε την!».

«Τα άγουρα χρόνια στη Νέα Υόρκη»

Στο κεφάλαιο με τίτλο «Τα άγουρα χρόνια στη Νέα Υόρκη και στο Μπρούκλιν» γράφει μεταξύ άλλων: «Γεννήθηκα στο νοσοκομείο Saint Vincent’s στο down town New York City στους 14 Δρόμους, στις 19 Ιουλίου 1936 από την Αγλαϊα και τον Σάββα Ζαβογιάννη οι οποίοι μετανάστευσαν στην Αμερική από την Κύπρο και με ονόμασαν Ειρήνη για να τιμήσουν τη μητέρα του πατέρα μου που είχε το ίδιο όνομα. (Η μητέρα μου είναι από τον Καραβά και ο πατέρας μου από τον Άγιο Επίκτητο). Οι γονείς μου και εγώ ζούσαμε στους 72 Δρόμους και Broadway στη Νέα Υόρκη για μερικά χρόνια και θυμάμαι να με σπρώχνουν μέσα στο βρεφικό μου αμαξάκι που αναπηδούσε πάνω κάτω στον λιθόστρωτο δρόμο, όποτε πηγαίναμε για ψώνια ή περίπατο στο κοντινό μας Central Park. Ζούσαμε σε νοικιασμένο διαμέρισμα στον τέταρτο όροφο δεκαόροφου κτιρίου και όλα τα παράθυρά μας ήταν ασφαλισμένα με σιδερένια κάγκελα απ’ έξω. Ο πατέρας μου, ένας εξαιρετικός οικογενειακός γιατρός και δερματολόγος είχε το πρώτο του ιατρείο στους 45 Δρόμους στην 8η Λεωφόρο στο Μανχάταν, στην πόλη της Νέας Υόρκης, όπου συχνά απολάμβανα να πηγαίνω μαζί του. Η διαδρομή προς το ιατρείο, είτε με το τρένο είτε με το λεωφορείο, ήταν να κατεβούμε στους 42 Δρόμους και να περπατήσουμε στην 8η Λεωφόρο μέχρι τους 45 Δρόμους. Τότε στο Μανχάταν, ειδικά από την 6η Λεωφόρο μέχρι και τη 10η και από τους 14 Δρόμους μέχρι το Washington Heights, ζούσαν και εργάζονταν πολλοί μετανάστες με τις οικογένειες τους απ’ όλα τα μέρη της Ελλάδας και της Κύπρου. Κατ’ ακρίβεια όλοι αυτοί οι μετανάστες, όπως και αυτοί από άλλες ευρωπαϊκές χώρες, είχαν περάσει από διάφορες εξετάσεις όταν το πλοίο τους ξεμπάρκαρε στο Νησί Έλις, πριν τους επιτρέψουν να εισέλθουν στη χώρα της Αμερικής. Οι γονείς μου, οι παππούδες μου, οι θείοι και η θεία μου, όλοι τους ήταν ανάμεσα σ’ αυτούς. Συνήθως στον δρόμο μας προς το ιατρείο, ο πατέρας μου και εγώ σταματούσαμε για καφέ στο diner (ένα ειδικού στιλ μικρό εστιατόριο) κάποιου Έλληνα μετανάστη και μετά στο περίπτερο για ν’ αγοράσουμε μια από τις δύο ελληνικές εφημερίδες, είτε την Ατλαντίδα, είτε τον Εθνικό Κήρυκα μαζί με τη New York Times».

Η μασκότ του σωματείου των Κυπρίων

«Ο πατέρας μου μαζί με μερικούς άλλους φίλους Κύπριους», γράφει η Ειρήνη Ευδόκα, «αποφάσισαν να ιδρύσουν ένα σωματείο με το όνομα «Ένωσις Κυπρίων Αμερικής» για να μπορούν όλοι οι Κύπριοι που ήδη ήταν στην Αμερική, αλλά και οι μελλοντικοί μετανάστες εκεί, να συναντώνται κάθε τόσο και να μιλούν μεταξύ τους για τυχόν προβλήματα τους ή και για την Κύπρο. Θυμάμαι τις πολύωρες συνεδριάσεις που κρατούσαν από το απόγευμα μέχρι πολύ αργά το Σαββατόβραδο με όλους να μιλούν, να φωνάζουν, να γράφουν και μερικοί ακόμη και να κλαίνε, όλοι να προσπαθούν να πουν τη γνώμη τους για τα συγκεκριμένα θέματα που συζητούσαν. Πολλές ήταν οι φορές που με έπαιρνε ο ύπνος στον καναπέ, διότι όλος αυτός ο θόρυβος ακουγόταν σαν νανούρισμα. Παιδάκι τότε, ήμουν η μασκότ του σωματείου και όλοι με αγαπούσαν σαν δικό τους παιδί, διότι μιλούσα πιο πολύ στα ελληνικά και ιδίως στα κυπριακά. Μου άρεσε να απαγγέλλω παιδικά ποιήματα και αργότερα να παίζω πιάνο στις διάφορες εκδηλώσεις του σωματείου και να μου ανταποδίδουν με πολλά χειροκροτήματα». Αναφέρει στο βιβλίο ότι «δεν έχει καθόλου αναμνήσεις από τη μητέρα της τον καιρό που μεγάλωνε, παρά μόνο στα τρία της χρόνια – ήταν το 1939 – όταν η μητέρα της την πήρε για μια σύντομη επίσκεψη λίγων εβδομάδων στο Σαν Φρανσίσκο της Καλιφόρνιας, όπου πήγε και την παρέλαβε ο πατέρας της και επέστρεψαν στη Νέα Υόρκη. «Δεν το κατάλαβα τότε, αλλά ήταν η στιγμή του χωρισμού των γονιών μου, που τελικά οδήγησε στο διαζύγιο τους» παρατηρεί. Προσθέτει ότι το Οικογενειακό Δικαστήριο της Νέας Υόρκης, έδωσε την κηδεμονία της στον πατέρα της. «Μετά που η μητέρα μου μας άφησε», γράφει, «ο πατέρας μου κι εγώ μετακομίσαμε στο Μπρούκλιν και ζούσαμε με τους παππούδες μου Σταύρο και Ευγενία (γονείς της μητέρας μου), τη θεία μου Αναστασία ή Τέσση, τον θείο μου Αποστόλη και τον μικρότερο αδελφό του πατέρα μου Παρασκευά. Ζούσαμε όλοι σε ένα τρίπατο σπίτι που αγόρασε ο πατέρας μου κοντά στο Coney Island». Η μητέρα της ξαναπαντρεύτηκε και απέκτησε μια κόρη δέκα χρόνια μικρότερη από την Ειρήνη.

Μετά τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο και αφού ο πατέρας της κλήθηκε και κατατάγηκε στον Αμερικανικό Στρατό στο νησί Adak της Αλάσκας, μετακόμισαν από το Coney Island σε ένα άλλο διώροφο σπίτι στη 15η Λεωφόρο και τους 58 Δρόμους, πάλι στο Μπρούκλιν. Μεγάλο γεγονός της παιδικής της ηλικίας, η πρώτη επίσκεψή της, στην Κύπρο και στον Άγιο Επίκτητο, μαζί με τον πατέρα της, το καλοκαίρι 1946, όπου έμειναν μέχρι τις αρχές Νοεμβρίου.

Το κυπριακό και η… απασχόληση με τον Τάκη

Στο πάρτι των 16 της χρόνων «η πρώτη δημόσια εμφάνιση της μητέρας μου σαν μητέρα μου, μαζί με τη Ροζαλί την ετεροθαλή αδελφή μου, προσκεκλημένες από τους παππούδες μου και την Τέσση». Μετά την αποφοίτηση από το λύκειο, φοίτησε στο Πανεπιστήμιο της Νέας Υόρκης «πρώτα για δασκάλα και μετά άλλαξα στην επαγγελματική εκπαίδευση, που περιλάμβανε μαθήματα τέχνης και κατασκευής χειροποίητων αντικειμένων». Ταυτόχρονα πρόσφερε εθελοντική εργασία για το κυπριακό, δουλεύοντας «κάμποσες ώρες στο Cypurs Relief Office στους 42 Δρόμους και Times Square στη Νέα Υόρκη. Στο γραφείο μας που ήταν υπό τη διεύθυνση του πατέρα μου και μερικών άλλων, γράφαμε και στέλλαμε επιστολές σε όλους τους Γερουσιαστές και τους Βουλευτές του Αμερικανικού Κογκρέσου και σε όλους τους αντιπροσώπους των χωρών των Ηνωμένων Εθνών, ζητώντας τη βοήθεια τους. Βγάζαμε τη μηνιαία εφημερίδα «Η Κύπρος», μαζεύαμε χρήματα σε διάφορες εκδηλώσεις, κάναμε ζωντανές διαμαρτυρίες με σημαίες και πλακάτ έξω από τα γραφεία των Ηνωμένων Εθνών και παρακολουθούσαμε συνεδριάσεις της Γενικής Συνέλευσης, όποτε το θέμα για συζήτηση ήταν το κυπριακό.  Με τον Τάκη γνωριστήκαμε ενώ κάναμε την εθελοντική μας δουλειά, διπλώνοντας εκατοντάδες γράμματα για τους Γερουσιαστές, φακελώνοντας τα, βάζοντας τους γραμματόσημα και ταχυδρομώντας τα. Ήρθαμε πιο κοντά  ο ένας στον άλλο, αντιληφθήκαμε πως ερωτευτήκαμε και πηγαίναμε περιπάτους μαζί στο Prospect Park στο Μπρούκλιν και στο Central Park στη Νέα Υόρκη, όπου μια φορά μας έκλεψαν την καινούργια μου τσάντα και τα γυαλιά του Τάκη από το παγκάκι όπου καθόμασταν, αφού εμείς ήμασταν «απασχολημένοι» και αναγκάστηκα να τον συνοδεύσω στο δωμάτιο του στο Kings County Hospital στο Μπρούκλιν, διότι δεν έβλεπε χωρίς αυτά και άλλες φορές συνήθως περπατούσαμε στους 42 Δρόμους στην τεράστια Δημοτική Βιβλιοθήκη της Νέας Υόρκης, όπου σχεδιάζαμε το μέλλον μας. Και οι δύο αποφασίσαμε πως θα μας άρεσε να ζήσουμε στην Κύπρο, μετά από μερικά χρόνια, όταν θα τελείωνε την ειδίκευσή του στη Ψυχιατρική. Ο πατέρας μου προσπαθούσε πολύ να μας αλλάξει τα σχέδια, όμως όταν αντιλήφθηκε πως εμείς ήμασταν αποφασισμένοι, ενέδωσε και τελικά δέχτηκε να μας δώσει την ευχή του και μας αρραβώνιασε ο ίδιος σε πολύ μικρό οικογενειακό κύκλο στις 10 Σεπτεμβρίου 1956». Η Ειρήνη και ο Τάκης παντρεύτηκαν…δύο φορές – στις 11 Δεκεμβρίου 1956 στο Δημαρχείο της Νέας Υόρκης και στις 9 Ιουνίου 1957 στον Καθεδρικό Ναό της Αγίας Τριάδος στους 79 Δρόμους στη Νέα Υόρκη. Παρανυφάκι η δεκάχρονη τότε ετεροθαλής αδελφή της, Ροζαλί. Γράφει ότι συνέχισε τις σπουδές της στο Πανεπιστήμιο της Νέας Υόρκης, «μέχρι που άρχισε να φαίνεται η εγκυμοσύνη της, οπότε και διέκοψε τα μαθήματα».

Οι θυελλώδεις και οι ηλιόλουστες μέρες…

Σε ένα από τα τελευταία κεφάλαια του βιβλίου, η συγγραφέας επισημαίνει ότι «εξήντα χρόνια έγγαμης ζωής με το ίδιο πρόσωπο αυτές τις μέρες είναι νομίζω ένα μεγάλο επίτευγμα και από τις δύο πλευρές. Όλα τα πάνω και τα κάτω, οι θυελλώδεις και οι ηλιόλουστες μέρες, τα χαμόγελα και τα δάκρυα, η χαρά και η λύπη της, μοιράζοντας τα πάντα με απεριόριστη και άνευ όρων αγάπη, είναι κάτι που πρέπει να μας προκαλεί πάρα πολλή χαρά και πανηγυρισμό». Παρατηρεί στον επίλογο του βιβλίου, μεταξύ άλλων: «Οι καιροί και οι άνθρωποι έχουν αλλάξει πολύ κατά τη διάρκεια όλων αυτών των χρόνων. Ακόμη και εδώ, στη Λακατάμια, όπου πριν από 25 χρόνια όπου το δικό μας σπίτι ήταν το μοναδικό ανάμεσα σε μεγάλα πρασινωπά χωράφια και μπορούσαμε να δούμε τον Πενταδάκτυλο στη βόρεια πλευρά της Λευκωσίας. Τώρα τα δέντρα του κήπου μας έχουν μεγαλώσει τόσο, που δεν μπορούμε να δούμε την τεράστια σημαία του ψευδοκράτους σε μια από τις βουνοπλαγιές και που φωτίζεται όλη νύκτα για να μας θυμίζει τη φρικτή εισβολή της Τουρκίας το 1974. Ολόκληρη η ζωή είναι μια τεράστια εμπειρία φτιαγμένη από πολλές μικρές, είτε καλές είτε άσχημες αναμνήσεις οι οποίες μας βοηθούν να προχωρούμε σε νέους δρόμους με περισσότερο θάρρος και δύναμη. Εύχομαι όταν φτάσετε όλοι στη μεγάλη μου ηλικία και προσπαθήσετε κάποτε ν’ ανακαλέσετε τις αναμνήσεις σας να έχετε μόνο ευχάριστες στιγμές να θυμηθείτε, για να σας βοηθήσουν να επιβιώσετε στις διάφορες αλλαγές που γίνονται στον κόσμο γύρω σας». Να αναφέρουμε ότι η Ειρήνη και ο Τάκης Ευδόκας, έπεισαν τον πατέρα της Σάββα Ζαβογιάννη να έρθει από τη Νέα Υόρκη να ζήσει τα τελευταία του χρόνια στην Κύπρο και πράγματι τον φιλοξένησαν στο σπίτι τους από το 1983 μέχρι τον θάνατο του το 1988, στα 91 του χρόνια, χωρίς να καταφέρει όμως να ξαναδεί το χωριό του τον Άγιο Επίκτητο.

Τα εξώφυλλα των βιβλίων τους.

Φώτο: Η Ειρήνη και ο Τάκης Ευδόκας στο σπίτι τους στη Λακατάμια τη μέρα της συνέντευξης – 19 Απριλίου 2019.