Μια πρώτη ανάγνωση της απόφασης του Ανωτάτου Δικαστικού Συμβουλίου για την παύση του Γενικού Ελεγκτή

Του Δρα Αντώνη Στ. Στυλιανού*

Στις 18 Σεπτεμβρίου 2024, το Ανώτατο Συνταγματικό Δικαστήριο, ενεργώντας ως Ανώτατο Δικαστικό Συμβούλιο έβαλε τίτλους τέλους για μια από τις μεγαλύτερες θεσμικές κρίσεις στην ιστορία της Κυπριακής Δημοκρατίας, μεταξύ του Γενικού και Βοηθού Γενικού Εισαγγελέα και του Γενική Ελεγκτή. Η απόφαση του Ανωτάτου Συνταγματικού Δικαστηρίου που συνέρχεται ως Συμβούλιο ήταν ομόφωνη από τους οκτώ Δικαστές που συμμετείχαν και αποτελεί μια από τις πλέον ιστορικές αποφάσεις λόγω της φύσης της. Η απόφαση είναι πολυσέλιδη και στο παρόν καταγράφονται τα βασικά σημεία που τέθηκαν.

Σύμφωνα με το Συμβούλιο, η συμπεριφορά του Γενικού Ελέγκτη έχει εκφύγει της αρμόζουσας για την θεσμική του θέση συμπεριφοράς, ενώ παράλληλα «ο Γενικός Ελεγκτής θα έπρεπε και όφειλε να αρθεί στο ύψος των περιστάσεων και να ζυγίσει όλα τα δεδομένα, να επιδείξει αυτοσυγκράτηση και όχι να προκαλέσει διάβρωση της εμπιστοσύνης του θεσμού. Ο Ελεγκτής όχι απλώς πέρασε την γραμμή αλλά παραβίασε το τεκμήριο αθωότητας άλλου κρατικού αξιωματούχου».

Η απόφαση του Συμβουλίου είναι έντονη, με σκληρό λεκτικό εναντίον του, ομόφωνη (από τους 8 Δικαστές) και πολυσέλιδη (209 σελίδες), αποδομώντας πλήρως τις θέσεις που εξέφρασε η πλευρά του Γενικού Ελεγκτή και τον Γενικό Εισαγγελέα να κερδίζει όλα τα επιχειρήματά του.

Ιδιαίτερα επικριτικό το Συμβούλιο για τα γεγονότα κατά του Γενικού Ελεγκτή, καταδεικνύοντας εμπάθεια, αλλότρια κίνητρα, με την ανάρμοστη συπεριφορά να μην περιορίζεται μόνο στα καθήκοντα του κρατικού  αξιωματούχου αλλά και στην όλη συμπεριφορά του, με την δημοφιλία, όπως αναφέρει το Δικαστήριο, να μην αποτελεί κριτήριο να αποφανθεί αν υπάρχει ανάρμοστη συμπεριφορά. Ο Γενικός Ελεγκτής, σύμφωνα με το Ανώτατο Συνταγματικό Δικαστήριο, ενεργώντας ως Συμβούλιο, «δεν ανταποκρίνεται στο ελάχιστο σε αυτό που έπρεπε. Απαράδεκτη και επικίνδυνη για το κράτος δικαίου συμπεριφορά.»

Σύμφωνα με το Συμβούλιο, ο Γενικός Ελεγκτής παραβίασε το τεκμήριο αθωότητας άλλων θεσμικών παραγόντων, επιδεικνύοντας έλλειψη σεβασμού προς τους θεσμούς με συμπεριφορά η οποία καταγράφεται ως μεμπτή και κατώτερη των περιστάσεων και της θεσμικής του θέσης. Το γεγονός της ανάρμοστης συμπεριφοράς δεν ήταν ένα, εφήμερο και μεμονωμένο αλλά κατ’ επανάληψη, ως καταγράφεται στην απόφαση του Συμβουλίου.

Η απόφαση είναι δεσμευτική όσον αφορά στην παύση του Γενικού Ελεγκτή από τον Πρόεδρο της Δημοκρατίας. Η απόφαση είναι πρωτόγνωρη, προφανώς και ιστορική όσον αφορά στην ουσία της.

Τα κύρια σημεία της απόφασης, ως έχουν καταγραφεί περιλαμβάνουν:

  • Η απόφαση του Συμβουλίου δεν κρίνει τις αρμοδιότητες του Γενικού Ελεγκτή αλλά της αντίδρασής του επί σειράς θεμάτων.
  • Εξετάζοντας 15 κεφάλαια ζητημάτων που τέθηκαν ενώπιο του το Δικαστήριο καταγράφει ότι εν πολλοίς οι απόψεις του Γενικού Ελεγκτή έμειναν μετέωρες, διαφώνησε με τις θέσεις του Γενικού Ελεγκτή σε σχέση με το διπλό ρόλο του Γενικού Εισαγγελέα, εντόπισε ότι οι επίδικες απόψεις του Γενικού Ελεγκτή επιδεικνύουν έλλειψη σεβασμού προς τον θεσμό του Γενικού Εισαγγελέα, δεν λειτούργησε με αυτοσυγκράτηση, όσον αφορά στις καταγγελίες του ενώπιον της Ανεξάρτητης Αρχής κατά της Διαφθοράς ο Γενικός Ελεγκτής δεν ήταν μόνο ο διαβιβαστής των καταγγελιών αλλά και κριτής ενώ αμφισβήτησε και τις αποφάσεις της Αρχής.
  • Το Συμβούλιο ασχολήθηκε και με την Σελίδα Ομάδας Στήριξης του Γενικού Ελεγκτή, αναφέροντας ότι ανέμενε από έναν κρατικό αξιωματούχο να παρέμβει άμεσα προς τη Σελίδα Στήριξης για να σταματήσουν οι βωμολοχίες που αναρτώνταν σε αυτήν.
  • Όσον αφορά στον τρόπο χρήσης των Μέσων Κοινωνικής Δικτύωσης από τον Γενικό Ελεγκτή, το Ανώτατο Συνταγματικό Δικαστήριο ενεργώντας ως Συμβούλιο έκρινε ότι δεν ήταν επιτρεπτή, κάνοντας λόγο για αχρείαστες αναρτήσεις, ειρωνείες και αντιπαραθέσεις.
  • Το Συμβούλιο «[διαπιστώσε] σε σωρεία παρεμβάσεων Γενικού Ελεγκτή μια συνεχή τάση παρουσίασης των γεγονότων προς τους πολίτες εντελώς διαφορετική από αυτή που υφίστανται. Να θυμίσουμε το θέμα των πολλαπλών συντάξεων και την περίπτωση του Βοηθού Γενικού Εισαγγελέα, του πρύτανη και της θυγατέρας του και την καταβολή των δικηγορικών εξόδων για την υπόθεση που τον αφορούσε παραλείποντας να ενημερώσει για την κατάληξη (ενώ ενημέρωνε ότι θα πλήρωνε ο ίδιος τα έξοδα τελικά τα κατέβαλε το κράτος».
  • «Το ενώπιον μας διάβημα για απόλυση του Ελεγκτή δεν έχει έναυσμα στην έκφραση ελεύθερης γνώμης αλλά στην απόδοση αλλότριων κινήτρων ενώ είχε πλήρης επίγνωση του είδους των γνωματεύσεων του Γενικού Εισαγγελέα», αναφέρει το Συμβούλιο.
  • «Ο Γενικός Ελεγκτής θα έπρεπε και όφειλε να σταθεί στο ύψος των περιστάσεων και να ζυγίσει όλα τα δεδομένα, να επιδείξει αυτοσυγκράτηση και όχι να στήνει λαικά δικαστήρια και να προκαλεί διάβρωση της εμπιστοσύνης του θεσμού. Ο Ελεγκτής όχι απλώς πέρασε την γραμμή αλλά παραβίασε το τεκμήριο αθωότητας άλλου κρατικού αξιωματούχου».
  • «Η συμπεριφορά Ελεγκτή δεν ανταποκρίνεται στο ελάχιστο σε αυτό που έπρεπε. Απαράδεκτη και επικίνδυνη για το κράτος δικαίου συμπεριφορά. Ακολούθησε τον λάθος δρόμο της αποδόμησης των γνωματεύσεων Εισαγγελέα και υπόσκαψής τους. Όφειλε να περιορίζεται στον επαναλαμβανόμενο έλεγχο αποφεύγοντας αντεγκλήσεις».

Τα πιο πάνω καταγράφονται εκ της αποφάσεως του Ανωτάτου Συνταγματικού Δικαστηρίου, χωρίς να υπάρχει στο παρόν στάδιο σχολιασμός επί τούτων.

*Λέκτορα Νομικής στο Πανεπιστήμιο Λευκωσίας, LL.B Law (Bristol), Ph.D in Law – International Law and Human Rights (Kent), Διευθυντής Μονάδας Νομικής Κλινικής Πανεπιστημίου Λευκωσίας.