Νέο «Όχι» από τους καρδιολόγους για το ΓεΣΥ

Η Καρδιολογική Εταιρεία Κύπρου (ΚΕΚ) συστήνει στα μέλη της τη μη συμμετοχή τους στο υφιστάμενο Γε.Σ.Υ μετά και την γενική συνέλευση της που διεξήχθη στις 19 Ιανουαρίου.

Αυτούσια η ανακοίνωση:

Η μεταρρύθμιση στο χώρο της υγείας είναι μια αναγκαιότητα και αυτό είναι καθολικώς αναγνωρισμένο. Ο καλός σχεδιασμός και ο επιμελής προγραμματισμός, η πρόβλεψη δυσλειτουργιών και αδυναμιών και η παροχή όλων των εχεγγύων παραμέτρων είναι εκ των ων ουκ άνευ για την επιτυχή εφαρμογή της. Σε αυτό το πνεύμα, οι ανησυχίες, οι προβληματισμοί και οι ενδοιασμοί κάθε συμμετέχοντα φορέα πρέπει να λαμβάνονται σοβαρά υπόψιν.

Οι επανειλημμένες, ανοικτές για τα μέλη της, συναντήσεις – ενημερώσεις της ΚΕΚ με τον Οργανισμό Ασφάλισης Υγείας (ΟΑΥ) όλο το προηγούμενο διάστημα, μέσα από τις οποίες επιχειρήθηκε ενδελεχής και ειλικρινής ενημέρωση δεν έδωσαν απαντήσεις σε πολλά από τα ερωτήματα και τις ανησυχίες των μελών μας αλλά αντιθέτως επέτειναν και τους προβληματισμούς και τους δισταγμούς τους.

Στην έκτακτη γενική συνέλευση της ΚΕΚ που πραγματοποιήθηκε στις 19 Ιανουαρίου 2019, όλα τα μέλη που τοποθετήθηκαν εξέφρασαν έντονα, τεκμηριωμένους προβληματισμούς για την έκπτωση της ποιότητας των προσφερόμενων καρδιολογικών υπηρεσιών προς τους ασθενείς μας στη βάση των σχεδιασμών του ΟΑΥ και βασικές εργασιακές μας ανησυχίες (ασαφείς εργασιακοί όροι, μη άσκηση ιδιωτικής ιατρικής, νομικό πλαίσιο που διέπει τη συνεργασία γιατρού-ΟΑΥ). Σημείωσαν επίσης λειτουργικές ανησυχίες για το σύστημα (ελλειμματικός προϋπολογισμός, μη ταυτόχρονη με την εφαρμογή του Γε.Σ.Υ. αυτονόμηση δημόσιων νοσηλευτηρίων), που καθιστούν την επιτυχή εφαρμογή του επισφαλή και την καθολική επιθυμία για αναβάθμιση της ιατροφαρμακευτικής περίθαλψης των συμπολιτών μας αμφισβητήσιμη. Ταυτόχρονα, στηλίτευσαν έντονα την άκριτη και αναίτια απαξίωση του ιατρικού κόσμου από οργανωμένους φορείς, μερίδα των ΜΜΕ και την επίσημη πολιτεία.

Η κατανόηση των όλων των πιο πάνω ανησυχιών και η τροποποίησή εκείνων των καταφανώς προβληματικών προνοιών του συστήματος αποτελεί βασική προϋπόθεση για τη συμμετοχή της καρδιολογικής κοινότητας στο επερχόμενο σύστημα υγείας. Ως εκ τούτου, βασικά αιτήματά μας παρατίθενται πιο κάτω:

*Επικαιροποίηση της αναλογιστικής μελέτης Mercer η οποία χρησιμοποιείται σαν βάση για καθορισμό του σφαιρικού προϋπολογισμού, ο οποίος εκ των πραγμάτων αυτή τη στιγμή είναι σημαντικά ελλειμματικός.

*Επαρκής ενημέρωση εκ μέρους του ΟΑΥ για τις ενδονοσοκομειακές καρδιολογικές πράξεις, οι οποίες αντικειμενικά είναι υποχρηματοδοτούμενες, γεγονός που αναπόφευκτα θα επιφέρει μείωση της ποιότητας των παρεχόμενων υπηρεσιών, μέσω της αναγκαστικής χρήσης κατώτερης ποιότητας υλικών, περιορισμού του ααπαραίτητου προσωπικού για κάθε καρδιολογική πράξη, υπαλληλοποίησης των καρδιολόγων .

*Ταυτόχρονη αυτονόμηση των δημόσιων νοσηλευτηρίων με την καθολική εφαρμογή του συστήματος για να δημιουργούνται συνθήκες ισότητας ως προς τα δεδομένα εργασίας όλων των καρδιολόγων.

*Εξασφάλιση των επιστημονικών και εργασιακών κεκτημένων των καρδιολόγων του δημόσιου τομέα.

Η ΚΕΚ, με την ιδιότητά της ως μια επιστημονική εταιρεία με βαρύνουσα γνώμη και επιφορτισμένη με τη διασφάλιση της υγείας των ασθενών μας αλλά και της επιστημονικής αξιοπρέπειας των καρδιολόγων – μελών της, τοποθετείται δημόσια αναφορικά με την εφαρμογή του Γενικού Συστήματος Υγείας (Γε.Σ.Υ)

Έχουμε ισχυρούς ενδοιασμούς για την λειτουργική και ποιοτική εφαρμοσιμότητα του Γε.Σ.Υ. Οι δεδομένες συνθήκες εφαρμογής (υλικοτεχνικές, οικονομικές, νομικές – εργασιακές) καθιστούν τη βιωσιμότητα του πραγματικά επισφαλή.

Ως εκ τούτου, σήμερα 19η Ιανουαρίου 2019, η οποία είναι από τις μαζικότερες σε επίπεδο συμμετοχής, αποφάσισε, μετά από μυστική ψηφοφορία, με συντριπτική πλειοψηφία – σχεδόν καθολικά, να συστήσει στα μέλη της τη μη συμμετοχή τους στο υφιστάμενο Γε.Σ.Υ.

Καλεί ταυτόχρονα τους συναδέλφους, όπου και όποτε παραστεί ανάγκη, να προσφέρουν τις ιατρικές τους υπηρεσίες αμισθί, σε κάθε συνάνθρωπό μας άπορο και αναξιοπαθούντα, πρακτική που είμαστε βέβαιοι ότι ήδη εφαρμόζουν.

Σε όλη αυτή τη διαδρομή, η ΚΕΚ συνειδητά και ειλικρινά στήριξε και συνεχίζει να στηρίζει τον ΠΙΣ σαν τον επίσημο διαπραγματευτή της, ο οποίος θα συνεχίσει τις προσπάθειες για εφαρμογή ενός λειτουργικού Γε.Σ.Υ που θα διασφαλίζει την ποιότητα των παρεχόμενων υπηρεσιών προς τους ασθενείς αλλά ταυτόχρονα και τις αξιοπρεπείς εργασιακές συνθήκες στους συμβεβλημένους ιατρούς».