Όχι λέει ο Σύνδεσμος Τραπεζών στο ΑΚΕΛ για το Ταμείο Κοινωνικής Αλληλεγγύης

Την θέσπιση νομοθεσίας για την ίδρυση Ταμείου Κοινωνικής Αλληλεγγύης και Στήριξης Δανειοληπτών επιχειρεί το ΑΚΕΛ, με την πρόταση νόμου που κατέθεσε ο Γενικός Γραμματέας του ΑΚΕΛ, Στέφανος Στεφάνου.

Η πρόταση βρίσκεται ήδη στα χέρια της Επιτροπής Οικονομικών της Βουλής για συζήτηση.

Σκοπός της νομοθεσίας είναι η αντιμετώπιση των έκτακτων συνθηκών που έχουν δημιουργηθεί ως αποτέλεσμα της ανόδου του πληθωρισμού κατά την τελευταία τριετία και των συνακόλουθων διαδοχικών αποφάσεων της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας για αύξηση των επιτοκίων.

Σύμφωνα με την αιτιολογική έκθεση της πρότασης, οι πόροι του ταμείου μεταξύ άλλων θα αντλούνται από την επιβολή έκτακτου τέλους επί των απροσδόκητων κερδών των πιστωτικών ιδρυμάτων αφού όπως αναφέρεται συγκεκριμένα:

“Θα οδηγήσει στη δικαιότερη κατανομή των οικονομικών επιπτώσεων εντός της κοινωνίας, οι οποίες έχουν δημιουργηθεί από την άνοδο του πληθωρισμού και την αύξηση των επιτοκίων από το έτος 2022 και εντεύθεν.”

Πάντως, ο Σύνδεσμος Τραπεζών διαφωνεί με την πρόταση νόμου του ΑΚΕΛ, και τονίζει τους λόγους:

Κερδοφορία

Η αιτιολόγηση της πρότασης νόμου είναι η φορολόγηση των «απροσδόκητων» κερδών των τραπεζών. Τα προηγούμενα δέκα χρόνια (2013-2023) το τραπεζικό σύστημα διήλθε μια περίοδο «αστάθειας» και σημαντικής «συρρίκνωσης» όπου οι τράπεζες κατέγραψαν ζημιές εκατοντάδων εκατομμυρίων (μη-εξυπηρετούμενα δάνεια, υποχρεώσεις δημιουργίας προβλέψεων για κάλυψη ζημιών και διαγραφές) ενώ οι νέοι μέτοχοι χρειάστηκε να προβούν σε ουσιαστική κεφαλαιακή ενίσχυση πολλών εκατοντάδων εκατομμυρίων ευρώ για να μπορέσει να στηριχθεί το τραπεζικό σύστημα.
Αυτοί οι μέτοχοι, παρά το γεγονός ότι έχουν επανειλημμένα συνεισφέρει στην κεφαλαιακή ενίσχυση των τραπεζών, δεν έχουν λάβει μέχρι σήμερα οποιοδήποτε μέρισμα ως απόδοση της επένδυσης τους, με εξαίρεση μια συστημική τράπεζα που κατέβαλε μέρισμα μετά από σχετική έγκριση που έλαβε από την ΕΚΤ.

Λαμβάνοντας υπόψη όλα τα πιο πάνω, η πρόσφατη κερδοφορία δεν είναι απόλυτα απροσδόκητη αλλά οφείλεται και στις αποφάσεις, τις ενέργειες και τους επιχειρησιακούς σχεδιασμούς των διοικήσεων των τραπεζών.

Η αξιολόγηση της Κύπρου ως διεθνής επενδυτικός προορισμός εξαρτάται, ανάμεσα σε άλλα, και από τη σταθερότητα του νομικού και φορολογικού πλαισίου που ρυθμίζουν τη λειτουργία της αγοράς. Η αστάθεια που τείνει να επικρατήσει στην Κύπρο τα τελευταία χρόνια σε σχέση με το νομικό και φορολογικό πλαίσιο (πλαίσιο εκποιήσεων, ειδικός φόρος, επιπλέον φορολόγηση κερδών) επιφέρει αρνητικές επιπτώσεις στην ελκυστικότητα της Κύπρου ως επενδυτικός προορισμός αφού επιδρά αρνητικά περιορίζοντας τις ευκαιρίες προσέλκυσης σημαντικών επενδύσεων από ιδιωτικά κεφάλαια διεθνούς εμβέλειας όχι μόνο στον τραπεζικό τομέα άλλα και σε άλλους τομείς της οικονομίας. Σημειώνεται ότι ήδη οι κυπριακές τράπεζες επιβαρύνονται με δύο φορολογίες (επί των κερδών και επί των καταθέσεων) και επομένως μια επιπρόσθετη τρίτη φορολογία θα αποτελούσε αρνητική εξέλιξη στις προσπάθειες προσέλκυσης ξένων επενδύσεων από τον ιδιωτικό και τον δημόσιο τομέα.
Ενώπιον μας υπάρχουν τεράστιες γεωπολιτικές προκλήσεις που επηρεάζουν σημαντικά την οικονομία και τις προοπτικές της. Στο χρηματοπιστωτικό επίπεδο παρατηρείται και πιθανόν να υπάρξει μια επιδείνωση του πιστωτικού κινδύνου. Η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα έχει απευθύνει αυστηρές συστάσεις προς τις τράπεζες της ευρωζώνης να επιδείξουν ιδιαίτερη προσοχή στη διαχείριση του πιστωτικού κινδύνου και να είναι προετοιμασμένες να διαχειριστούν αρνητικές εξελίξεις που πιθανόν να επιφέρουν ζημιές στα χαρτοφυλάκια των τραπεζών.

Είναι για αυτό που ενδείκνυται οι τράπεζες να ενισχύσουν περαιτέρω την κεφαλαιακή τους βάση, δια μέσου της κερδοφορίας, και να θωρακίσουν την ανθεκτικότητα και σταθερότητα του τραπεζικού συστήματος ώστε να είναι σε θέση να απορροφήσουν πιθανές μελλοντικές ζημιές.

Η ΕΚΤ παρουσιάζεται αυστηρή στην παραχώρηση έγκρισης για την καταβολή μερίσματος από τις τράπεζες αφού τα αδιανέμητα κέρδη προσμετρούν ως κεφάλαια που μπορούν, εάν και εφόσον καταστεί ανάγκη, να καλύψουν μελλοντικές ζημιές.

Σχέδια στήριξης δανειοληπτών από τις τράπεζες και την κυβέρνηση

  • Κυβερνητικά σχέδια
  • Σχέδιο επιδότησης επιτοκίου στεγαστικών δανείων πρώτης κατοικίας (2020-2021) για επιδότηση του επιτοκίου για τέσσερα χρόνια.
  • Σχέδιο επιδότησης επιτοκίου νέων επιχειρηματικών δανείων (2020-2021).
  • Αναμένεται νέο σχέδιο επιδότησης επιτοκίου στεγαστικών δανείων πρώτης κατοικίας.
  • Σχέδιο Ενοίκιο έναντι Δόσης.
  • Σχέδια τραπεζών
  • Υλοποιήθηκαν σχέδια για απορρόφηση μέρους της αύξησης των επιτοκίων του Ευρώ. Τα σχέδια αυτά αφορούν συγκεκριμένη περίοδο και περιλαμβάνουν είτε το κλείδωμα του επιτοκίου αναφοράς (Euribor) σε μια προγενέστερη ημερομηνία (με επιπλέον μείωση κάποιων μονάδων βάσης), είτε την επιστροφή σε μετρητά μέρους της αύξησης των επιτοκίων, είτε την επιστροφή σε βαθμούς ανταμοιβής της αύξησης των επιτοκίων.
  • Περαιτέρω, μεταξύ 2022–2023, οι τράπεζες έχουν προβεί σε αναδιαρθρώσεις και επαναδιαπραγμάτευση όρων μεγάλου αριθμού δανείων νοικοκυριών και επιχειρήσεων, ύψους €4,5δισ. Από αυτά, υπολογίζεται ότι τα €3.5δισ. αφορούν επανατιμολόγιση δανείων, όπου οι τράπεζες έχουν απορροφήσει μέρος της αύξησης των επιτοκίων, με συνολικό όφελος προς τους δανειολήπτες που ξεπερνά τα €35εκ.  τον χρόνο σε χαμηλότερους τόκους.
  • Πέραν της χρηματοδότησης της οικονομίας δια της παροχής δανείων προς νοικοκυριά και επιχειρήσεις, οι τράπεζες έμπρακτα συνδράμουν και σε κυβερνητικές πρωτοβουλίες που αφορούν σχέδια κοινωνικής πολιτικής, όπως για παράδειγμα την προσφορά χαμηλότοκων δανείων σε δικαιούχους που συμμετέχουν στο σχέδιο ΚτίΖΩ, την διενέργεια μελέτης εμπειρογνωμόνων για την απανθρακοποίηση της κυπριακής οικονομίας και την υλοποίηση της Κάρτας Πολιτισμού Νέων. Τέλος, οι κυπριακές τράπεζες αποτελούν και το μεγαλύτερο πιστωτή του κυπριακού δημοσίου.

Ειδικός Φόρος

  • Τα ΑΠΙ πέραν της καταβολής φορολογίας επί των κερδών καταβάλλουν τα τελευταία δεκατέσσερα χρόνια επιπλέον και ειδικό φόρο επί των καταθέσεων. Ο φόρος αυτός επιβλήθηκε το 2011 και αρχικά θα ίσχυε για δυο χρόνια. Όμως δεκατέσσερα χρόνια μετά ακόμα βρίσκεται σε ισχύ και επιβάλλεται ετήσια.
  • Ο ειδικός φόρος επιβάλλεται επί των υποχρεώσεων του ΑΠΙ (liabilities) και όχι επί περιουσιακών στοιχείων (assets) και καταβάλλεται κάθε χρόνο ανεξάρτητα εάν η τράπεζα καταγράφει ζημιές ή παρουσιάζει κέρδη. Παρόμοια φορολογία δεν υφίσταται στις πλείστες άλλες χώρες της Ευρωζώνης.

Κατά τα έτη που ακολούθησαν τα γεγονότα του 2013 οι τράπεζες κατέβαλλαν ειδικό φόρο παρά τις σημαντικές ζημιές που κατέγραφαν στα οικονομικά αποτελέσματα, την ανάγκη για δημιουργία επιπλέον προβλέψεων για κάλυψη ζημιών και την έλλειψη κεφαλαίων. Χαρακτηριστικό παράδειγμα αποτελεί συστημική τράπεζα που ενώ την τριετία 2017-2019 κατέγραψε ζημιές €725εκ. κατέβαλε και ειδικό φόρο επί των καταθέσεων.

  • Τα τελευταία επτά χρόνια (2017-2023) οι τράπεζες κατέβαλαν συνολικά φόρο εισοδήματος, ειδικό φόρο και ΦΠΑ πέραν των €854εκ. Την ίδια περίοδο ο συνολικός ειδικός φόρος επί των καταθέσεων που καταβλήθηκε ξεπέρασε τα €395εκ.

Η πάγια και διαχρονική θέση του Συνδέσμου είναι όπως όλα τα έσοδα από την επιβολή του ειδικού φόρου, ή μέρος αυτών των εσόδων, θα μπορούσαν να χρησιμοποιηθούν από το κράτος προς στήριξη ευάλωτων νοικοκυριών ως μέρος μιας στοχευμένης κοινωνικής πολιτικής.

Γνώμη Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας (ΕΚΤ)

  • Πριν από οποιεσδήποτε ενέργειες ή προθέσεις για επιβολή επιπρόσθετης/νέας φορολογίας είθισται να ζητείται και να λαμβάνεται υπόψη η γνώμη της ΕΚΤ που είναι και ο θεματοφύλακας της χρηματοπιστωτικής σταθερότητας στην ευρωζώνη.

Πολύ πρόσφατα η ΕΚΤ έχει εκφραστεί αρνητικά στις προθέσεις κάποιων μεμονωμένων κρατών της ευρωζώνης  να επιβάλουν επιπρόσθετη φορολογία στις τράπεζες (windfall tax). Η ΕΚΤ θεωρεί ότι η κερδοφορία των τραπεζών διαδραματίζει κομβικό ρόλο στη φερεγγυότητα του τραπεζικού τομέα αφενός διότι επιτρέπει την οργανική δημιουργία κεφαλαίων και αφετέρου γιατί προσελκύει επενδυτές σε περίπτωση που προκύψει ανάγκη αύξησης κεφαλαίου.

  • Τη δεκαετία 2012-2022 η ΕΚΤ προέβη σε διαδοχικές μειώσεις των επιτοκίων για να αντιμετωπίσει τις επιπτώσεις από την οικονομική κρίση. Το γεγονός αυτό συρρίκνωσε στο ελάχιστο τα επιτοκιακά περιθώρια, ιδιαίτερα κατά την τετράχρονη περίοδο όπου τα επιτόκια του ευρώ ήταν αρνητικά, ενώ οι τράπεζες δεν μετατόπισαν οποιοδήποτε κόστος στους πελάτες. Αυτό επέφερε σημαντικό αρνητικό αντίκτυπο στην κερδοφορία και την απόδοση των κεφαλαίων τους.

Τα αρνητικά και τα μηδενικά επιτόκια δεν αποτελούν και δεν αντικατοπτρίζουν την κανονικότητα αλλά ακριβώς το αντίθετο. Μετά από μια παρατεταμένη περίοδο πολύ χαμηλών και μηδενικών επιτοκίων καταγράφηκε μια αυξητική τάση που όμως δεν μπορεί να θεωρηθεί εντελώς ασυνήθιστη ή αφύσικη αφού μεσοπρόθεσμα θα οδηγήσει τα επιτόκια σε μια κατάσταση κανονικότητας.

  • Η ΕΚΤ ασκεί νομισματική πολιτική με μελλοντικό ορίζοντα. Προβαίνει σε αύξηση των επιτοκίων του ευρώ στοχεύοντας να περιορίσει στο επόμενο διάστημα τη ζήτηση αγαθών και υπηρεσιών, συμπεριλαμβανομένης και της ζήτησης νέου δανεισμού, ούτως ώστε να μειώσει ή να σταθεροποιήσει τον πληθωρισμό.

Στην περίπτωση της Κύπρου υπάρχει μια ιδιαιτερότητα, ειδικά στην κατηγορία των στεγαστικών δανείων. Ενώ στις πλείστες ευρωπαϊκές χώρες οι δανειολήπτες επιλέγουν στεγαστικά δάνεια με σταθερό επιτόκιο στην Κύπρο περίπου τα 2/3 των δανείων φέρουν κυμαινόμενο επιτόκιο και τιμολογούνται με βάσει το Euribor ή το βασικό επιτόκιο του ευρώ. Ως αποτέλεσμα, οι υφιστάμενοι δανειολήπτες επηρεάζονται περισσότερο από την αύξηση των επιτοκίων του ευρώ σε σύγκριση με τους αντίστοιχους δανειολήπτες στεγαστικών δανείων στην ευρωζώνη.

  • Τέλος, πριν από τέτοιες πρωτοβουλίες είναι καλό να διενεργείται μια άσκηση έκθεσης αντικτύπου σε ότι αφορά τις τράπεζες (μακροπρόθεσμη κερδοφορία, κεφαλαιακή επάρκεια, χορήγηση νέων δανείων, ρευστότητα), το χρηματοπιστωτικό σύστημα και την οικονομία.

Νομικά και άλλα θέματα

  • Σε κάποιες μεμονωμένες ευρωπαϊκές χώρες, κυρίως εκτός ευρωζώνης, όπου έχει επιβληθεί κάποια τέτοια φορολογία η νομοθετική πρωτοβουλία προήλθε από την εκάστοτε κυβέρνηση στη βάση προσδοκώμενων αναγκών και όχι από προτάσεις νόμου πολιτικών κομμάτων. Η κυβέρνηση του κράτους είναι αυτή που έχει την πλήρη εικόνα των δεδομένων και της κατάστασης της εγχώριας οικονομίας και μπορεί να κρίνει κατά πόσο είναι αναγκαία η επιβολή οποιασδήποτε επιπλέον φορολογίας.
  • Η πρόταση νόμου στερείται οποιασδήποτε ανάλυσης αφού δεν καταγράφει συγκεκριμένα και αριθμητικά ούτε το «πρόβλημα» που επιζητεί να επιλύσει, ούτε τα αναμενόμενα έσοδα που επιζητεί να εισπράξει, ούτε τον τρόπο διάθεσης των οικονομικών κινήτρων ή χορηγιών αλλά ούτε και τα κριτήρια επιλεξιμότητας των δυνητικά δικαιούχων.

Ως εκ των πιο πάνω, είναι ξεκάθαρο ότι η πρόθεση της πρότασης νόμου είναι απλά να επιβαρύνει τον τραπεζικό τομέα με μια επιπρόσθετη φορολογία χωρίς να λαμβάνει υπόψη τον ευρύτερο αρνητικό αντίκτυπο τόσο στο χρηματοπιστωτικό σύστημα όσο και στην οικονομία γενικότερα.

Η πρόταση νόμου ορίζει ότι η φορολογία επί της αύξησης των καθαρών εσόδων από τόκους θα επιβληθεί τα έτη 2024 και 2025 και θα βασίζεται στα καθαρά έσοδα από τόκους το έτος 2022. Η πρόνοια αυτή αγνοεί παντελώς την περίπτωση όπου μια τράπεζα πιθανόν τα έτη 2024 και 2025  να παρουσιάζει μειωμένη κερδοφορία ή και ζημιές.  Η επιπρόσθετη φορολογία θα δυσχεραίνει τη δυνατότητα της τράπεζας να διατηρήσει ή και να ενισχύσει την κεφαλαιακή της επάρκεια ώστε να είναι σε θέση να απορροφήσει ενδεχόμενες ζημιές.

Συνταγματικά θέματα 

Πέραν των πιο πάνω θέσεων μας, σημειώνουμε ότι εντοπίζονται σοβαρά θέματα ασυμβατότητας με το Σύνταγμα της Κυπριακής Δημοκρατίας στις πρόνοιες της Πρότασης Νόμου. Παραθέτουμε πιο κάτω εκ πρώτης όψεως κάποια από τα συνταγματικά θέματα που έχουν εντοπιστεί:

α)   Αναδρομικότητα: H Πρόταση Νόμου καθίσταται αντισυνταγματική αφού θα επιβληθούν νέες υποχρεώσεις για τα Πιστωτικά Ιδρύματα για το φορολογικό έτος 2024 που ήδη διανύεται από το 01/01/2024 και ως εκ τούτου αποτελεί αναδρομική φορολογία.

β)   Παραβίαση της Αρχής της Ισότητας: Εντοπίζεται άνιση μεταχείριση μεταξύ τραπεζών και των άλλων επιχειρήσεων αφού οι άλλες επιχειρήσεις φορολογούνται στη βάση της κερδοφορίας τους  και της φοροδοτικής τους ικανότητας ενώ, κατά παράβαση του άρθρου 24.1 του Συντάγματος, οι τράπεζες δεν φορολογούνται με τον ίδιο τρόπο στην Πρόταση Νόμου (ολιστική φορολόγηση των εσόδων από τόκους χωρίς να εξετάζεται η κερδοφορία).

γ)   Παραβίαση του άρθρου 80 (2) του Συντάγματος και Παραβίαση της Αρχής της Διάκρισης των Εξουσιών: Oι πρόνοιες της Πρότασης Νόμου προβλέπουν άμεσα ή έμμεσα αύξηση των δαπανών του κράτους [άρθρο 5 (2)(γ)] από το νομοθετικό σώμα καθιστώντας τον Νόμο αντισυνταγματικό.

Περαιτέρω παραβιάζεται η Αρχή Διάκρισης Εξουσιών αφού η γενικότερη διαχείριση των οικονομικών του Κράτους εμπίπτει αποκλειστικά στην αρμοδιότητα της εκτελεστικής εξουσίας.  Για παράδειγμα η Πρόταση Νόμου  επηρεάζει τη δημοσιονομική πολιτική και τον δημοσιονομικό σχεδιασμό του κράτους [άρθρο 5(3)(α) και 5(6) ], κάτι το οποίο ανήκει στην αρμοδιότητα της εκτελεστικής εξουσίας βάσει νομολογίας. Επίσης οι ρυθμίσεις που αφορούν τις ιεραρχικές προσφυγές (άρθρο 7 Πρότασης Νόμου) αποτελούν ξεκάθαρα διοικητικές ρυθμίσεις που εμπίπτουν στις αρμοδιότητες της εκτελεστικής εξουσίας.

πηγή: alphanews