Οι διακοπές του απένταρου

Άνεργος, απένταρος τζαι γυρισμένος. Πού να πάεις διακοπές λαλείς τζαι εσύ; «Ας κάτσω έσσο μου τζαι είμαστε χαμέ».

Αλλά που την άλλη γυρίζει σου! Μπαίνεις Facebook; Γεμάτο με φωτογραφίες που παραλίες. Μπαίνεις Instagram; Μόνο μαγιό με #holidaysκαι #vacations. Και το προφίλ σου στο Hi-5 να εξέθαφκες, πάλε φωτογραφίες σου που επίενες θάλασσα εννά έβρισκες. Παλαβώνεις τζαι παραμιλάς: «Καλά σιόρ, που ήμουν 15 χρονών που έβρισκα τα ριάλια τζαι εφάκου γυρώ της Κύπρου;»

Μαραζώνεις προς στιγμή τζαι πάεις στο ψυγείο να πιείς τίποτε να δροσιστείς πέρκει σου περάσει. Ανίεις το τζαι θωρείς: Τρείς μπουκάλες νερό αλλά οι μισές ενέχουν μέσα τζαι η μια να εν βραστή (ούτε φραπέ εν σε κανούν να κάμεις). Ένα αναψυκτικό τενεκούι ανοιχτό που την προηγούμενη νύχτα που πρέπει να εγίνηκε τσάι, τζαι αν είσαι που χωρκό μια σίκλα παπουτσόσυκα που έφερε ο παππούς σου που την προηγούμενη εφτομά.  

Θωρέις, ξαναθωρείς, κάμνεις ανασκαφές ποτζί ποδά τζαι τάκκα! διάς πάνω σε μια μπύρα της Ομόνοιας (Αποελλίστας άρρωστος, αλλά ήβρεν τες η μάνα σου προσφορά που τον μπακάλη, ήταν να μεν τες πιάει;).

Ξιτιμάζεις για 2-3 λεπτά, περνά σου, αρπάσεις την μπύρα τζαι «εν πειράζει», λαλείς, «ας την πιώ με το τσιάρο μου». Ανίεις τον καπνό να τυλίξεις τσιάρο (αφού είσαι απένταρος είπαμε τζαι εν βαστάς να πιάεις «κανονικά») αλλά ως τζαι δαμέ είσαι άτυχος. Με τα «πογλάουρα» που έσχιει μέσα ούτε μισό τσιάρο εν τυλίεις. Πιάνει σε η πελλάρα, πετάσεις τζαι την θήκη τζαι σκέφτεσαι: «Τώρα να πάω ποτζί στο σαλόνι άπα τζαι άφηκε κανένα τσιάρο ο τζύρης μου πριν να πάει στον καφενέ».

Ξεκινάς βουρητός (φακκάς τζαι το δαχτυλούι του ποθκιού σου πας το έπιπλο που την βιασύνη σου, κουτσεύκεις προς στιγμή παντές τζαι πέζεις κουτσό τον τζαιρό που ήσουν δημοτικό) αλλά συνεχίζεις ακάθεκτος. Πάεις στο σαλόνι, νεκατώνεις ποτζί-ποδά, αλλά τίποτε. «Πάππαλα, ένεσχιει τσιάρο, εμείναμε έτσι», παραμιλάς.

Στρέφεσαι πίσω στο δωμάτιο σου με το a/cτουλάχιστον να γλυτώσεις την πυρά. Απλώνεις πας το κρεββάτι τζαι παρανοείς. Βάλεις τίποτε να δεις στην τηλεόραση τζαι θωρείς την Φουρέιρα να τραουδά: «40 βαθμοί, λιώνει το κορμί, η λύση είναι μία πάμε παραλία». Πελλανίσκεις, εν σε φορούν οι τόποι, αθυμάσε τον τζαιρό που εγύριζες τα «Sunrise» και τα «Figtree» τζαι τωρά που είσαι 25 κάθεσαι έσσο όπως τον «παλαβό», ενώ οι άλλοι της ηλικίας σου εν στο 5ο μαύρισμα τζαι στην 3η Εγγλεζούα.

Σβήνεις για λία λεπτά, νομίζεις ένα ππέσεις σε κατάθλιψη, γυρίζεις πλευρό εν μπορείς να τζοιμηθείς, γυρίζεις που την άλλη μερκά πονείς (εν η μερκα με το δακτυλούι που εφάτσισες πρίν).

«Εννά μπώ facebook», λαλείς. Μπαίνεις τζαι αφού ανίεις πρώτα 2-3 βιντεούθκια του facebook, που τζίνα που εκάμαν λαικ οι παρέες σου, κάμνεις «scrolldown» τζαι τι να δείς : Nakis Pap is going to La Isla-Limassol 🙂

Μπάμ! Ήρτε σου ιδέα! Γυρεύκεις το τηλέφωνο, εν το βρίσκεις που τον πανικό σου. Τελικά εν κάτω που το μαξιλάρι. «Πέρκει εν άρκησα», μουρμουράς. Αρπάσεις το, μπαίνεις στις επαφές ολόισια τζαι βρίσκεις το «Νάκης». Κτυπάς του αναπάντητη αφού ένεσιεις μέσα τζαι καρτεράς να σου κτυπήσει πίσω. Τα δευτερόλεπτα έν περνούν με τίποτε. Εν παράπανω η αγωνία τζαι που το μάτς του ΑΠΟΕΛ με την Βίσλα μες το ΓΣΠ!

«Εννα πιάει, εν θα πιάει; Επρόλαβα οξά εφάμεντην τζαι που δαμέ», παραμιλάς.

Νιώθεις δόνηση, κάμεις χαρά και ακούεις: «Ζαλίζομαι απ’ το πολύ πότο, τα χείλη σου μυρίζουν αλκοόλ», «Ωπ!», λαλείς, «εν ο ήχος κλήσης μου τούτος».

Θωρείς το τηλέφωνο: «Nakisiscallingyou», γελάς, χαμογελάς και απαντάς το:

– Έλα ρε Νάκη, τι κάμνεις;

– Καλά ρε φίλε, έπιανες με τηλέφωνο;

Ναι ρε, έτο έβαλα κάτι μπύρες μες τον θάλαμο και έπιανασε να σου πω να έρτεις με τους άλλους τους παρέες ποδά να κάτσουμε να τες πιούμε.

– Απαναγία μου ρε φίλε, γιατί εν με έπιασες πιο γλήορα; Εξεκινήσαμε τωρά να πάμε θάλασσα στην Λεμεσό.

– Α οκ ρε Νάκη μου κάλο, ένεσιει πρόβλημα.

– Εσύ τι εννα κάμεις;

– Ε τίποτε ρε φίλε, εννα κάτσω σπίτι μάλλον, ένεχω με αυτοκίνητο, έπιαντο η μάνα μου να πάει στην αρφή μου.

– Άτε φόριστο μαγιό σου τζαι είμαστε δαμέ στο περίπτερο να έρτουμε να σε πιαμέ να πάμε ούλοι μαζί.

– Οι ρε, εν οκ! Εν βαστώ με λεφτά πάνω μου τωρά επειδή άφηκα το τσεντί μου μες το αυτοκίνητο.

– Ένεσιει πρόβλημα ρε πελλέ, ερκούμαστε να σε πιάμε να πάμε και κανονίζουμεντα άλλη φορά!

– Άτε τελοσπάντων, να μεν σου χαλάσω χατίρι. Σε 5΄είμαι έτοιμος, έννα σας περιμένω!

– Οκ φιλούι μου, έγινε!

Τζαι κάπως έτσι, με το μειδίαμα στα χείλη, πάεις φορείς το μαγιό σου, πιάνεις τον ττόρο σου, αρπάσεις τα γυαλιά σου και είσαι έτοιμος για τες διακοπές του «απένταρου».

Μεταξύ σοβαρού και αστείου όμως, σε έτσι εποχές, με τις τόσες δυσκολίες, το να θέλει κάποιος να πάει διακοπές φαντάζει ως κάτι το εγωιστικό ή το παράλογο. Δεν είναι όμως καθόλου έτσι.

Το αν έχεις 5 ή 10 ή 50 ή 200 ευρώ στο πορτοφόλι σου δεν θα έπρεπε να αποτελεί κριτήριο για την ευτυχία σου. Δυστυχώς όμως, όταν η φτώχεια μπαίνει από την πόρτα, η χαρά βγαίνει από το παράθυρο…

Υ.Γ: Το παρών κείμενο δεν έχει σκοπό να θίξει ούτε πρόσωπα ούτε καταστάσεις. Απλά μέσα από την σάτιρα είναι πολύ πιο εύκολο να περάσουν κάποια μηνύματα. Όλοι μας έχουμε φίλους ή συγγενείς που, είτε, έχασαν την δουλειά τους, είτε, ακόμη δεν έχουν αποκατασταθεί επαγγελματικά. Δώστε χαρά στους φίλους σας όποτε μπορείτε, έστω και με μια απλή βόλτα στην παραλία.

Καλές διακοπές σε όλους…