Οι γεωπολιτικές εξελίξεις στην Ταϊβάν

Η επίσκεψη της Προέδρου της Αμερικανικής Βουλής Νάνσι Πελόζι στην Ταϊβάν – η πρώτη επίσκεψη υψηλόβαθμου αμερικανού αξιωματούχου τα τελευταία 25 χρόνια – σηματοδότησε έντονες γεωπολιτικές εξελίξεις στην περιοχή οι οποίες, στην παρούσα φάση, μεταφράζονται σε μεγάλου εύρους στρατιωτικές ασκήσεις της Κίνας με πραγματικά πύρα, σε έξι τομείς περιμετρικά του νησιώτικου συμπλέγματος της Ταϊβάν, που σε κάποιες μάλιστα περιπτώσεις επικαλύπτουν τα 12 ναυτικά μιλιά από τις ακτές της Ταϊβάν. Η διεθνής κοινότητα παρακολουθεί με ανησυχία τα γεγονότα ως εξελίσσονται, με τον κίνδυνο κλιμάκωσης να είναι μεν ορατός αλλά στο παρόν στάδιο απομακρυσμένος.

Οι στρατιωτικές ασκήσεις της Κίνας αποτελούν τις μεγαλύτερες ασκήσεις στην περιοχή, μάλιστα σε ακτίνα που αγγίζει τα 12 ναυτικά μίλια από το νησί – το πλησιέστερο σημείο που έχουν πραγματοποιηθεί τέτοιου είδους ασκήσεις. Η δέσμευση περιοχών από την Κίνα για την πραγματοποίηση των στρατιωτικών της ασκήσεων περιμετρικά της Ταϊβάν, ουσιαστικά δημιουργούν ένα τείχος που μπλοκάρει σε αρκετά μεγάλο βαθμό τους ναυτικούς και αεροπορικούς διαδρόμους προς την αποσχισθείσα περιοχή.

Οι πιο πάνω γεωπολιτικές εξελίξεις σημειώνονται σε μια περίοδο όπου η ένταση στις σχέσεις μεταξύ ΗΠΑ – Κίνας εντείνεται και όπου σε διάφορα μέτωπα υπάρχουν σαφείς ρήξεις στην καθεστηκυία τάξη πραγμάτων, με τον πόλεμο στην Ουκρανία να συνεχίζεται, την ενεργειακή κρίση να κάνει ήδη εμφανή τα σημάδια της, τα προβλήματα που παρατηρούνται στην εφοδιαστική αλυσίδα και την άνοδο του πληθωρισμού σε παγκόσμιο (και ειδικότερα σε ευρωπαϊκό) επίπεδο. Σε συνάρτηση με την πολιτική του Προέδρου Χί της Κίνας όπως οι στρατιωτικές δυνάμεις της Κίνας αναβαθμιστούν μέχρι το 2035 και καταστούν ικανές να πολεμούν και να κερδίζουν πολέμους μέχρι το 2049, τα πιο πάνω γεγονότα ανακατεύουν την γεωπολιτική τράπουλα και δύνανται να αλλάξουν τα υφιστάμενα γεωπολιτικά δεδομένα, δημιουργώντας πολλά γεωπολιτικά μέτωπα ικανά να επηρεάζουν την καθημερινότητα των πολιτών ανά το παγκόσμιο.

Ένα από τα σημαντικά δεδομένα που προκύπτουν ενόψει των πιο πάνω είναι η παγκόσμια κούρσα εξοπλισμών. Όπως έχει αναφερθεί, η Κίνα επιζητεί την αναβάθμιση της στρατιωτικής της ισχύος, αλλάζοντας την παγκόσμια ισορροπία των στρατιωτικών δυνάμεων ξοδεύοντας το μεγαλύτερο ποσό στην στρατιωτική της ισχύ σε σύγκριση με οποιαδήποτε άλλη χώρα εκτός από τις ΗΠΑ, με όσες επιπτώσεις αυτό έχει στην γεωπολιτική σκηνή της υφηλίου. Υπενθυμίζεται ότι η Κίνα ξεπέρασε σε αριθμό το πολεμικό ναυτικό των ΗΠΑ το 2014, χωρίς φυσικά αυτό να σημαίνει ότι ποιοτικά, με στρατιωτικούς όρους, υπάρχει ουσιαστική διαφοροποίηση. Παράλληλα, υπάρχουν αναφορές για προσπάθεια τετραπλασιασμού των πυρηνικών κεφαλών της Κίνας, που αν και αρκετά λιγότερες από τις δυνατότητες των ΗΠΑ, αποτελούν μια από τις μεγαλύτερες απειλές για την δυτική στρατιωτική κυριαρχία. Τέλος, οι δυνατότητες χρήσης διηπειρωτικών βαλλιστικών πυραύλων και υπερηχητικών πυραύλων εντείνουν την ένταση της δυνητικής απειλής σε περίπτωση εμπλοκής σε σύγκρουση, την ίδια στιγμή που η Κίνα επενδύει στην χρήση συστημάτων τεχνητής νοημοσύνης σε στρατιωτικό υλικό της και χρησιμοποιεί κατά κόρον, σύμφωνα με δυτικές αναλύσεις, μεθόδους κυβερνοεπιθέσεων εναντίον δυτικών οργανισμών.

Το σκηνικό του 1996 – την τελευταία φορά που η ένταση μεταξύ Πεκίνου και Ταϊπέι έφτασε σε αυτό το σημείο – φαίνεται να επαναλαμβάνεται σήμερα. Αν και το ενδεχόμενο άμεσης σύρραξης φαίνεται απομακρυσμένο, σε περιπτώσεις όπου συμβαίνουν αυτού του εύρους στρατιωτικές ασκήσεις και έντασης οι προκλήσεις παραμένουν σε αυξημένο επίπεδο και η πιθανότητα εμπλοκής παραμένει στο προσκήνιο.

Άρθρο του Δρα Αντώνη Στ. Στυλιανού