Οι συνεργάτες στην πορνεία παγίδευσαν δύο αλλοδαπές

Ξανά μπροστά σε μιαν αμφιλεγόμενη πρακτική της Αστυνομίας που θεμελιώνει λόγο απαλλαγής των κατηγορουμένων

ΤΟΥ ΜΑΡΙΟΥ ΔΗΜΗΤΡΙΟΥ

Με την αγόρευση του συνηγόρου υπεράσπισης Κωνσταντίνου Ταμπούρλα για μετριασμό της ποινής δύο γυναικών – μιας 33χρονης από το Καζακστάν κατοίκου Ρωσίας και μιας 35χρονης από τη Ρωσία – που συνελήφθηκαν  στις 10 Σεπτεμβρίου 2019 σε διαμέρισμα στο κέντρο της Λάρνακας  και παραδέχτηκαν ενοχή σε κατηγορίες διατήρησης οίκου ανοχής και αποζείν από κέρδη πορνείας, συνεχίσθηκε την Παρασκευή 27 Σεπτεμβρίου 2019 στο Επαρχιακό Δικαστήριο Λάρνακας μια αμφιλεγόμενη ποινική διαδικασία που θα μπορούσε να καταλήξει στην απαλλαγή τους από κάθε κατηγορία και στην αθώωσή τους, αφού η υπόθεση στήθηκε με βάση την  αθέμιτη παγίδευση τους από την Αστυνομία.  Η επιβολή ποινής από τη Δικαστή Τώνια Νικολάου επιφυλάχθηκε για την ερχόμενη Παρασκευή 4 Οκτωβρίου 2019.

Η παγίδευση έγινε μέσω στρατολόγησης δύο λεγόμενων «συνεργατών» της Αστυνομίας, οι οποίοι, όπως περίγραψε με…γλαφυρότητα στο Δικαστήριο η εκπρόσωπος της Κατηγορούσας Αρχής Αντιγόνη Μιχαήλ, σε διαφορετικές περιπτώσεις πήγαν στο διαμέρισμα των δύο κοπέλων παρουσιαζόμενοι ως πελάτες κι έκαναν σεξ μαζί τους πληρώνοντας με σημαδεμένα (φωτοτυπημένα) χαρτονομίσματα που τους παραχωρήθηκαν προηγουμένως από την Αστυνομία (Ουλαμός Προλήψεως Εγκλημάτων – ΟΠΕ Λάρνακας) για σκοπούς τεκμηρίωσης στο Δικαστήριο. Η προσέλκυση πελατών γινόταν μέσω αγγελιών στο διαδίκτυο, για προσφορά «ερωτικού μασάζ». Σύμφωνα με την κυρία Μιχαήλ, από το διαμέρισμα κατασχέθηκαν, μεταξύ άλλων, τα χαρτονομίσματα, τα  χρησιμοποιημένα προφυλακτικά των συνεργατών και βιβλιάρια με σημειώσεις. Είναι αξιοσημείωτο ότι οι μαρτυρίες των δύο συνεργατών αναγνώσθηκαν από την Κατηγορούσα Αρχή χωρίς να κληθούν οι ίδιοι να δώσουν αυτοπροσώπως τις μαρτυρίες τους, προφανώς μετά από αίτημα της Αρχής στο Δικαστήριο για διασφάλιση της μη αποκάλυψης της ταυτότητας τους.

Τα…χρησιμοποιημένα προφυλακτικά του μάρτυρα της Αστυνομίας…

Περιγράφοντας τα γεγονότα η υπόθεσης η Δημόσια Κατήγορος είπε ότι στις 12 Αυγούστου 2019 λήφθηκε πληροφορία στον ΟΠΕ (Ουλαμό Προλήψεως Εγκλημάτων) Λάρνακας ότι δύο αλλοδαπές γυναίκες χρησιμοποιούν κινητά τηλέφωνα για να διευθετούν ραντεβού και ότι επιδίδονται συστηματικά στην πορνεία – ότι δηλαδή δέχονται άντρες με τους οποίους έρχονται σε συνουσία έναντι αμοιβής. Πρόσθεσε ότι «στα πλαίσια διερεύνησης της πληροφορίας μέλος του ΟΠΕ εντόπισε σε συγκεκριμένη ιστοσελίδα στο διαδίκτυο, δύο αγγελίες από δύο διαφορετικές αλλοδαπές γυναίκες με δύο διαφορετικούς αριθμούς κινητών που σύμφωνα με τις αγγελίες πρόσφεραν ερωτικό χαλαρωτικό μασάζ έναντι του ποσού των 50 ευρώ η καθεμία. Το μέρος τέθηκε υπό διακριτική παρακολούθηση σε διάφορες ημερομηνίες. Για διερεύνηση της υπόθεσης και λήψη περαιτέρω πληροφοριών στις  9 Σεπτεμβρίου 2019 η ώρα 12.00 στρατολογήθηκε ο Μάρτυρας Κατηγορίας 1 συνεργάτης της Αστυνομίας ο οποίος ενεργώντας ως πελάτης συναντήθηκε στο πιο πάνω διαμέρισμα και ήρθε σε συνουσία με τη δεύτερη κατηγορούμενη πληρώνοντας την με χαρτονόμισμα το οποίο του είχε παραχωρηθεί από την Αστυνομία και το οποίο προηγουμένως είχε φωτοτυπήσει. Ο συνεργάτης της Αστυνομίας αναγνώρισε τη δεύτερη κατηγορούμενη ότι είναι η γυναίκα της διαφήμισης στη συγκεκριμένη ιστοσελίδα. Την ίδια μέρα κατά η ώρα 8.οο στρατολογήθηκε ο  Μάρτυρας Κατηγορίας 2 δεύτερος συνεργάτης της Αστυνομίας που συναντήθηκε στο διαμέρισμα με την πρώτη κατηγορούμενη και ήρθε σε συνουσία μαζί της πληρώνοντας την το ποσόν των 50 ευρώ με χαρτονόμισμα το οποίο του είχε προηγουμένως παραχωρήσει η Αστυνομία και το οποίο είχε φωτοτυπήσει. Ο Μάρτυρας 2 αναγνώρισε την πρώτη κατηγορούμενη ως τη γυναίκα που είχε δει στην αγγελία προηγουμένως και πρόσφερε ερωτικό μασάζ. Στις 10 Σεπτεμβρίου 2019 στις 12.15 μ. μ. ο Μάρτυρας 1 μετέβη στο πιο πάνω διαμέρισμα όπου συναντήθηκε και με τις δύο κατηγορούμενες τις πλήρωσε με δύο χαρτονομίσματα των 50 ευρώ τα οποία του είχαν παραχωρηθεί προηγουμένως από την Αστυνομία και είχαν φωτοτυπηθεί και ήλθε σε σεξουαλική επαφή και με τις δύο κατηγορούμενες. Την ίδια μέρα η ώρα 12.30 μ. μ. μέλη του ΟΠΕ Λάρνακας εισήλθαν στο διαμέρισμα όπου εντόπισαν τις δύο κατηγορούμενες και στην κατοχή τους ανευρέθηκαν τα τέσσερα χαρτονομίσματα που ανέφερα πιο πάνω, αριθμός αποδείξεων αποστολής χρημάτων μέσω συγκεκριμένης εταιρίας, χρησιμοποιημένα προφυλακτικά, βιβλιάρια σημειώσεων κλπ. Στη διάρκεια ελέγχου διαπιστώθηκε ότι και οι δύο κατηγορούμενες βρίσκονταν παράνομα στη Δημοκρατία. Κατά την έρευνα εντοπίσθηκε το χρηματικό ποσόν των 980 ευρώ και 205 δολαρίων το οποίο πιστεύεται ότι προέρχεται από την παράνομη δραστηριότητα της πορνείας. Είναι και οι δύο λευκού ποινικού μητρώου».

Σεξ επί πληρωμή με λεφτά…του φορολογούμενου!

Ο δικηγόρος των δύο κατηγορουμένων Κωνσταντίνος Ταμπούρλας αρχικά εξέφρασε στο Δικαστήριο τη «μεταμέλεια» και την «απολογία» των δύο γυναικών (που όπως είπε, «είναι φίλες εδώ και πολλά χρόνια») για τα αδικήματα για τα οποία κατηγορούνται. Ανέφερε ότι «η μεταμέλεια τους φαίνεται από τα πρώτα στάδια της υπόθεσης με την άμεση παραδοχή τους και τις γραπτές καταθέσεις τους που ακολούθησαν». Όμως το πιο σημαντικό μέρος της αγόρευσης του Κ. Ταμπούρλα ήταν η εκ μέρους του στηλίτευση της παγίδευσης των δύο γυναικών από την Αστυνομία. «Η υπόθεση», είπε, «θα μπορούσε να προταθεί μεταξύ παραδοχής και μη παραδοχής γιατί σαφέστατα από τα όσα ακούστηκαν προκύπτει το θέμα της παγίδευσης. Σε μια ευνομούμενη κοινωνία, η Αστυνομία με λεφτά του φορολογούμενου πολίτη στρατολόγησε συνεργάτες  – που αντιλαμβάνομαι ότι για να κάνει κάποιος αυτή την εκδούλευση στην Αστυνομία δεν είναι και της καλύτερης ποιοτικής στάθμης – για να ζητούν σεξ επί πληρωμή. Θα μου πείτε, μα αφού το πρόσφεραν οι ίδιες. Οι κοπέλες αυτές δεν γεννήθηκαν με τη φιλοδοξία να γίνουν πόρνες. Υπήρξαν κάποιες συνθήκες πριν καταλήξουν πόρνες. Στην ανάγκη τους να πάρουν κάποια χρήματα για να στηρίξουν τις οικογένειες τους, ήρθαν στην Κύπρο για να προσφέρουν ερωτικό μασάζ. Από ότι μου αναφέρουν οι ίδιες, δυστυχώς στην Κύπρο όταν πάει κάποιος για ερωτικό μασάζ δεν αρκείται σε αυτό και θέλει πολύ περισσότερα – όπως ακριβώς και οι συνεργάτες της Αστυνομίας. Μάλιστα ο ένας συνεργάτης της Αστυνομίας απαιτούσε να κάνει σεξ και με τις δύο κοπέλες». Ο κ. Ταμπούρλας απευθυνόμενος πάντα στη Δικαστή επεσήμανε ότι «θα μπορούσαν οι δύο κοπέλες να σπαταλούν το χρόνο σας με μη παραδοχή και να εγείρουν το θέμα της παγίδευσης, εντούτοις παραδέχτηκαν τη διάπραξη των αδικημάτων για τα οποία κατηγορούνται».

Δύο απόφοιτες Πανεπιστημίου, μια έγκυος

«Όσο εκπληκτικό και αν ακούγεται», αποκάλυψε στην αγόρευσή του ο συνήγορος υπεράσπισης, «οι δύο κατηγορούμενες είναι απόφοιτες Πανεπιστημίου – η πρώτη στη Διοίκηση Επιχειρήσεων και η δεύτερη στα Οικονομικά». Πρόσθεσε ότι «δυστυχώς οι συνθήκες στη χώρα τους δεν τους επέτρεψαν να βρουν εργασία, παρά το ότι η πρώτη αναζήτησε εργασία σε καφετέρια και η δεύτερη σε λογιστική εταιρία». Ανέφερε ότι η πρώτη κατηγορούμενη είναι 33 χρόνων από το Καζακστάν αλλά διαμένει στη Ρωσία, ότι στα 18 της παντρεύτηκε και χώρισε μετά από 8 χρόνια γάμου και ότι είναι μητέρα μιας κόρης 8 χρόνων που ζει στη χώρα της με τη θεία της, αδελφή της μητέρας της. Πρόσθεσε ο συνήγορος υπεράσπισης ότι η κατηγορούμενη είναι τώρα έγκυος σχεδόν 3 μηνών από τη σχέση της με αλλοδαπό νόμιμο κάτοικο Κύπρου στη διάρκεια της εδώ παραμονής της. Για την 35χρονη Ρωσίδα δεύτερη κατηγορούμενη ο συνήγορος ανέφερε ότι διαμένει στη Ρωσία με την καρκινοπαθή μητέρα της μετά που χώρισαν οι γονείς της και ότι ο άντρας με τον οποίο είχε στο παρελθόν σοβαρή σχέση ήταν χρήστης ναρκωτικών και την εξανάγκασε να βάλει υποθήκη σε τράπεζα το διαμέρισμα όπου ζει με τη μητέρα της, αντιμετωπίζοντας το ενδεχόμενο έξωσης αν δεν πλήρωνε 500 ευρώ μηνιαίως. Είπε ότι και οι δύο κοπέλες κάτω από τις δύσκολες συνθήκες που βίωναν, αποφάσισαν να έρθουν μαζί στην Κύπρο – «και ήρθαν μέσω Τουρκίας από τα κατεχόμενα χωρίς να γνωρίζουν το πολιτικό πρόβλημα της Κύπρου και ότι ήταν παράνομη η είσοδος τους στις ελεύθερες περιοχές». Ο συνήγορος υπεράσπισης ζήτησε «να ληφθούν υπόψη το λευκό ποινικό μητρώο τους, η ηλικία τους και η απουσία εκμετάλλευσης οποιουδήποτε προσώπου. Δεν εκμεταλλεύτηκαν η μια την άλλη – πρόσθεσε – και δεν θυματοποίησαν κανένα, αφού τα μόνα θύματα είναι οι ίδιες». Κατέληξε καλώντας τη Δικαστή να δει την υπόθεση «με διαφορετική ματιά από άλλες παρόμοιες» και τουλάχιστον να αναστείλει τη φυλάκιση των δύο γυναικών.

Ενδεχομένως θύματα sex trafficking

Ο Κωνσταντίνος Ταμπούρλας επανέλαβε και στην «24» τη δήλωση που είχε κάνει στο πλαίσιο της αγόρευσής του, ότι «η πτυχή της χρησιμοποίησης από την Αστυνομία των λεγόμενων συνεργατών είναι μια καταδικαστέα τακτική και κανονικά σε μια ευνομούμενη πολιτεία θα έπρεπε να αθωωθούν αυτές οι κοπέλες λόγω της παγίδευσης τους». Έθεσε επίσης το θέμα της μεγάλης χρονικής διάρκειας και της καθυστέρησης της εκδίκασης των υποθέσεων. «Καλείσαι ως δικηγόρος», είπε, «να βοηθήσεις τον πελάτη σου και βρίσκεσαι μπροστά στο γεγονός ότι αυτός θα χρειαστεί να παραμείνει υπό κράτηση για πολλούς μήνες μέχρι να τελειώσει η δίκη. Αναπόφευκτα σε αρκετές περιπτώσεις ο πελάτης σου δηλώνει παραδοχή ενοχής, ενόψει μιας μικρότερης ποινής ώστε να είναι ελεύθερος νωρίτερα».

Σημειώνουμε ότι στο Κυπριακό Δίκαιο ακολουθείται το πρότυπο της βρετανικής νομολογίας σε ό,τι αφορά το θεσμό της αστυνομικής παγίδευσης, που τα τελευταία χρόνια προτάσσει την παύση της διαδικασίας σε βάρος του κατηγορουμένου, σε περίπτωση συνδρομής των προϋποθέσεων της αθέμιτης παγίδευσης. Είναι προφανές στην παρούσα υπόθεση ότι σε κανένα στάδιο της διαδικασίας δεν τέθηκε ζήτημα ότι οι δύο γυναίκες είναι ενδεχομένως θύματα εκμετάλλευσης από τρίτα πρόσωπα, παρόλο που πίσω από πλείστες υποθέσεις πορνείας υπάρχουν κυκλώματα εμπορίας γυναικών (sex trafficking). Υπενθυμίζουμε ότι ο σχετικός Νόμος του 2014 περί της Πρόληψης και της Καταπολέμησης της Εμπορίας και Εκμετάλλευσης Προσώπων και της Προστασίας των Θυμάτων, όπως τροποποιήθηκε  και ψηφίστηκε ομόφωνα στη Βουλή στις 12 Ιουλίου 2019 ποινικοποιεί χωρίς οποιαδήποτε προϋπόθεση τον πελάτη του σωματεμπορίου εκτός από τον σωματέμπορο  – σε προέκταση λοιπόν θα μπορούσε να οδηγήσει στο εδώλιο του κατηγορουμένου τους συνεργάτες της Αστυνομίας που παρουσιάζονται ως πελάτες και κάνουν σεξ με γυναίκες πιθανά θύματα σωματεμπορίου για να στοιχειοθετήσουν και τεκμηριώσουν στο Δικαστήριο το αδίκημα. Επισημαίνεται ότι ο νέος τροποποιημένος Νόμος μετατρέπει ουσιαστικά σε αδίκημα αυστηρής ευθύνης, τη ζήτηση, είσπραξη και χρήση υπηρεσιών από θύματα εμπορίας προσώπων και προβλέπει αυστηρότερες ποινές για τους πελάτες θυμάτων σωματεμπορίου, με στόχο να κάνει ευκολότερη την απόδειξη του αδικήματος και να σπάσει την αλυσίδα του σωματεμπορίου.

Αξίζει στο σημείο αυτό να υπενθυμίσουμε τη φράση της Υπαστυνόμου Ρίτας Σούπερμαν  Επικεφαλής του Γραφείου της Αστυνομίας για Καταπολέμηση της Εμπορίας Προσώπων ότι «καμιά γυναίκα δεν έχει όνειρο ζωής να κάνει καριέρα πόρνης. Πάντα κάτι κρύβεται πίσω και δεν υπάρχει ελεύθερη βούληση καμιάς κοπέλας να γίνει πόρνη». Η κυρία Σούπερμαν ανέφερε τα πιο πάνω  στη διάρκεια κατάθεσής της στις 2 Ιουνίου 2016 στο Επαρχιακό Δικαστήριο Λευκωσίας ως μάρτυρας στην εκδίκαση της πρώτης υπόθεσης στην Κύπρο, όπου μια γυναίκα από τη Δομινικανή Δημοκρατία αναγνωρισμένο από την Αστυνομία, θύμα σωματεμπορίας, διεκδίκησε αποζημίωση για τη σεξουαλική εκμετάλλευση που υπέστη. (O  Δικαστής Αλέξανδρος Παναγιώτου απέρριψε την  αστική αγωγή εναντίον των κατηγορουμένων – του ιδιοκτήτη και εργαζομένων σε καμπαρέ στη Λευκωσία –  με απόφασή του τον Ιανουάριο 2018, μια απόφαση που ο δικηγόρος της ενάγουσας Χάρης Σταυράκης σε δήλωσή του στην «24» χαρακτήρισε «πασιφανώς λανθασμένη», την οποία και εφεσίβαλε στο Ανώτατο Δικαστήριο).

Ρίτα Σούπερμαν: «Δεν μας αρέσει, αλλά….»

Λίγους μήνες αργότερα, στις 31 Οκτωβρίου 2016 ο Εκτελεστικός Διευθυντής της Κίνησης για Ισότητα, Στήριξη, Αντιρατσισμό (ΚΙΣΑ) Δώρος Πολυκάρπου ανέδειξε σε συνεδρία της κοινοβουλευτικής Επιτροπής Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων το φαινόμενο της χρησιμοποίησης συνεργατών από την κυπριακή Αστυνομία, στο πλαίσιο της καταστολής της εμπορίας προσώπων και της πορνείας. «Στέλνουμε αστυνομικούς να αγοράσουν υπηρεσίες από γυναίκες που ασκούν πορνεία και δεν ξέρω καμιά περίπτωση που στέλνουμε αστυνομικούς για να παγιδεύσουν κυκλώματα», παρατήρησε.

Άμεση ήταν η απάντηση από την παρευρισκόμενη στη συζήτηση, Υπαστυνόμο Ρίτα Σούπερμαν. «Είναι ξεκάθαρο», είπε, «ότι δεν στέλνουμε ποτέ αστυνομικούς, αλλά συνεργάτες. Δεν μας αρέσει αυτό που κάνουμε, αλλά εμείς δεν έχουμε στη διάθεσή μας το μέτρο που έχουν άλλες χώρες για να παγιδευτούν τα κυκλώματα σωματεμπορίου, που είναι οι τηλεφωνικές παρακολουθήσεις».

Να υπενθυμίσουμε σχετικά, ότι η Έλενα Πισσαρίδου, Πρόεδρος της μη κυβερνητικής οργάνωσης ΣΤΙΓΜΑ, για προστασία θυμάτων σεξουαλικής κακοποίησης και εκμετάλλευσης, έθιξε τον Μάρτιο 2015, σε δημόσια συζήτηση στη Λευκωσία, το θέμα της χρησιμοποίησης πελατών συνεργατών της Αστυνομίας, σε επιχειρήσεις διερεύνησης υποθέσεων σωματεμπορίου. Μίλησε για παρανομία της Αστυνομίας και ρώτησε τον παρευρισκόμενο Ανώτερο Αστυνόμο Χριστάκη Μαυρή, τότε Αστυνομικό Διευθυντή του Τμήματος Γ΄ του Αρχηγείου Αστυνομίας, όπου υπάγεται το Γραφείο της Αστυνομίας για την Καταπολέμηση της Εμπορίας Προσώπων, γιατί συνεχίζει η Αστυνομία αυτή την τακτική. Ο Αστυνόμος Μαυρής δεν απάντησε στην κυρία Πισσαρίδου, όμως η ερώτησή της, είχε ήδη απαντηθεί από την Υπαστυνόμο Ρίτα Σούπερμαν  στις 9 Απριλίου 2012. Εκείνη την ημέρα, η Υπαστυνόμος παρευρισκόταν σε εκδήλωση για την εμπορία προσώπων, που είχε οργανώσει στη Λευκωσία το Γραφείο του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου στην Κύπρο και το Μεσογειακό Ινστιτούτο Μελετών Κοινωνικού Φύλου και αναφέρθηκε σε παρέμβασή της, σε κάποια θεμελιώδη προβλήματα στη νομοθεσία και στο δικαστικό σύστημα, που συμβάλλουν στην ατιμωρησία των σωματεμπόρων και των εκμεταλλευτών γυναικών. Κατονόμασε ως ένα από αυτά τα προβλήματα, τους συνταγματικούς περιορισμούς που εμποδίζουν τις Διωκτικές Αρχές της Κύπρου να χρησιμοποιούν τις τηλεφωνικές παρακολουθήσεις για να καταπολεμούν το οργανωμένο έγκλημα. «Το Σύνταγμά μας απαγορεύει την παρακολούθηση τηλεφώνων, πράγμα που δεν μας βοηθά να βελτιώσουμε τη διερεύνηση», είπε η κυρία Σούπερμαν. «Δεν μπορείς», συνέχισε, «να διερευνάς κυκλώματα χωρίς να παρακολουθείς τα τηλέφωνα και δεν μπορείς να φτάσεις έτσι στον διακινητή, στη χώρα προέλευσης των θυμάτων, στο κύκλωμα».

«Επαχθής πράξη που όλοι κατακρίνουν»…

Στο θέμα της ανάγκης για παρακολούθηση τηλεφώνων σε συνάρτηση με το πρόβλημα της χρησιμοποίησης συνεργατών από την Αστυνομία, αναφέρθηκε και ο πρώην Υπουργός Δικαιοσύνης Ιωνάς Νικολάου σε δηλώσεις του στις 20 Ιουνίου 2017 μετά την παρουσίαση στην κοινοβουλευτική Επιτροπή Εξωτερικών και Ευρωπαϊκών Υποθέσεων, του νομοσχεδίου για κύρωση της Σύμβασης της Κωνσταντινούπολης που σχετίζεται με το θέμα της εμπορίας γυναικών για σεξουαλική εκμετάλλευση, ως γενικότερο θέμα βίας κατά των γυναικών. «Το Υπουργείο Δικαιοσύνης», είπε, «μελετά το θέμα με τους συνεργάτες της Αστυνομίας, για σκοπούς απόδειξης των φαινομένων αυτών και βρίσκεται σε συνεννόηση με τη Νομική Υπηρεσία που αναγνωρίζει τη δυσκολία να αποδειχθούν αυτού του είδους οι υποθέσεις, εάν καταργηθεί η δυνατότητα χρήσης των συνεργατών». Και πρόσθεσε: «Παρόλα αυτά, μελετούμε την ανάγκη να αναθεωρηθεί και τροποποιηθεί η συγκεκριμένη νομοθεσία, ώστε να διασφαλίζεται η απόδειξη των υποθέσεων, χωρίς την αξιοποίηση των λεγόμενων συνεργατών. Θεωρούμε ότι και αν ακόμα αξιοποιούνται οι συνεργάτες, δεν πρέπει αυτοί να φτάνουν στο σημείο μιας επαχθούς πράξης, την οποία σίγουρα όλοι κατακρίνουν. Θα μπορούσε η δυνατότητα αξιοποίησης των συνεργατών, να περιοριστεί σε βαθμό που να είναι αποδεκτός από την κοινωνία και τις αρμόδιες Υπηρεσίες – οι οποίες αναγνωρίζουν τις συνέπειες που προκύπτουν – ώστε μέσα από συγκεκριμένα κριτήρια, να διασφαλιστεί η δίωξη. Αν καταργηθούν οι συνεργάτες χωρίς να διασφαλίζεται η δίωξη αυτών των περιπτώσεων, τότε η αδυναμία να αποδειχθεί μια υπόθεση ενώπιον του Δικαστηρίου, θα δώσει το μήνυμα ουσιαστικά ότι υπάρχει ασυλία». Ο Ιωνάς Νικολάου επανήλθε στις 30 Μαϊου 2018 μιλώντας ενώπιον της Κοινοβουλευτικής Επιτροπής Νομικών, λέγοντας ότι «η παραχώρηση της δυνατότητας παρακολούθησης τηλεφωνικών συνδιαλέξεων ιδιωτικής επικοινωνίας, υπό αυστηρούς όρους και προϋποθέσεις και για τα αδικήματα που προβλέπονται στο Σύνταγμα, είναι επιβεβλημένη αν θέλουμε να καταστήσουμε την Αστυνομία αποτελεσματική στη δίωξη του οργανωμένου εγκλήματος».

Η κατεύθυνση από τη Νομική Υπηρεσία

Ανακοίνωση για το θέμα είχε ήδη εκδώσει και η Αστυνομία από τον Ιούνιο 2017 σχολιάζοντας δημοσιεύματα για χρησιμοποίηση συνεργατών σε υποθέσεις εμπορίας προσώπων και σεξουαλικής εκμετάλλευσης. Ανέφερε ότι «διερευνά τις συγκεκριμένες υποθέσεις στο πλαίσιο εφαρμογής της σχετικής νομοθεσίας και ενεργεί πάντοτε σύμφωνα με τις κατευθυντήριες γραμμές που έλαβε επί του θέματος από τη Νομική Υπηρεσία, γνωρίζοντας ότι τα νομικά όπλα που διαθέτει προς τον σκοπό πάταξης του συγκεκριμένου εγκλήματος είναι πενιχρά. Κατ’ επέκταση, μη έχοντας άλλη επιλογή και σταθμίζοντας την ανάγκη που υπάρχει για καταπολέμηση του φαινομένου αυτού, προβαίνει στη συγκεκριμένη πρακτική. Η Αστυνομία, εντοπίζοντας τις αδυναμίες που προκύπτουν τόσο στον τομέα της πάταξης της εμπορίας προσώπων, όσο και γενικότερα του οργανωμένου εγκλήματος, έχει ζητήσει επανειλημμένα όπως της δοθούν τα νομικά εργαλεία που χρησιμοποιούν οι Αστυνομικοί Οργανισμοί άλλων ευρωπαϊκών χωρών.  Συγκεκριμένα, στο νομικό τους οπλοστάσιο επιτρέπεται μεταξύ άλλων η παρακολούθηση των τηλεφωνικών συνδιαλέξεων υπόπτων και η εφαρμογή ειδικών μεθόδων διερεύνησης».

Παρακολουθήσεις τηλεφωνικών  συνδιαλέξεων

Το θέμα της νομιμοποίησης των παρακολουθήσεων τηλεφωνικών  συνδιαλέξεων που ανέκυψε έντονα στην επικαιρότητα τον Απρίλιο-Μάιο 2019  με αφορμή την αποκάλυψη της εγκληματικής δράσης του καθ’ ομολογία κατά συρροή δολοφόνου πέντε γυναικών και δύο ανήλικων κοριτσιών καταδικασθέντα Νίκου Μεταξά, μετέφερε για συζήτηση στις 29 Μαϊου 2019 στη συνεδρία της Επιτροπής Νομικών της Βουλής ο βουλευτής και Πρόεδρος  του Κινήματος Οικολόγων Συνεργασία Πολιτών Γιώργος Περδίκης. Η συζήτηση αφορούσε τις τροπολογίες στο νομοσχέδιο του 2017 με τίτλο «Νόμος που τροποποιεί τον περί Προστασίας του Απορρήτου της Ιδιωτικής Επικοινωνίας (Παρακολούθηση Συνδιαλέξεων και Πρόσβαση σε Καταγεγραμμένο Περιεχόμενο Ιδιωτικής Επικοινωνίας) (Τροποποιητικός Νόμος). Όπως δήλωσε στην «24» ο Γ. Περδίκης, «αυτή είναι η πέμπτη φορά μέσα στα τελευταία δύο χρόνια που συζητούνται οι τροπολογίες του Κινήματος Οικολόγων. Στο θέμα αυτό – πρόσθεσε – τα κόμματα διαφωνούν μεταξύ τους και έχουν χωριστεί σε αυτά που υποστηρίζουν τον Νόμο (ΔΗΣΥ και ΔΗΚΟ) και σε αυτά που δεν τον υποστηρίζουν (ΑΚΕΛ και ΕΔΕΚ). Εμείς είμαστε κάπου στη μέση, προσπαθώντας να εισαγάγουμε κάποιες ασφαλιστικές δικλείδες, με τροπολογίες που προστατεύουν τα ανθρώπινα δικαιώματα, χωρίς να επηρεάζουν ουσιαστικά την αποτελεσματικότητα του Νόμου, προκειμένου να τον ψηφίσουμε. Με άλλα λόγια προσπαθούμε να κάνουμε μια «γέφυρα» για να προστατεύσουμε τα ανθρώπινα δικαιώματα, αφού διαπιστώνουμε ότι υπάρχει ανάγκη να δοθούν στις διωκτικές Αρχές περισσότερα εργαλεία, δεδομένου βέβαια ότι δεν θα αφήνουν στην Αστυνομία χώρο για να αυθαιρετεί και να παραβιάζει ανθρώπινα δικαιώματα».

Ανησυχίες από την Επίτροπο Διοικήσεως

Για το θέμα της παγίδευσης υπόπτων από την Αστυνομία ασχολήθηκε επισταμένα η προηγούμενη Επίτροπος Διοικήσεως και Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων ως Εθνική Ανεξάρτητη Αρχή Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων Ελίζα Σαββίδου που σε εκτεταμένη Τοποθέτησή της δημοσιευμένη τον Οκτώβρη 2015 εκφράζει την ανησυχία της ότι «με τις υπό κάλυψη επιχειρήσεις  της Αστυνομίας κατά τη δίωξη και καταπολέμηση του εγκλήματος της εμπορίας προσώπων για σκοπούς εκμετάλλευσης, υπάρχει  περιθώριο ανεπιθύμητων εκτροπών αλλά και ερμηνειών και αμφισβητήσεων των επιλογών και της δράσης της Αστυνομίας, ακόμα κι εκεί που τα μέλη της έδρασαν ορθά και καλόπιστα».

Με Προϊστάμενο της Εθνικής Ανεξάρτητης Αρχής Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων τον Νομικό  Άριστο Τσιάρτα και Ερευνούσα Λειτουργό την Κάλια Καμπανελλά, η Επίτροπος επισημαίνει στην Τοποθέτησή της ότι «η σημασία της καθοδηγητικής νομολογίας του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου Δικαιωμάτων του Ανθρώπου αναφορικά με την αστυνομική παγίδευση για την εθνική μας έννομη τάξη είναι προφανής, τόσο σε ό,τι αφορά το θεσμικό επίπεδο όσο και το πρακτικό. Η Νομολογία του ΕΔΔΑ  αναγνωρίζει τους κινδύνους  για τα ανθρώπινα δικαιώματα που προκύπτουν από αυτού του τύπου των επιχειρήσεων αλλά και το ότι αυτές θα πρέπει να διενεργούνται με  φειδώ και με σύνεση, εντός των ορίων που θέτουν οι αρχές του κράτους δικαίου και με τήρηση  πάντοτε  της αρχής της αναγκαιότητας. Αναμφισβήτητα, η εξιχνίαση σοβαρών αδικημάτων αποτελεί ένα σημαντικό μέρος του έργου της Αστυνομίας. Για την επιτέλεση του ρόλου αυτού, η Αστυνομία έχει στη διάθεση της διαφορετικής βαρύτητας μέσα για την διερεύνηση και συλλογή στοιχείων. Χωρίς να αμφισβητείται η νομιμότητα της υπό κάλυψη δράσης της Αστυνομίας ως ένα μέσο εξιχνίασης αδικημάτων, θεωρώ ότι θα πρέπει να απασχολήσουν οι προϋποθέσεις, ο τρόπος, τα κριτήρια, τα όρια και οι διαδικασίες που διέπουν την εφαρμογή του μέσου αυτού, ώστε να μην εκφεύγει, ακόμη και σε μεμονωμένες περιπτώσεις, των όσων έχουν καθοριστεί από τη διεθνή νομολογία, τις αρχές των ανθρωπίνων δικαιωμάτων και του κράτους δικαίου. Σε κάθε περίπτωση η καθολική παραδοχή της ανάγκης καταπολέμησης της εμπορίας και η σχέση της με την αναγκαιότητα τήρησης των απαραίτητων δικαιοκρατικών εγγυήσεων για το έργο αυτό, δεν τίθεται με όρους αμοιβαίου αποκλεισμού, ούτε με όρους στάθμισης με τη ζυγαριά να κλίνει υπέρ της, με κάθε τρόπο, καταπολέμησης της εμπορίας. Με την έννοια ότι, αν και είναι εμφανείς οι κίνδυνοι για τα ανθρώπινα δικαιώματα από τέτοιες επιχειρήσεις, εντούτοις είναι ξεκάθαρη η επιλογή της έννομης μας τάξης για τήρηση στοιχειωδών δικαιοκρατικών εγγυήσεων καθώς αυτές εξυπηρετούν αξίες εξίσου, τουλάχιστον, σημαντικές με την καθόλα θεμιτή προσπάθεια καταπολέμησης της εμπορίας προσώπων. Η Αστυνομία, μέσω της συσσωρευμένης εμπειρίας της σε ζητήματα εξιχνίασης σοβαρών αδικημάτων όπως αυτά που συνδέονται με την εμπορία προσώπων, έχει συμβάλει καθοριστικά στην καταγραφή των βέλτιστων μεθόδων και πρακτικών για τις υπό κάλυψη επιχειρήσεις. Όμως, ενόψει των αδυναμιών που διαπιστώνω αλλά και της αναγκαιότητας  εμπέδωσης ασφάλειας δικαίου, κρίνω σκόπιμη την έναρξη ενός διαλόγου για την αναζήτηση από κοινού των ασφαλιστικών δικλείδων που ακολούθως θα πρέπει να θεσμοθετηθούν, ώστε να εμπεδωθεί η πεποίθηση τόσο στα μέλη της Αστυνομίας όσο και στο ευρύ κοινό ότι η δράση της Αστυνομίας, ακόμα και στα σοβαρότερα εγκλήματα, διέπεται από το σεβασμό των ανθρωπίνων δικαιωμάτων και την εξυπηρέτηση του δημοσίου συμφέροντος».

Αριστερά ο δικηγόρος των δύο γυναικών Κωνσταντίνος Ταμπούρλας με τον Μάριο Δημητρίου στο Επαρχιακό Δικαστήριο Λάρνακας την περασμένη Παρασκευή 27 Σεπτεμβρίου 2019.

Δεξιά η Υπαστυνόμος Ρίτα Σούπερμαν με τους δημοσιογράφους Μάριο Δημητρίου και Ξένια Γεωργίου στις 2 Ιουνίου 2016 στο προαύλιο του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λευκωσίας όπου είχε καταθέσει ως μάρτυρας σε υπόθεση σωματεμπορίας, δηλώνοντας ότι «δεν υπάρχει ελεύθερη βούληση καμιάς γυναίκας να γίνει πόρνη».

Φώτο: Με σημαδεμένα χαρτονομίσματα η Αστυνομία συνεχίζει να είναι «πελάτης» της πορνείας και του trafficking.