Οικογένεια Γ. Φορή: Να βρεθεί το λάθος στις διαδικασίες ΔΕΑ για να μην επαναληφθεί

{loadposition ba_textlink}

Να βρεθεί το σημείο του λάθους στις διαδικασίες της ΔΕΑ για να μην επαναληφθεί ζητά η οικογένεια του Γεώργιου Φορή, σημειώνοντας παράλληλα ότι ακόμη περιμένει την επίσημη απάντηση της ΔΕΑ στα ερωτήματα που έθεσε επανειλημμένως σχετικά με την πρακτική και τη διαδικασία επανεξέτασης, επιστροφής των οστών και των εφεδρικών δειγμάτων που ανήκουν στον συγγενή τους που ακολουθήθηκε.

Σε ανακοίνωσή της η οικογένεια αναφέρει ότι «στις 11 Μαρτίου 2015 οι δυο εμπειρογνώμονες Δρ.William Goodwin και Δρ.José Luis Prieto έστειλαν στην οικογένεια του μέχρι πρότινος αγνοουμένου Γεωργίου Φορή και στη Διερευνητική Επιτροπή για τους Αγνοούμενους (ΔΕΑ) την έκθεση τους, προϊόν της έρευνας τους σχετικά με τα οστά που παρέδωσε η ΔΕΑ στην οικογένεια του Γεωργίου Φορή στις 31 Δεκεμβρίου 2014».

Προσθέτει ότι «η σύντομη, σε έκταση (τρεις σελίδες) και χρονικό διάστημα σύνταξης, έκθεση, επιβεβαιώνει το λάθος της ΔΕΑ (που παρέδωσε οστά στην οικογένεια μας που όντως ανήκουν στον συγγενή μας Γεώργιο Φορή και άλλα επτά οστά που ανήκουν σε άλλους τρεις αγνοούμενους) γεγονός που δεν μας εξέπληξε».

Η οικογένεια υπενθυμίζει ότι «αντιπρόσωποι της ΔΕΑ είχαν υποσχεθεί ότι θα απαντήσουν γραπτώς αυτά τα ερωτήματα και ελπίζουμε ότι θα τηρήσουν το λόγο τους».

Διαπιστώνει «με απογοήτευση ότι στην έκθεσή τους οι ειδικοί, παρόλο που ρητά συμφώνησαν, δεν εξέτασαν εις βάθος τις διαδικασίες της ΔΕΑ με σκοπό τον εντοπισμό του σημείου του λάθους». Αυτό, προσθέτει, «τους απέτρεψε από το να προτείνουν με συγκεκριμένο και σαφή τρόπο διορθωτικά μέτρα στη διαδικασία που ακολουθεί η ΔΕΑ προς αποφυγή επανάληψης του λάθους».

Εκφράζει παράλληλα τη θέση ότι «είναι πολύ σημαντικό να βρεθεί το σημείο του λάθους για να μην επαναληφθεί και για να μην υποφέρουν και άλλες οικογένειες αγνοουμένων. Θεωρούμε ότι οι απαντήσεις της ΔΕΑ σχετικά με αυτό θα είναι καθοριστικές».

Για αυτό το θέμα, η οικογένεια έχει «ήδη απευθυνθεί στη Διεθνή Επιτροπή του Ερυθρού Σταυρού η οποία σύστησε τους δυο ειδικούς κατόπιν αιτήματος της ΔΕΑ».

Στην έκθεσή τους, την οποία δίνει στη δημοσιότητα η οικογένεια του Γεώργιου Φορή, οι δύο εμπειρογνώμονες αναφέρουν ότι «η μεθοδολογία που εφαρμόστηκε από το ανθρωπολογικό εργαστήριο της ΔΕΑ συμμορφώνεται με την τρέχουσα διεθνή πρακτική».

«Κάποιες από τις υποθέσεις που χειρίζεται η ΔΕΑ είναι εξαιρετικά περίπλοκες, δεδομένης της περιορισμένης διαθέσιμης πληροφόρησης γύρω από το συμβάν, τη διατάραξη του χώρου ταφής (π.χ. την ανάμειξη των λειψάνων), του αριθμού των ατόμων στους χώρους ταφής και την κακή διατήρηση των λειψάνων», σημειώνουν.

Από τα δεκαοκτώ οστά που δόθηκαν στην οικογένεια Φορή, αναφέρουν, «έντεκα σκελετικά στοιχεία ταυτοποιήθηκαν ορθά, τα εννιά εξ αυτών μέσω ανάλυσης DNA και τα δύο μέσω της συσχέτισης με τη χρήση ανθρωπολογικών τεχνικών».

Δεν υπήρχε λόγος να αμφισβητηθεί η εγκυρότητα των αποτελεσμάτων DNA που δόθηκαν από το Ινστιτούτο Νευρολογίας και Γενετικής Κύπρου, (ΙΝΓΚ) αναφέρουν, προσθέτοντας ότι «δεν υπήρχε καμία ένδειξη μόλυνσης και τα προφίλ ταίριαζαν με άλλα άτομα που ανευρέθηκαν στον ίδιο χώρο ταφής».

«Με την ταυτοποίηση του Γεώργιου Φορή, Χριστούδια, με βάση την ανάλυση DNA του ΙΝΓΚ επτά σκελετικά στοιχεία, όλα μικρά οστά ταρσού, σχετίστηκαν λανθασμένα μέσω ανθρωπολογικών τεχνικών με τα λείψανα του Γεώργιου Φορή, Χριστούδια, παρόλο που ακολουθήθηκαν διεθνώς αποδεκτές πρακτικές», γράφουν οι εμπειρογνώμονες στην έκθεσή τους.

Στα συμπεράσματά τους αναφέρουν ότι με βάση τα πιο πάνω ευρήματα «είναι σαφές ότι όταν γίνεται ανάλυση περίπλοκων υποθέσεων, όπου υπάρχουν πολλαπλά άτομα και εκτενής ανάμιξη (οστών), η ισχύς των ανθρωπολογικών συσχετισμών μειώνεται».

«Η μεθοδολογική προσέγγιση των ανάμεικτων λειψάνων είναι υπό αναθεώρηση, σε διεθνές επίπεδο, για να επιτευχθεί μια καλύτερη κατανόηση της αξιοπιστίας της ανθρωπολογικής διαδικασίας διαλογής και συσχέτισης», προσθέτουν.

Αναφέρουν επίσης ότι «οι επιστημονικές ομάδες που εργάζονται για την ανάπτυξη κατευθυντήριων γραμμών βέλτιστης πρακτικής στην Εγκληματολογική Ανθρωπολογία 1 συστήνουν ότι τα εργαστήρια θα πρέπει να καθιερώσουν πρότυπα βεβαιότητας για διαφορετικές αρθρώσεις».

Γι’ αυτό συνιστούν «όπως οι ανθρωπολογικοί συσχετισμοί που γίνονται από το ανθρωπολογικό εργαστήριο της ΔΕΑ για παρόμοιες περίπλοκες υποθέσεις, που είναι υπό εξέλιξη ή μελλοντικές, ελεγχθούν χρησιμοποιώντας ανάλυση DNA για να επιτευχθεί μια καλύτερη κατανόηση της εγκυρότητας των ανθρωπολογικών τεχνικών σε περίπλοκες υποθέσεις».

«Μέχρις ότου υπάρξει καλύτερη κατανόηση της εγκυρότητας της ανθρωπολογικής επανασυσχέτισης σε περίπλοκες υποθέσεις, προτείνουμε όπως ακολουθηθεί μια συντηρητική προσέγγιση χρησιμοποιώντας στοχευμένη δειγματοληψία DNA όπου αυτό είναι δυνατό».

«Ανεξάρτητα με τα πιο πάνω, είναι η άποψή μας ότι η ανθρωπολογική αξιολόγηση σκελετικών λειψάνων και από απλές και περίπλοκες υποθέσεις, εξακολουθεί να είναι απαραίτητη συνιστώσα της διαδικασίας ταυτοποίησης. Επιτρέπει την εκτίμηση του ελάχιστου αριθμού ατόμων εντός κάθε ομάδας ανάμεικτων λειψάνων, το διαχωρισμό τους και τη στοχευμένη δειγματοληψία DNA των σκελετικών λειψάνων», καταλήγουν οι εμπειρογνώμονες.

Πηγή: KYΠΕ