Όταν δεν συμμορφώνεσαι στις υποδείξεις…

Η «κατάργηση της θέσης» του δημοσιογράφου και η Παγκόσμια Ημέρα Ελευθερίας του Τύπου

ΤΟΥ ΜΑΡΙΟΥ ΔΗΜΗΤΡΙΟΥ

Δεν μπορεί κανείς παρά να συμφωνήσει με τη διαπίστωση της Ένωσης Συντακτών Κύπρου, ότι «στην πατρίδα μας δημοσιογράφοι και ΜΜΕ δεν διώκονται», που περιέχεται σε ανακοίνωσή της για τη σημερινή 3η Μαϊου, Παγκόσμια Ημέρα Ελευθερίας του Τύπου. Εννοεί βέβαια η επαγγελματική μας οργάνωση ότι στην Κύπρο του 2020, ένα κράτος μέλος της Ευρωπαϊκής Ένωσης με σταθερούς δημοκρατικούς θεσμούς, οι δημοσιογράφοι δεν διώκονται από καμιά κυβερνητική δικτατορία και από κανένα αυταρχικό καθεστώς εξουσίας. Όμως ο γιορτασμός της Παγκόσμιας Ημέρας Ελευθερίας του Τύπου εξακολουθεί να έχει νόημα στον τόπο μας και σε όλη την Ευρώπη, καθώς η επιβολή λογοκρισίας στον Συντάκτη από τον Εργοδότη και η αυτολογοκρισία του δημοσιογράφου, είναι καθημερινό πρόβλημα στον χώρο εργασίας πολλών συναδέλφων. Σταθμός στην αποκάλυψη και κατανόηση της πραγματικότητας αυτής, υπήρξε η συζήτηση με θέμα το επίπεδο του δημοσιογραφικού λόγου στην Κύπρο που οργάνωσε το Ινστιτούτο Μέσων Μαζικής Επικοινωνίας (ΙΜΜΕ) του Πανεπιστημίου Λευκωσίας σε συνεργασία με τον Όμιλο Προβληματισμού για Εκσυγχρονισμό της Κοινωνίας (ΟΠΕΚ) στις 12 Νοεμβρίου 2019 στη Δημοσιογραφική Εστία στη Λευκωσία, όπου έγινε αναφορά για ανάγκη δημιουργίας ενός «χώρου ελευθερίας κινήσεων» των δημοσιογράφων. Η αναφορά αυτή έγινε από τον συνάδελφο Γιώργο Παυλίδη Επίκουρο Καθηγητή και Διευθυντή του ΙΜΜΕ και Πρόεδρο της Επιτροπής Δημοσιογραφικής Δεοντολογίας. Μαζί του στο πάνελ με δικές τους εισηγήσεις ήταν οι συνάδελφοι Μαρίνα Οικονομίδου και Μανώλης Καλαντζής, όπως και η Σούλα Χατζηκυριάκου που συντόνισε τη συζήτηση.

«Πρώτα και πάνω από όλα, η βελτίωση της συνολικής εικόνας της κυπριακής δημοσιογραφίας θα επέλθει  με τη δημιουργία από τους ίδιους τους δημοσιογράφους, αυτού που ονομάζω, «χώρο ελευθερίας κινήσεων», επεσήμανε μεταξύ άλλων ο Γιώργος Παυλίδης στην εισήγηση του με τίτλο «Εξαρτήσεις και δημοσιογραφικά ασυμβίβαστα», προσθέτοντας τα ακόλουθα: «Με άλλα λόγια, κόντρα σε όλες τις εξαρτήσεις, ο συνειδητοποιημένος  επαγγελματίας δημοσιογράφος οφείλει να παλεύει, να επιχειρηματολογεί και να απαιτεί για τον εαυτό του ένα πεδίο ελεύθερης δραστηριότητας, ένα παράθυρο που να του δίνει τη δυνατότητα να λειτουργεί ως ελεύθερος δημοσιογράφος, ως αντιπρόσωπος της Τέταρτης Εξουσίας που ελέγχει, ερευνά, σχολιάζει και συμπεριφέρεται ως εκπρόσωπος και προς όφελος της κοινωνίας. Θεωρώ  – πρόσθεσε – ότι ένας μεγάλος αριθμός δημοσιογράφων με την επιμονή και τη δουλειά τους κατάφεραν  να κερδίσουν με το σπαθί τους αυτή την ελάχιστη έστω, ελευθερία κινήσεων. Ο Γιώργος Παυλίδης έθεσε το εξής διπλό ερώτημα: «Πώς αντιμετωπίζονται οι εξαρτήσεις και πιέσεις που δέχονται οι δημοσιογράφοι; Πώς μπορούμε να ενισχύσουμε τη δημοσιογραφική ανεξαρτησία»; Απάντησε συνοπτικά λέγοντας μεταξύ άλλων ότι αυτό μπορεί να γίνει «με την εξασφάλιση οικονομικών πόρων από πηγές που δεν δημιουργούν εξάρτηση. Η δημιουργία ενός νέου μοντέλου συνδρομητικών ΜΜΕ – πρόσθεσε – όπως συμβαίνει σε αρκετές χώρες του εξωτερικού, μπορεί να δώσει ανάσες στους λειτουργούς των Μέσων. Η κοινωνία οφείλει ν’ αντιληφθεί ότι η ελευθερία έκφρασης, η ανεξαρτησία κινήσεων  και κατ επέκταση η μαχητική, διερευνητική δημοσιογραφία συνδέεται  με την οικονομική ανεξαρτησία των ίδιων των δημοσιογράφων».

Ο Γιώργος Παυλίδης υπέδειξε ότι «όπως όλοι οι εργαζόμενοι, έτσι και οι δημοσιογράφοι εξαρτώνται από τον εργοδότη τους. Αυτός είναι που πληρώνει, αυτός είναι που καθορίζει το πλαίσιο πλεύσης του Μέσου, αυτός είναι που «ριγάρει το γήπεδο». Αν λάβουμε υπόψη ότι οι  επιχειρήσεις των ΜΜΕ κατά κανόνα δεν στοχεύουν στο άμεσο οικονομικό κέρδος, αλλά στην ισχύ και στη δημιουργία ενός συστήματος επιρροής στα τεκταινόμενα, εύκολα θα καταλήξουμε στο συμπέρασμα ότι οι ιδιοκτήτες και οι μεγαλομέτοχοι των Μέσων έχουν τη δική τους πολιτική ατζέντα. Μάλιστα σε αρκετές περιπτώσεις, όταν στο προσκήνιο βρίσκονται σημαντικά θέματα, οι μέτοχοι φροντίζουν ώστε η θέση και οι στόχοι τους να φθάνουν μέχρι και στον τελευταίο δημοσιογράφο». Αυτό που δεν είπε ο Γιώργος Παυλίδης είναι ότι στην περίπτωση που ο δημοσιογράφος δεν υιοθετήσει την πολιτική ατζέντα των μετόχων, δεν συμμορφωθεί στις υποδείξεις και δεν «προσαρμόσει επαρκώς» τις απόψεις του σε αυτές του εργοδότη του και επιμένει να γράφει και να εκφράζει τις δικές του, αργά ή γρήγορα θα έρθει μια μέρα που θα πάρει μια επιστολή τριών γραμμών ότι…«καταργείται η θέση συντάκτη που κατέχει» και άρα απολύεται…

Στη δική του εισήγηση στη συζήτηση της 12ης Νοεμβρίου 2019 για το «πόσο ελεύθεροι και ανεξάρτητοι είναι οι Κύπριοι δημοσιογράφοι» ο συνάδελφος Μανώλης Καλαντζής διευκρίνισε από την αρχή ότι «εκπροσωπεί τον εαυτό του και με αυτή την ιδιότητα μιλά» και αναφέρθηκε μεταξύ άλλων στο θέμα των «άνωθεν» παρεμβάσεων στην καθημερινή εργασία του δημοσιογράφου: «Έχουμε λαϊκούς μύθους σύμφωνα με τους οποίους μονίμως ο εργοδότης, ο εκδότης, ο καναλάρχης είναι πάνω απ’ το κεφάλι του δημοσιογράφου και τον καθοδηγεί τι να γράψει ή να πει και τι όχι – χωρίς να λέω ότι δεν υπάρχουν παρεμβάσεις…», είπε.

Σκέφτηκα ότι ο Μανώλης ευλογήθηκε προφανώς με την τύχη να έχει ένα εργοδότη που δεν είναι παρεμβατικός και που πιστεύει και υλοποιεί τη μεγάλη δημοσιογραφική αξία για την οποία είχε μιλήσει λίγο πριν στην εισήγησή του ο Γιώργος Παυλίδης, δίνοντας «χώρο ελευθερίας κινήσεων» στον συντάκτη. Το  πιθανότερο βέβαια είναι ο εργοδότης να δίνει «χώρο ελευθερίας κινήσεων» στον συντάκτη, γιατί απλούστατα οι απόψεις του συντάκτη είναι ίδιες με αυτές του εργοδότη. Αναρωτήθηκα τι θα συνέβαινε αν οι απόψεις του συντάκτη, ήταν διαφορετικές από τις δικές του; Θα συνέχιζε ο εργοδότης να είναι μη παρεμβατικός και θα επέτρεπε στον συντάκτη να εκφράζεται ελεύθερα, έστω κι αν διαφωνούσε με τις απόψεις του, γιατί θα έβαζε την αξία της δημοσιογραφικής ελευθερίας πάνω από κάθε δική του επιθυμία; Ξέρω ότι αυτό δεν συμβαίνει με άλλους συναδέλφους και σίγουρα αυτό δεν συνέβη σε μένα, όσον αφορά τον προηγούμενο εργοδότη μου στο Συγκρότημα του οποίου (εφημερίδα, περιοδικό, τηλεοπτικό σταθμό) εργάστηκα συνολικά 35 χρόνια: τα πρώτα είκοσι χρόνια της εργοδότησης μου, αποδεχόταν και ενθάρρυνε τη δουλειά μου, όσο αυτή δεν «συγκρουόταν» με τις πεποιθήσεις του – ρεπορτάζ και χρονογραφήματα πάνω σε κοινωνικά προβλήματα και την καθημερινότητα των Κυπρίων συμπολιτών μας, αλλά και δημοσιογραφικές αποστολές σε πολεμικά μέτωπα στα Βαλκάνια και στη Μέση Ανατολή. Όμως τη δεκαπενταετία που ακολούθησε, «κατάργησε τη θέση μου ως συντάκτη» δύο φορές, το 2003 και… τελεσίδικα τον Σεπτέμβρη 2016 (αφού είχα επαναπροσληφθεί το 2005), μετά που το δημοσιογραφικό μου ενδιαφέρον στράφηκε ιδιαίτερα σε θέματα που αποδείχτηκαν για μένα επαγγελματικά…«επικίνδυνα» και «μοιραία» – θέματα υπεράσπισης ανθρωπίνων δικαιωμάτων ευάλωτων ομάδων, όπως των αλλοδαπών μεταναστών που είχαν αρχίσει να κάνουν έντονη την παρουσία τους στο νησί στο τέλος της δεκαετίας 1990.

Στο σημείωμα που έγραψα στο οπισθόφυλλο του βιβλίου μου «Δέκα Χρόνια» που εξέδωσα τον Δεκέμβρη 2017, κάνω αναφορά ακριβώς στο συγκεκριμένο ζήτημα. Γράφω τα εξής: Τον Δεκέμβρη 2016, μετά από πρόσκληση της καθηγήτριας Συμβουλευτικής και Επαγγελματικής Αγωγής Πατρίτσιας Φαίδωνος, βρέθηκα να συζητώ για τη δημοσιογραφία ως πιθανή επαγγελματική επιλογή, με δεκάδες μαθητές και μαθήτριες της Γ΄ Τάξης του Περιφερειακού Γυμνασίου Λιβαδιών, στο πλαίσιο του Διημέρου Εργασίας του σχολείου. Ήταν ομολογουμένως μια όμορφη εμπειρία και μια παραγωγική μέρα, με τα 15χρονα παιδιά να θέτουν πολλές και εύστοχες ερωτήσεις και απορίες, αλλά και να εκφράζουν δημιουργικές απόψεις. Η δεοντολογία της σωστής και αντικειμενικής πληροφόρησης και της ενημέρωσης και βέβαια η ελευθερία έκφρασης, από δημοσιογράφους που διατηρούν προσωπική στήλη και θέλουν να εκφράζουν τη δική τους προσωπική άποψη και όχι να παπαγαλίζουν την άποψη του εργοδότη τους, ήταν στο επίκεντρο της συζήτησης. Αξιοσημείωτη ήταν η ερώτηση της Ιωάννας Χατζημάρκου, «τι γίνεται σε περίπτωση που ο δημοσιογράφος έχει – και επιμένει να διατυπώνει δημόσια – διαφορετική άποψη για θέματα δημόσιου ενδιαφέροντος, από αυτήν των προϊσταμένων του;». Η απάντησή μου ήταν ότι κάθε δημοσιογράφος, θα πρέπει να ρωτά τον εαυτό του κάθε μέρα, πόσο ελεύθερος είναι ως επαγγελματίας και ως άνθρωπος, γιατί η εσωτερική ελευθερία του δημοσιογράφου και η ηθική του ακεραιότητα, είναι σύμφυτη με την επαγγελματική του ύπαρξη. Και ότι είναι πολύ «τυχερός» ο συνάδελφος που έχει εργοδότη, ένα πραγματικό δημοκρατικό άτομο, που δεν τον τιμωρεί με χρόνια απαξίωση, εκφοβισμούς, συνεχή αποκοπή μισθού, εκβιαστική διακοπή της προσωπικής του στήλης, ή και με παράνομη και αυθαίρετη απόλυση, επειδή έχει διαφορετικές απόψεις από τις δικές του, σε σημαντικά πολιτικά και κοινωνικά ζητήματα – ένα εργοδότη που υλοποιεί στην πράξη και όχι μόνο στα λόγια, την υπέροχη ρήση του Ρήγα Φεραίου, «όποιος ελεύθερα συλλογάται, συλλογάται καλά»…

Δεν ξέρω αν η Ιωάννα Χατζημάρκου ή τα άλλα αθώα γυμνασιόπαιδα των Λιβαδιών κατάλαβαν τίποτα από αυτά που τους είπα και αν ένιωσαν την αγωνία μου, έτσι που βρέθηκα εκτεθειμένος μπροστά τους, με το τραύμα μου ακόμα να αιμορραγεί…Το πιθανότερο πάντως είναι ότι το αγόρι ή το κορίτσι που θα ακολουθήσει τελικά τη δημοσιογραφία, θα θυμηθεί κάποια στιγμή τα λόγια μου εκείνου του Δεκέμβρη. Ας θυμηθεί ακόμα, πως η δημοσιογραφία είναι σαν τη ζωή: Πολύ μοναχική υπόθεση. Τι άλλο είναι το γράψιμο από ένα μοναχικό διάλογο; Είσαι μέσα στη βουή και στο πλήθος, μιλάς και γράφεις για χιλιάδες άλλους, αλλά δεν απευθύνεσαι παρά μόνο στη δική σου συνείδηση, προσπαθώντας κάθε στιγμή να κρατήσεις αλώβητη την πιο πολύτιμη περιουσία σου ως δημοσιογράφος: την ελευθερία σου να εκφράζεσαι και να επικοινωνείς.

Από δεξιά Μανώλης Καλαντζής, Γιώργος Παυλίδης, Σούλα Χατζηκυριάκου και Μαρίνα Οικονομίδου στο πάνελ της συζήτησης της 12ης Νοεμβρίου 2019 στη Δημοσιογραφική Εστία στη Λευκωσία.

Φώτο: Οι μαθητές φίλοι της δημοσιογραφίας του Γυμνασίου Λιβαδιών, με τον Μάριο Δημητρίου στη βιβλιοθήκη του σχολείου τους τον Δεκέμβρη 2016. Στο μέσο καθήμενη, η καθηγήτρια Συμβουλευτικής και Επαγγελματικής Αγωγής του σχολείου εκείνη την περίοδο, Πατρίτσια Φαίδωνος.