Πάνω από 106 εκ. Πολίτες στην ΕΕ ανέφεραν ‘ευθύνες φροντίδας’ το 2018, 189.000 στην Κύπρο

Το 2018, μεταξύ των 308 εκατομμυρίων ατόμων ηλικίας 18 έως 64 ετών στην Ευρωπαϊκή Ένωση (ΕΕ), πάνω από το ένα τρίτο (34%) ή 106 εκατομμύρια άνθρωποι ανέφεραν “ευθύνες φροντίδας”, σύμφωνα με την Eurostat, τη στατιστική υπηρεσία της Ευρωπαϊκής Ένωσης.

Σύμφωνα με την Eurostat, αυτές οι ευθύνες περιλάμβαναν τη φροντίδα παιδιών ηλικίας κάτω των 15 ετών (89 εκατομμύρια άτομα ή 29%), ανίκανων συγγενών (13 εκατομμύρια, 4%) ή και παιδιά και ανίκανων συγγενών (4 εκατομμύρια, 1% ). Η φροντίδα των παιδιών περιλαμβάνει την παρουσία παιδιών στο νοικοκυριό ή τη φροντίδα παιδιών εκτός του νοικοκυριού.

Σύμφωνα με τα στοιχεία που δημοσιοποιήθηκαν, περισσότερες γυναίκες από  άνδρες (37% των γυναικών σε σύγκριση με το 32% των ανδρών) ανέφεραν υπεύθυνες ευθύνες σε όλες τις κατηγορίες περίθαλψης το 2018, με ευθύνη για τα παιδιά των ίδιων ή των συντρόφων τους (30% των γυναικών έναντι 28% άνδρες), ή για ανίκανους συγγενείς (5%, 3%), και τα δύο (2%, 1%).

Στην ΕΕ, το 27% των απασχολουμένων ηλικίας 18 έως 64 ετών με ευθύνες φροντίδας παιδιών προσάρμοσαν το έργο τους για να διευκολύνουν τη φροντίδα των παιδιών το 2018. Οι γυναίκες επηρεάστηκαν περισσότερο από τους άνδρες με περισσότερο από το διπλάσιο ποσοστό γυναικών να αναφέρουν επιπτώσεις της φροντίδας των παιδιών στην απασχόλησή τους (39%), σε σχέση με τους άνδρες (17%).

Επιπρόσθετα, το 2018, το 28% των ατόμων με φροντίδα παιδικής μέριμνας ανέφεραν υπηρεσίες παιδικής μέριμνας για όλα τα παιδιά, με μεγαλύτερο ποσοστό των απασχολουμένων (31%) έναντι ανέργων (19%) και των οικονομικά ανενεργών (14%). Αντίστοιχα, το 72% των ατόμων με φροντίδα παιδικής μέριμνας ανέφεραν ότι δεν χρησιμοποιούν υπηρεσίες παιδικής μέριμνας για όλα ή ορισμένα από τα παιδιά τους.

Το 2018, η Ιρλανδία κατέγραψε το μεγαλύτερο ποσοστό των ατόμων που ανέφεραν ευθύνες φροντίδας παιδιών, συνδυασμένα ή όχι με περίθαλψη ανίκανων συγγενών (42% του συνολικού πληθυσμού ηλικίας 18 έως 64 ετών), μπροστά από τη Σουηδία και το Λουξεμβούργο (και το 35%), την Εσθονία και τη Γαλλία 34%). Αντίθετα, τα χαμηλότερα μερίδια καταγράφηκαν στη Βουλγαρία (24%), ακολουθούμενη από τη Γερμανία (26%), την Κροατία, την Ελλάδα και την Αυστρία (όλα 27%).

Σε δύο κράτη μέλη της ΕΕ, στην Ουγγαρία (60%) και στη Δανία (59%), περισσότερο από το ήμισυ του πληθυσμού με φροντίδα παιδικής φροντίδας χρησιμοποίησε υπηρεσίες παιδικής μέριμνας για όλα τα παιδιά το 2018. Ακολούθησαν η Λετονία και η Σλοβενία ​​(48% 44%) και την Πορτογαλία (43%), τη Σουηδία (42%) και τη Λιθουανία (41%). Αντίθετα, το ένα τέταρτο ή λιγότερο του πληθυσμού με φροντίδα παιδικής μέριμνας χρησιμοποίησε υπηρεσίες παιδικής μέριμνας για παιδιά στη Μάλτα (12%), τη Ρουμανία (16%), την Ισπανία (17%), το Ηνωμένο Βασίλειο (18% ), την Ιρλανδία, την Ιταλία και την Κύπρο (από 22%)

Σε επίπεδο ΕΕ, οι πιο συχνά αναφερόμενοι λόγοι για τους οποίους δεν χρησιμοποιούνταν υπηρεσίες παιδικής μέριμνας ήταν οι “ίδιες ρυθμίσεις ή οι συμφωνίες με τους συντρόφους” (για το 47% εκείνων που ανέφεραν ότι δεν χρησιμοποιούν υπηρεσίες παιδικής μέριμνας), ότι “τα παιδιά φροντίζουν τον εαυτό τους” (18%) και  ότι λαμβάνουν “άτυπη υποστήριξη”(15%). Ανάμεσα σε είκοσι δύο κράτη μέλη της ΕΕ, η χρησιμοποίηση υπηρεσιών παιδικής μέριμνας καταγράφει τα υψηλότερα ποσοστά στη Λετονία (74%), την Αυστρία και τη Σλοβακία (και τα 65%) και Ουγγαρία (64%). Ανάμεσα στα υπόλοιπα έξι κράτη μέλη της ΕΕ, το ότι “τα παιδιά φροντίζουν τον εαυτό τους” ήταν ο λόγος που αναφέρθηκε πιο συχνά στη Φινλανδία (63%), τη Δανία (55%), την Εσθονία και τη Σουηδία (52%).

Στην ΕΕ, το 27% των απασχολουμένων με φροντίδα παιδικής μέριμνας προσαρμόζουν το έργο τους για να διευκολύνουν τη φροντίδα των παιδιών το 2018. Αυτές οι αλλαγές περιλαμβάνουν τη μείωση του χρόνου εργασίας (10% των απασχολουμένων με φροντίδα παιδικής μέριμνας), “αλλαγή εργασίας ή εργοδότη” (2%), “λιγότερο απαιτητικές εργασίες” (1%) ή άλλες αλλαγές (10%). Σε όλα τα κράτη μέλη της ΕΕ, το μερίδιο των εργαζομένων που έχουν προσαρμόσει το έργο τους για να διευκολύνουν τις ευθύνες παιδικής φροντίδας ποικίλλει σημαντικά. από 7% στη Ρουμανία, 9% στη Σλοβακία και 10% στην Κροατία έως 50% στις Κάτω Χώρες και 54% στη Σουηδία.

Ειδικότερα, στην Κύπρο ο συνολικός πληθυσμός ηλικίας 18 έως 64 το 2018 ήταν 534.000, εκ των οποίων οι 345.000 δεν ανέφεραν καθήκοντα φροντίδας ή 64.7% και 189.000 ανέφεραν ευθύνες περίθαλψης ή 35.3%. Από αυτούς 163.000 ανέφεραν ευθύνη για τα παιδιά τους ή των συνεργατών τους (30.5%), άλλοι 21.000 για τους ανίκανους συγγενείς (4.0%) και για τα παιδιά και τους ανίκανους συγγενείς των συντρόφων τους 5.000 (0.9%).

Επιπλέον, 36.000 ανέφεραν υπηρεσίες παιδικής φροντίδας για όλα τα παιδιά, ή 21,5%,  132.000 ανέφεραν ότι δεν χρησιμοποιούν υπηρεσίες παιδικής μέριμνας ή χρησιμοποιούν μόνο για μερικά παιδιά (78,5%) και από τη δεύτερη ομάδα 63.000 ή 47.9% που έχουν ίδιες ρυθμίσεις, μόνοι ή με συνεργάτες, σε 22.000 περιπτώσεις ή 16.5% τα παιδιά φροντίζουν τους εαυτούς τους και 37.000 ή 28.3% λαμβάνουν άτυπη υποστήριξη.

Σε παρόμοια ανακοίνωση της Eurostat, σύμφωνα με την Έρευνα Εργατικού Δυναμικού της ΕΕ, όπου προστέθηκε ένα συγκεκριμένο σύνολο ερωτήσεων για το συνδυασμό επαγγελματικής και οικογενειακής ζωής το 2018, το 17% του πληθυσμού της ΕΕ με προηγούμενη απασχόληση ανέφερε διακοπή εργασίας τουλάχιστον έξι μήνες για τη φροντίδα των παιδιών κατά τη διάρκεια της ζωής τους, ενώ το 42% αυτού του πληθυσμού δεν ανέφερε καμία διακοπή εργασίας.

Η Εσθονία και η Λιθουανία ανέφεραν τα υψηλότερα ποσοστά ατόμων με διακοπή εργασίας τουλάχιστον έξι μηνών για παιδική μέριμνα (και 35%), μπροστά από τη Βουλγαρία (33%). Αντίθετα, η Μάλτα κατέγραψε το χαμηλότερο μερίδιο (6%), ακολουθούμενη από την Ισπανία και την Πορτογαλία (από 7%).

Στην ΕΕ, μία στις τρεις γυναίκες (σε απασχόληση ή με προηγούμενη απασχόληση) ανέφερε διακοπή εργασίας τουλάχιστον έξι μηνών για λόγους παιδικής φροντίδας (33%) σε σύγκριση με λίγο περισσότερο από το 1% των ανδρών.
Το χάσμα μεταξύ των φύλων κυμαίνεται από 14 ποσοστιαίες μονάδες  στην Ισπανία, 18 στο Βέλγιο, 19 στη Δανία και στις Κάτω Χώρες ως και  65 στην Τσεχία, 66 στην Εσθονία και 67 στη Βουλγαρία.

Κατά τη σύγκριση των μεριδίων των διακοπών της σταδιοδρομίας σε όλα τα κράτη μέλη της ΕΕ, οι γυναίκες στη Μάλτα κατέγραψαν το μικρότερο ποσοστό διακοπών εργασίας για λόγους παιδικής μέριμνας (13%), ακολουθούμενες από την Ισπανία και την Πορτογαλία (και 14%), ενώ τα υψηλότερα ποσοστά αναφέρθηκαν στην Εσθονία 68%), τη Βουλγαρία (67%) και την Τσεχία (66%). Το ποσοστό ανδρών που ανέφεραν διακοπή σταδιοδρομίας για λόγους παιδικής μέριμνας είναι 4% ή λιγότερο σε όλα τα κράτη μέλη της ΕΕ εκτός της Σουηδίας (13%).

Τέλος, σύμφωνα με μια τρίτη στατιστική που κυκλοφόρησε η Eurostat, το 2017, υπήρχαν 69 νοσοκομειακά κρεβάτια για ψυχιατρική περίθαλψη ανά 100 000 κατοίκους στην ΕΕ, που ισοδυναμούν με το 14% όλων των νοσοκομειακών κλινών. Σε σύγκριση με το 2007, το ποσοστό μειώθηκε κατά 9% από 76 νοσοκομειακά κρεβάτια για ψυχιατρική περίθαλψη ανά 100 000 κατοίκους.

Η κατάσταση διαφέρει μεταξύ των κρατών μελών της ΕΕ: ​​το Βέλγιο με 136 νοσοκομειακές κλίνες για ψυχιατρική περίθαλψη ανά 100 000 κατοίκους είχε το υψηλότερο ποσοστό, ακολουθούμενο από τη Γερμανία (128) και τη Λετονία (125). Στο άλλο άκρο της κλίμακας ήταν η Ιταλία (9 κλινών ψυχιατρικής φροντίδας ανά 100 000 κατοίκους), η Κύπρος (21) και η Ιρλανδία (34).

Πηγή: ΚΥΠΕ