Περιορισμούς σε καθημερινές δραστηριότητες λόγω υγείας αντιμετωπίζει 21% του πληθυσμού στην Κύπρο

 

Αυτό σημαίνει ότι τα εν λόγω άτομα που ανήκουν στη συγκεκριμένη ομάδα του πληθυσμού, αισθάνονται ότι περιορίζονται στην εκτέλεση των καθημερινών τους δραστηριοτήτων, όπως τη μελέτη στο σχολείο, τις επαγγελματικές δραστηριότητες, την καθαριότητας ή τη συμμετοχή τους σε δραστηριότητες αναψυχής για έξι μήνες ή περισσότερο.

Το 2015, οι γυναίκες ήταν πιο πιθανό να αναφέρουν μακροχρόνιους περιορισμούς από ό,τι οι άνδρες. Στην ΕΕ, καταγράφεται μάλιστα απόσταση  4,5 ποσοστιαίες μονάδες μεταξύ του μεριδίου των μακροχρόνιων περιορισμών μεταξύ των γυναικών (27,5%) και των ανδρών (23,0%). Επιπλέον, οι συγκεκριμένες αναφορές τείνουν να μειώνονται ανάλογα με το ύψος του εισοδήματος. Σχεδόν το ένα τρίτο (31,2%) των πιο φτωχών (δηλαδή το 20% του πληθυσμού με το χαμηλότερο εισόδημα) στην ΕΕ ανέφεραν μακροχρόνιους περιορισμούς στις συνήθεις δραστηριότητες, σε σύγκριση με το 17,0% των πλουσιότερων (δηλαδή το 20% του πληθυσμού με υψηλότερο εισόδημα).

Σε όλα τα κράτη μέλη της ΕΕ το 2015, τα χαμηλότερα ποσοστά της ονομαζόμενης “αυτο-αντίληψης μακροχρόνιων περιορισμών” στις συνήθεις δραστηριότητες καταγράφηκαν στη Μάλτα (9,7%) και τη Σουηδία (11,1%) και τα υψηλότερα στη Λετονία (38,4%), την Πορτογαλία (36,1 %), την Κροατία (35,1%), την Εσθονία (35,0%), την Αυστρία και τη Φινλανδία (και οι δύο 33,1%).

Σε όλα τα κράτη μέλη της ΕΕ, το ποσοστό των γυναικών ήταν υψηλότερο από ό, τι των ανδρών με τις μεγαλύτερες διαφορές στην Πορτογαλία (41,0% για τις γυναίκες έναντι 30,6% για τους άνδρες, ή  διαφορά των 10,4 ποσοστιαίων μονάδων  ), τη Φινλανδία (9,4 ), τις Κάτω Χώρες και τη Ρουμανία (και οι δύο 8,8 ), καθώς και τη Λετονία (8,7). Αντίθετα, η κατάσταση ήταν πιο ισορροπημένη μεταξύ των δύο φύλων στη Γερμανία (21,7% για τις γυναίκες έναντι 20,6% για τους άνδρες, ή  διαφορά 1,1 εκατοστιαίες μονάδες), την Κύπρος (1,2 ), την Ιρλανδία και τη Μάλτα (και οι δύο 1,8 ).

Σε κάθε κράτος μέλος της ΕΕ εκτός από την Ελλάδα, το ποσοστό εκείνων που αναφέρουν μερικούς ή σοβαρούς μακροχρόνιους περιορισμούς στις συνήθεις δραστηριότητες ήταν πολύ υψηλότερο στις δύο χαμηλότερες εισοδηματικές ομάδες και μειώνεται σταδιακά καθώς το εισόδημα αυξάνεται.

Η μεγαλύτερη διαφορά στο ποσοστό του πληθυσμού αναφοράς μεταξύ των φτωχότερων και των πλουσιότερων παρατηρήθηκε στην Εσθονία (51,8% – 18,3% , διαφορά 33,5 ποσοστιαίες μονάδες), ακολουθούμενη από τη Λιθουανία (30,7) και τη Λετονία (29,0). Αντίθετα, οι μικρότερες διαφορές παρατηρήθηκαν στην Ιταλία (10,9) και τη Ρουμανία (11,3).