Πήρε το δρόμο της Δικαιοσύνης η υπόθεση αλκοτέστ της Ζαννέτου-Καμία ευθύνη σε αστυνομικούς για τη διαρροή

Το δρόμο της Δικαιοσύνης πήρε η υπόθεση της Επιτρόπου Νομοθεσίας Λουΐζας Χριστοδουλίδου Ζαννέτου, για την μη παροχή επαρκούς δεύτερου δείγματος άλκοτεστ, τον περασμένο Ιανουάριο, αφότου ανακόπηκε από αστυνομικούς για έλεγχο στο οδικό δίκτυο.

Σύμφωνα με αστυνομικές πηγές, η υπόθεση καταχωρήθηκε στο Δικαστήριο εδώ και κάποιο διάστημα και πλέον εναπόκειται στη Δικαιοσύνη να αποφασίσει κατά πόσον η Επίτροπος είναι αθώα ή ένοχη για τα αδικήματα που της προσάπτονται από την Αστυνομία.

Πάντως, όπως αναφέρει η κείμενη Νομοθεσία, σε περίπτωση άρνησης παροχής δείγματος ή αποφυγής παραχώρησης δείγματος, οι ποινές που προβλέπονται είναι δύο χρόνια φυλάκιση ή 10.000 ευρώ πρόστιμο ή στέρηση του δικαιώματος να κατέχει ή λαμβάνει άδεια οδήγησης για χρονικό διάστημα που δεν υπερβαίνει τα δύο χρόνια.

Την ίδια ώρα, σε σχέση με τη διοικητική έρευνα που είχε διαταχθεί από τον Αρχηγό Αστυνομίας για τη διαρροή της υπόθεσης, από τις εξετάσεις που έγιναν διαπιστώθηκε ότι η διαρροή ήταν από πολίτη και όχι από κάποιο μέλος της Δύναμης και ως εκ τούτου η υπόθεση έκλεισε, αφού δεν προέκυψε οτιδήποτε που να δείχνει ως εμπλεκόμενο αστυνομικό, ώστε να διαταχθεί πειθαρχική έρευνα.

Σημειώνεται ότι το περιστατικό έλαβε χώρα στις 11 Ιανουαρίου, στις 2:30 τα ξημερώματα, στη Λευκωσία, όταν το όχημα της κ. Ζαννέτου είχε ανακοπεί για έλεγχο από μέλη της Δύναμης, τα οποία ήλεγχαν οδηγούς για κατανάλωση αλκοόλ πριν την οδήγηση.

Αρχικά, θέση της Αστυνομίας, όπως ειπώθηκε από τον εκπρόσωπο Τύπου τότε, ήταν ότι «στη συγκεκριμένη περίπτωση φαίνεται να υπήρξε άρνηση παροχής δεύτερου δείγματος και όπως γίνεται σε όλες τις περιπτώσεις, τα μέλη της Αστυνομίας που προέβαιναν στον έλεγχο αυτό προχώρησαν στη σχετική καταγγελία».

Μία μέρα αργότερα, η Αστυνομία ανασκεύασε την τοποθέτησή της, αναφέροντας πως «αυτό που θα πρέπει να διευκρινιστεί και θα είναι σίγουρα και πιο σωστό, είναι ότι είχε ακολουθήσει όλες τις οδηγίες της Αστυνομίας. Είχε μεταβεί και στον τοπικό Αστυνομικό Σταθμό Τροχαίας, για να δώσει ακόμη δύο δείγματα στην τελική μηχανή. Σίγουρα από αυτή εξάγεται και το συμπέρασμα για την ποσότητα αλκοόλης και είναι αυτό το οποίο κατατίθεται και ενώπιον Δικαστηρίου. Είχε προβεί σε δύο δείγματα, τα οποία ήταν ανεπαρκή για αποφυγή οποιασδήποτε παρεξήγησης. Η διατύπωση της γραπτής κατηγορίας που γίνεται σε τέτοιες περιπτώσεις, σύμφωνα με τη νομοθεσία και όπως αναφέρεται και στο συγκεκριμένο άρθρο ”Περί οδικής ασφάλειας νόμου”, το άρθρο 7 συγκεκριμένα, το αδίκημα το οποίο διατυπώνεται είναι αυτό της άρνησης ή της αποφυγής παραχωρήσεως του συγκεκριμένου δείγματος».

Σε γραπτή δήλωσή της, η Επίτροπος παραδέχθηκε ότι ήταν το πρόσωπο που ανακόπηκε για έλεγχο, προβάλλοντας ωστόσο τους δικούς της ισχυρισμούς για την υπόθεση.

Συγκεκριμένα, η κ. Ζαννέτου ανέφερε ότι «αναφορικά με τα δημοσιεύματα σχετικά με τον έλεγχο αλκοτέστ αξιωματούχου στις 11.1.2024, θα ήθελα να αναφέρω ότι αφορούν το πρόσωπό μου. Βρισκόμουν σε οικογενειακό δείπνο σε προσωπικό χρόνο με την κόρη μου, που ήταν μαζί μου καθόλη τη διάρκεια όλων των ελέγχων της Αστυνομίας, αρχικού και τελικού, ακολουθώντας τις οδηγίες της Αστυνομίας και για όσο χρόνο χρειάστηκε για να ολοκληρωθούν».

Περαιτέρω, η κ. Ζαννέττου ανέφερε πως «τα όσα επιπρόσθετα αναφέρονται στον Τύπο και στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης, δεν συνάδουν με τα πραγματικά γεγονότα και όπως αυτά εξελίχθηκαν».

Τέλος, η Επίτροπος Νομοθεσίας σημείωσε ότι λυπάται για το περιστατικό και θα χειριστεί το θέμα όπως προβλέπεται από τη σχετική Νομοθεσία, ενώ καταλήγει πως «όπως κάθε πολίτης έχει το τεκμήριο της αθωότητας, θεωρώ ότι αυτό ισχύει και για μένα. Μέχρι την εκδίκαση της υπόθεσης δεν θα προβώ σε άλλη δήλωση».

Πηγή: Reporter