Πρώτη προσφυγή κατα του φόρου ακινήτων

 

Η προσφυγή στρέφεται εναντίον του Τμήματος Εσωτερικών Προσόδων και του Υπουργείου Οικονομικών και αναπτύσσεται σε 50 σελίδες, με 3 πολλαπλούς λόγους ακύρωσης.

Στην εισαγωγή της προσφυγής αναφέρεται ότι “ακόμα και αν κρινόταν το Μνημόνιο ότι αποτελεί Διεθνή Σύμβαση, θα είχε αυξημένη ισχύ έναντι οποιουδήποτε ημεδαπού νόμου αλλά όχι εναντίον του Συντάγματος (169.3 του Συντάγματος) και του υπερνομοθετικού κεκτημένου, το οποίο είναι πάνω από το Σύνταγμα [ΕΠΙΣΤΗΜΟΝΙΚΟ ΤΕΧΝΙΚΟ ΕΠΙΜΕΛΗΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ v. Μαρίνου Κάσινου (2010) 3 ΑΑΔ 54: «Οι πηγές του δικαίου δεν είναι ισότιμες. Αντιθέτως έχουν διαφορετική τυπική ισχύ, είναι δηλαδή καταταγμένες σε διάφορες βαθμίδες μιας ιδεατής πυραμίδας στην κορυφή της οποίας βρίσκεται το Ευρωπαϊκό Κεκτημένο. Ακολουθούν το Σύνταγμα, μετά οι νόμοι και έπονται οι κανονιστικές διοικητικές πράξεις»”.

Ο πρώτος λόγος ακύρωσης του φόρου, όπως αναφέρεται, είναι “η έλλειψη αιτιολογικής έκθεσης του τροποποιητικού νόμου 33(Ι)/2013 κατά παράβαση της αρχής της προστατευόμενης εμπιστοσύνης, της αναλογικότητας, του κράτους δικαίου και της προστασίας της περιουσίας κατ’ Άρθρο 1 του Πρώτου Πρόσθετου Πρωτοκόλλου της ΕΣΔΑ”.

Ο δεύτερος λόγος ακύρωσης, σύμφωνα με την προσφυγή, είναι “αντικείμενος στο Άρθρο 9 του Συντάγματος ο επίδικος φόρος/ Παραβίαση των άρθρων 6 της ΕΣΔΑ και 24 και 28 του Συντάγματος αναφορικά με την υποκειμενική φοροδοτική ικανότητα και δικαιώματος ανταπόδειξης, ως έκφανση της αρχής της ισότητας αλλά και την αρχή της ισότητας”.

Ο τρίτος λόγος ακύρωσης αφορά τη “διπλή φορολόγηση των ιδίων ακινήτων αντίθετα στο Άρθρο 1 του Πρώτου Πρόσθετου Πρωτοκόλλου της ΕΣΔΑ αλλά και το Άρθρο 17 του Χάρτη Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ε.Ε. (Σχετική και η επεξήγηση σχετικά με το Άρθρο 17 – Δικαίωμα Ιδιοκτησίας του προσαρτημένου στο κείμενο των «Επεξηγήσεων σχετικά με το Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων», της Ε.Ε.) και 24.1 του Συντάγματος”.

Ο αιτητής, σύμφωνα με την προσφυγή, υπόκειται σε φόρους ακίνητης ιδιοκτησίας σε Δήμους, δυνάμει του Άρθρου 74 του περί Δήμων Νόμου του 1985, Ν.111/1985 και/ή σε Κοινότητες, δυνάμει του Άρθρου 74 του περί Κοινοτήτων Νόμου του 1999 (86(I)/1999), που εσφαλμένα και παραπλανητικά καλούνται «τέλη», καθώς όπως έχει παγίως κριθεί, το ανταποδοτικό τέλος διακρίνεται από το φόρο κατά το ότι αποτελεί μεν και αυτό, όπως ο φόρος, αναγκαστική παροχή, καταβάλλεται, όμως, έναντι ειδικής αντιπαροχής ήτοι έναντι ειδικώς παρεχόμενης δημόσιας υπηρεσίας, προς την οποία μάλιστα τελεί σε σχέση αντιστοιχίας, γιατί αποσκοπεί στην κάλυψη του κόστους της υπηρεσίας.