Στα φόρτε τους οι εκποιήσεις και εξώσεις

Σε φαρσοκωμωδία εξελίσσεται το θέμα της εκποίησης ακινήτων με θύματα τους ιδιοκτήτες που έγιναν μπαλάκι του πιγκ πογκ μεταξύ διαφόρων εξουσιών της πολιτείας. Νόμοι, υποσχέσεις και διακηρύξεις για αναστολή ή περιστολή των εκποιήσεων παραμένουν γράμμα κενό αφού η πραγματικότητα  είναι άλλη.

  Καθημερινά οι σελίδες των εφημερίδων είναι γεμάτες με αγγελίες εκποιήσεων, ενώ ο αριθμός εκποιήσεων αναμένεται ότι θα αυξηθεί περαιτέρω δημιουργώντας μεγάλο οικονομικό πρόβλημα αλλά και ανάλογο κοινωνικό. Μάλιστα μια τελευταία συναφής απόφαση του Ανωτάτου  Δικαστηρίου ίσως ενθαρρύνει την τάση αυτή. Σε πρόσφατη απόφασή του τοΣυνταγματικό Δικαστήριο (Ανώτατο Δικαστήριο) ακύρωσε τον νόμο που ψήφισε η Βουλή με τον οποίον αναστέλλονταν για τρεις μήνες οι εξώσεις ενοικιαστών που δεν ανταποκρίνονταν στις υποχρεώσεις τους. Ο νόμος ψηφίστηκε κατ’ επίκληση της τεράστιας οικονομικής κρίσης που προκάλεσε η πανδημία του κορωνοιού. Τέθηκε ενώπιον του Ανώτατου Δικαστηρίου από τον Πρόεδρο Αναστασιάδη όταν η Βουλή επιχείρησε για τρίτη διαδοχική φορά να ανανεώσει την ισχύ του νόμου. Εξέλιξη με την οποίαν διαφώνησε η εκτελεστική εξουσία, η οποία, να σημειωθεί, τις προηγούμενες δύο φορές είχε δώσει τη συγκατάθεσή της για την ψήφισή του. Η Βουλή επέμεινε στην αρχική της θέση, με αποτέλεσμα να οδηγηθεί το ζήτημα στο Ανώτατο Δικαστήριο, το οποίο αποφάνθηκε ότι η ψήφιση της επίδικης νομοθεσίας από τους βουλευτές παραβιάζει το Σύνταγμα και, ειδικότερα, έρχεται σε σύγκρουση με την αρχή της διάκρισης των εξουσιών. Οι 12 δικαστές του Ανώτατου Δικαστηρίου κατέληξαν στο συμπέρασμα ότι οι βουλευτές με την ψήφιση τής εν λόγω νομοθεσίας ανέλαβαν εξουσία εκτός της σφαίρας της αρμοδιότητάς τους, υπάγοντας τους δικαστές που αποφασίζουν για τις εξώσεις σε έλεγχο, επεμβαίνοντας έτσι στην ανεξαρτησία τους κατά παράβαση της αρχής της διάκρισης των εξουσιών.

Οι επίδικες πρόνοιες

Οι επίμαχες τροποποιήσεις στον περί Ενοικιοστασίου Νόμο αρχικά προέβλεπαν την αναστολή των διαδικασιών έξωσης μέχρι την 31/5/2020 και ψηφίστηκαν με τη σύμφωνη γνώμη της κυβέρνησης. Στη συνέχεια, η ορισθείσα ημερομηνία αναστολής των εξώσεων παρατάθηκε μέχρι τις 30/9/2020 με πρόταση νόμου που ψήφισε η Βουλή, και πάλι με τη συγκατάθεση της κυβέρνησης. Η Βουλή στις 30/9/2020 επέκτεινε την αναστολή των εξώσεων μέχρι την 31/12/2020 προχωρώντας στην απαιτούμενη νομοθετική ρύθμιση παρά τη διαφωνία της κυβέρνησης, η οποία υποστήριξε ότι δεν δικαιολογείται περαιτέρω αναστολή των εξώσεων. Υποδεικνύοντας, παράλληλα, ότι οι ιδιοκτήτες των ενοικιαζόμενων υποστατικών επηρεάζονται αρνητικά από την προτεινόμενη επέκταση τής εν λόγω αναστολής. Ένα από τα βασικά επιχειρήματα που πρόταξε η Νομική Υπηρεσία για την ακύρωση του νόμου ήταν και το γεγονός ότι αδικαιολόγητα, πλέον, περιοριζόταν το δικαίωμα των ιδιοκτητών υποστατικών να αποταθούν στο δικαστήριο για να ανακτήσουν κατοχή του υποστατικού τους από ενοικιαστές που παραλείπουν να καταβάλλουν το οφειλόμενο ενοίκιο.

 Τι υποστήριξε η Βουλή

Η θέση της Βουλής, όπως προβλήθηκε από τον δικηγόρο Ανδρέα Σ. Αγγελίδη, είναι ότι η ψηφισθείσα νομοθεσία είναι καθ’ όλα σύμφωνη με τις διατάξεις του Συντάγματος, με το ευρωπαϊκό δίκαιο και αποτελεί παράταση» μιας ήδη υπάρχουσας προηγούμενης νομοθεσίας που δεν κρίθηκε αντισυνταγματική. Απορρίπτοντας τη θέση του Προέδρου Αναστασιάδη περί παραβίασης της αρχής της διάκρισης των εξουσιών, ο κ. Αγγελίδης υποστήριξε ότι η προσωρινή αναστολή της διαδικασίας για ανάκτηση κατοχής ακινήτου εμπίπτει στην αρμοδιότητα της Βουλής, η οποία είναι το κατ’ εξοχήν αρμόδιο σώμα να νομοθετεί «επί παντί θέματι» και δικαιωματικά δημιουργεί και ή ενίοτε τροποποιεί το νόμιμο πλαίσιο δράσης της δικαστικής εξουσίας επί θεμάτων, όπως εν προκειμένω.

 Η κρίση του Ανωτάτου

Στην κατακλείδα της απόφασή τους, οι 12 δικαστές του Ανώτατου Δικαστηρίου αναφέρουν, μεταξύ άλλων, τα εξής:

Σύμφωνα με το Σύνταγμα, η Βουλή είναι το κατ’ εξοχήν αρμόδιο σώμα να νομοθετεί «επί παντί θέματι», εκτός αν καταστρατηγείται η αρχή της διάκρισης των εξουσιών ή συγκεκριμένο άρθρο του Συντάγματος.

Στην προκείμενη περίπτωση, ο νόμος επιβάλλει την αναστολή κάθε διαδικασίας προς ανάκτηση κατοχής δυνάμει της παρ. (α) του εδαφίου (1) του άρθρου 11 του Ν. 23/1983, ανεξαρτήτως του σταδίου στο οποίο αυτή ευρίσκεται, απαγορεύοντας έτσι τη συνέχιση ακόμα και εν εξελίξει δικαστικών διαδικασιών καθώς και την έκδοση σε αυτές δικαστικών αποφάσεων και διαταγμάτων ανάκτησης κατοχής. Με αυτό τον τρόπο, η νομοθετική εξουσία αναλαμβάνει και ασκεί εξουσία εκτός της σφαίρας της αρμοδιότητάς της και υπάγει τη δικαστική εξουσία σε έλεγχο, επεμβαίνοντας, κατ’ επέκταση, στην ανεξαρτησία της, κατά παράβαση της αρχής της διάκρισης των εξουσιών. Ειδικότερα, εν προκειμένω ο Νόμος, έστω προσωρινά, αναστέλλει την άσκηση του καθ΄ αυτού πυρήνα της δικαστικής εξουσίας που δεν είναι άλλος από την οριστική εκδίκαση των αντιπαραθέσεων μεταξύ των διαδίκων στην οποία το ανεξάρτητο δικαστικό σώμα οφείλει να προβαίνει ελεύθερο από ελέγχους ή παρεμβάσεις.