Συνδικαλιστές και εργοδότες κλείνουν τα μάτια στη σεξουαλική παρενόχληση

Αποκαλυπτική Διατριβή της Δρα Άννας Πηλαβάκη καταδεικνύει ότι οι συνδικαλιστικές και οι εργοδοτικές οργανώσεις στην Κύπρο «δεν τολμούν ή δεν επιθυμούν να γίνουν φορείς αλλαγής και προώθησης της έμφυλης ισότητας»…

ΤΟΥ ΜΑΡΙΟΥ ΔΗΜΗΤΡΙΟΥ

«Κλείνουν τα μάτια οι συνδικαλιστικές και οι εργοδοτικές οργανώσεις στα έντονα φαινόμενα σεξουαλικής παρενόχλησης στους χώρους εργασίας στην Κύπρο», είναι ένα από τα βασικά συμπεράσματα της Διατριβής της Διδάκτορος  Άννας Πηλαβάκη που υποβλήθηκε προς απόκτηση Διδακτορικού Τίτλου Σπουδών στο Τμήμα Επιστημών της Αγωγής – Πρόγραμμα Σπουδών Φύλου στο Πανεπιστήμιο Κύπρου. Η Άννα Πηλαβάκη πήρε το Διδακτορικό της Πτυχίο στην Τελετή Αποφοίτησης Μεταπτυχιακών Φοιτητών στο Πανεπιστήμιο Κύπρου στις 13 Φεβρουαρίου 2020. Ο τίτλος της Διατριβής είναι «Σεξουαλική Παρενόχληση στον Εργασιακό Χώρο: Κριτική Φεμινιστική Ανάλυση του Ρόλου των Συνδικαλιστικών και Εργοδοτικών Οργανώσεων της Κύπρου» και βασίστηκε σε συνεντεύξεις και μικρο-εθνογραφία. Συνεντεύξεις λήφθηκαν από πέντε γυναίκες θύματα σεξουαλικής παρενόχλησης, με καταγραφή των εμπειριών τους σε σχέση με το χειρισμό της καταγγελίας τους από τη συνδικαλιστική τους οργάνωση. Η συγγραφέας σημειώνει ότι «για το δείγμα της έρευνας επιδιώχθηκε η συλλογή στοιχείων από δέκα γυναίκες θύματα, μέλη συνδικαλιστικών οργανώσεων που υπέβαλαν παράπονο σε αυτές, αλλά παρά τις προσπάθειες, τελικά πέντε μόνο συμμετείχαν, αφού κατέστη αδύνατο να εξευρεθούν περισσότερες». Επίσης  συνεντεύξεις λήφθηκαν και από εκπροσώπους των συνδικαλιστικών και εργοδοτικών οργανώσεων, ενώ η μικρο-εθνογραφία εστίασε στη μελέτη της έμφυλης οργανωσιακής κουλτούρας των οργανισμών. Η Δρ Άννα Πηλαβάκη που είναι Πρόεδρος  του Ιδρύματος Προώθησης Ισότητας «Υπατία», τονίζει στον πρόλογο της Διατριβής ότι η έρευνα της αυτή «υποκινήθηκε από την προσωπική της επιθυμία να αναλύσει και να συνθέσει τη μακρόχρονη εμπειρία και γνώση που απέκτησε μέσα από την κοινωνική, πολιτική, επαγγελματική και συνδικαλιστική της δράση για το υπό διερεύνηση θέμα». Προσθέτει ότι «σκοπός της παρούσας έρευνας είναι η κριτική φεμινιστική ανάλυση του τρόπου με τον οποίο οι συνδικαλιστικές και εργοδοτικές οργανώσεις της Κύπρου αντιμετώπισαν το θέμα της σεξουαλικής παρενόχλησης στον εργασιακό χώρο, με βασικό άξονα ανάλυσης την οργανωσιακή θεωρία (εξουσία, δομή, οργάνωση)».

Η Άννα Πηλαβάκη αναφέρει ότι η Διδακτορική της Διατριβή είναι αφιερωμένη στη μικρή τρίχρονη εγγονή της, Μιχαήλια.

Γυάλινη οροφή, κολλώδες δάπεδο, γυάλινος γκρεμός

Όπως επισημαίνει η συγγραφέας στη Διατριβή της, συνδικαλιστές και εργοδότες στην Κύπρο «κλείνουν τα μάτια και στα φαινόμενα έμφυλου οριζόντιου και κάθετου επαγγελματικού διαχωρισμού, στη γυάλινη οροφή, στο κολλώδες δάπεδο και στον γυάλινο γκρεμό. (Όπου γυάλινη οροφή είναι όρος που αναφέρεται κυρίως σε γυναίκες και μειονότητες και χαρακτηρίζει το αόρατο εμπόδιο που αντιμετωπίζουν στην επαγγελματική ανέλιξή τους προς υψηλότερες θέσεις ευθύνης. Κολλώδες δάπεδο αναφέρεται στις γυναίκες, που καταλαμβάνουν θέσεις χαμηλής αμοιβής και χαμηλής κινητικότητας, όπως εργαζόμενες στη φροντίδα παιδιών και υπάλληλοι υπηρεσιών και συντήρησης. Ο γυάλινος γκρεμός είναι το φαινόμενο όπου οι γυναίκες, πολύ πιο συχνά από τους άνδρες, υποκινούνται να αναλαμβάνουν ηγετικές θέσεις στον επιχειρηματικό και πολιτικό κόσμο, σε περιόδους κρίσης ή ύφεσης, όταν η πιθανότητα αποτυχίας είναι υψηλότερη).

«Οι συνδικαλιστικές και εργοδοτικές οργανώσεις της Κύπρου δεν κατάφεραν να αντιμετωπίσουν το φαινόμενο της σεξουαλικής παρενόχλησης», υπογραμμίζει η Άννα Πηλαβάκη «αφού παρέμειναν σε ρητορικές διακηρύξεις, χωρίς καμιά συλλογική και συντονισμένη προσπάθεια αντιμετώπισης του φαινομένου. Στην έρευνα καταδεικνύεται ότι τα θύματα σεξουαλικής παρενόχλησης όχι απλά δεν είχαν την απαιτούμενη στήριξη από τις συνδικαλιστικές τους οργανώσεις, αλλά αντιμετωπίστηκαν με αδιαφορία, τόσο στην αναφορά του προβλήματος, όσο και στη μετέπειτα εξέλιξη της καταγγελίας τους. Ταυτόχρονα, εκφράζουν τη δυσαρέσκεια τους για το γεγονός ότι οι συνδικαλιστικές οργανώσεις μπορούν να διαδραματίσουν σημαντικό ρόλο στην προώθηση της έμφυλης ισότητας στον εργασιακό χώρο, κάτι που δεν έπραξαν μέχρι σήμερα έμπρακτα. Η παρούσα έρευνα λοιπόν, καταδεικνύει πως οι εργοδοτικές και συνδικαλιστικές οργανώσεις της Κύπρου δεν τόλμησαν να συγκρουστούν με την εγκαθιδρυμένη πατριαρχία και να «υποχρεώσουν» το κοινωνικό-πολιτικό σύστημα να αναγνωρίσει από τη μια την αξία της έμφυλης ισότητας στην απασχόληση και γενικότερα στην κοινωνικοοικονομική ζωή της Κύπρου. Ένα από τα ευρήματα είναι το παράδοξο ότι οι συνδικαλιστικές οργανώσεις δεν διαφέρουν καθόλου από τις εργοδοτικές οργανώσεις σε ό,τι αφορά τον λόγο τους ή τις δράσεις τους για την επίτευξη της έμφυλης ισότητας».

Σύμφωνα με τη συγγραφέα, «για σκοπούς τήρησης της ανωνυμίας και της εμπιστευτικότητας, η αναφορά στις συμμετέχουσες οργανώσεις γίνεται με τη χρήση ακρωνυμίων αντί των ονομάτων των οργανώσεων και των ονομάτων των συνεντευξιαζόμενων, έτσι ώστε οι πληροφορίες που δίνονται να μη φωτογραφίζουν οργανώσεις ή πρόσωπα. Αυτό ισχύει και για τις συνεντεύξεις με γυναίκες – θύματα όπου χρησιμοποιούνται ψευδώνυμα. Η εμπιστοσύνη που επιδείχθηκε στην ερευνήτρια, τόσο από πλευράς των θυμάτων όσο και των εκπροσώπων οργανώσεων, βοήθησε σε έγκυρα αποτελέσματα, αφού οι συμμετέχουσες/συμμετέχοντες μίλησαν με ειλικρίνεια, χωρίς φόβο, άγχος, καχυποψία και προσπάθεια ωραιοποίησης της κατάστασης».

Εμπειρίες θυμάτων από τον χειρισμό καταγγελιών

Η Άννα Πηλαβάκη γράφει ότι «τα θύματα σεξουαλικής παρενόχλησης κατέθεσαν τις εμπειρίες που βίωσαν τόσο από τον θύτη, όσο και από τις ίδιες τις συνδικαλιστικές τους οργανώσεις. Από τις συνεντεύξεις τους διαπιστώνεται ότι τα βιώματά τους από τη σεξουαλική παρενόχληση δεν διαφοροποιούνται από όσα καταγράφονται σε αποτελέσματα πάρα πολλών ερευνών που έγιναν είτε στην Κύπρο είτε στο εξωτερικό. Βιώματα που συνδέονται με αυξημένο άγχος, μειωμένη αυτοπεποίθηση, αυτό-ενοχοποίηση, πονοκεφάλους, ένταση, εγκατάλειψη της εργασίας ή και απόλυση λόγω μη αποδοχής της παρενόχλησης ή καταγγελίας της. Αυτά τα προβλήματα και πολλά άλλα, δεν γίνονται αντιληπτά και κατανοητά, ακόμα και από συνδικαλιστικά στελέχη που επιθεωρούν χώρους εργασίας, τα οποία καταδεικνύεται ότι δεν αντιλαμβάνονται το μέγεθος του προβλήματος και τις συνέπειές του στα θύματα, αφού σε μια τουλάχιστον περίπτωση το θύμα πιέστηκε από τον συνδικαλιστή να μην καταγγείλει, γιατί ο θύτης ήταν «κομματικός». Σε άλλη περίπτωση, που προχώρησε η καταγγελία στο Δικαστήριο, ο συνδικαλιστής υποστήριξε τον θύτη ενώπιον του εργοδότη, βάζοντας τα με τρία θύματα σεξουαλικής παρενόχλησης από στέλεχος της συντεχνίας του στον συγκεκριμένο εργασιακό χώρο, γιατί καθυστέρησαν να υποβάλουν καταγγελία, θεωρώντας ότι πρώτα τους άρεσε η σεξουαλική παρενόχληση και μετά άλλαξαν γνώμη. Σημειώνεται ότι και οι δυο υπό αναφορά περιπτώσεις αφορούν επαγγελματικά στελέχη, αλλά και μέλη μαζικών εργατικών οργανώσεων με χιλιάδες μέλη γυναίκες. Το γεγονός αυτό καταδεικνύει την αδιαφορία που επιδεικνύουν τόσο οι συνδικαλιστικές οργανώσεις, όσο και τα συνδικαλιστικά τους στελέχη, τα οποία θα έπρεπε να είχαν εκπαιδευτεί και ευαισθητοποιηθεί με τρόπο, ώστε τέτοια φαινόμενα να ήταν καταδικαστέα και να τεθούν στις προτεραιότητές τους η συναισθηματική και η ψυχολογική στήριξη των θυμάτων σεξουαλικής παρενόχλησης και όχι η υποστήριξη των θυτών. Πολλοί μύθοι και στερεότυπες αντιλήψεις έχουν ταυτιστεί με το φαινόμενο της σεξουαλικής παρενόχλησης και με αυτόν τον τρόπο από τη μια δεν αναγνωρίζεται το φαινόμενο ως πρόβλημα και από την άλλη επιρρίπτεται ουσιαστικά η ευθύνη στα θύματα. Η επίρριψη της ευθύνης στα θύματα, διαπιστώνεται δυστυχώς και μεταξύ των γυναικών θυμάτων σεξουαλικής παρενόχλησης, αφού κυριαρχεί η αντίληψη ότι σε κάποιες περιπτώσεις ευθύνεται η ίδια γυναίκα για τη σεξουαλική παρενόχληση που υφίσταται».

Οι πέντε γυναίκες που μίλησαν στη συγγραφέα

«Η Δήμητρα είναι 28 χρονών και είναι ελεύθερη. Έχει δίπλωμα κολλεγίου στα γραμματειακά και εργάζεται ως Γραμματέας σε ένα μικρό κοινοτικό συμβούλιο (ημι-δημόσιος οργανισμός) τα τελευταία 7 χρόνια. Είναι μέλος της συνδικαλιστικής οργάνωσης ΣΟ2, αλλά όχι στέλεχος. Η σεξουαλική παρενόχληση έγινε από τον προϊστάμενο της και ξεκίνησε τον δεύτερο χρόνο που εργαζόταν και περιλάμβανε μηνύματα, αγγίγματα, χάδια, κομπλιμέντα, προσπάθεια να την αγκαλιάσει, να τη φιλήσει και γινόταν όλο και περισσότερο επίμονος και σε όλα αυτά έδειξε ανοχή για δυο χρόνια, πριν προχωρήσει σε καταγγελία. Κατήγγειλε τη σεξουαλική παρενόχληση στον συνδικαλιστή της, αλλά δεν ενθαρρύνθηκε ή καθοδηγήθηκε να προχωρήσει την καταγγελία της σε Επίσημο Θεσμό Διερεύνησης. Δεν είχε καμιά στήριξη από την ημέρα που ανέφερε τη σεξουαλική παρενόχληση και μετά. Αισθάνεται απογοητευμένη από τους χειρισμούς της συνδικαλιστικής της οργάνωσης για τη μη στήριξη και αποθάρρυνσή της. Μετά την επίσημη καταγγελία άρχισαν οι εκδικητικές ενέργειες εναντίον της από τον κοινοτάρχη, με αυθαίρετη μείωση μισθού, ριζική αλλαγή και υποβάθμιση καθηκόντων, αλλαγή χώρου εργασίας, καθυστερήσεις στην πληρωμή της, καθυστέρηση στην έγκριση αιτημάτων ετήσιων αδειών της για να την εξαναγκάσει να παραιτηθεί. Επιπρόσθετα, προκάλεσε και ζημιές στο αυτοκίνητό της με γδαρσίματα και καταστροφή των λαστίχων του. Η καταγγελία της, τελικά, έγινε στην Αστυνομία, από τον χειρισμό και συμπεριφορά της οποίας δηλώνει ευχαριστημένη. Ανέφερε, επίσης, πως για τις εκδικητικές ενέργειες σε βάρος της μετά την καταγγελία, έστειλε πολλές επιστολές σε διαφόρους φορείς, όπως στην Επίτροπο Διοίκησης και Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων, στο Υπουργείο Εργασίας, Πρόνοιας και Κοινωνικών Ασφαλίσεων, στη συντεχνία της, στον Υπουργό Εσωτερικών, μέχρι και τον Υπουργό Οικονομικών. Η απάντηση που έπαιρνε ήταν ότι χρειάζεται διερεύνηση, χρειάζονται χρόνο και επειδή η υπόθεση ήταν ενώπιον Δικαστηρίου, έπρεπε να περιμένει το αποτέλεσμα της Δικαιοσύνης. Σημειώνεται ότι η καταγγελία στην Αστυνομία έγινε το 2013 και η δίκη ολοκληρώθηκε το 2018 με την καταδίκη του θύτη. Δηλαδή το θύμα για έξι χρόνια βίωνε τα εκδικητικά μέτρα του εργοδότη της, επειδή τον κατήγγειλε.

Η Αθηνά είναι 41 χρονών, παντρεμένη με δυο παιδιά. Είναι απόφοιτος Λυκείου και εργάζεται 22 χρόνια ως λοχίας στο Υπουργείο Άμυνας. Δέχθηκε σεξουαλική παρενόχληση από τον προϊστάμενό της και αυτή αφορούσε λεκτική και μη λεκτική, όπως στην προηγούμενη περίπτωση. Παρά το γεγονός ότι δεν είναι μέλος συντεχνίας, αποτάθηκε στο Γραφείο Γυναικών της ΣΟ1 και δηλώνει ικανοποιημένη για την πληροφόρηση και στήριξη που βρήκε. Το ίδιο ευχαριστημένη δηλώνει και από τους αστυνομικούς που έκανε την καταγγελία. Δηλώνει και αυτό το θύμα ότι αυτό που της έλειπε ήταν η ψυχολογική στήριξη. Σημειώνεται, εδώ, ότι δυο μέρες πριν τη δίκη της, επισκέφθηκε την Επιτροπή Ισότητας των Φύλων στην Απασχόληση και Επαγγελματική Εκπαίδευση, συνοδευόμενη από την εκπρόσωπο του Γραφείου Γυναικών της ΣΟ1 και ανέφερε ότι δεν αντέχει άλλο αυτή τη ψυχοφθόρα διαδικασία και ότι θα απέσυρε την υπόθεσή της. Μετά από συζήτηση και αναγνώριση για το γεγονός ότι προχώρησε σε καταγγελία και σε δικαστική διαδικασία, ενθαρρύνθηκε, εμψυχώθηκε και πίστεψε ότι δεν έπρεπε να υποχωρήσει και πείστηκε ότι μπορεί να αντέξει ακόμα μια μέρα στο Δικαστήριο. Δικαιώθηκε στο Δικαστήριο και αυτή η περίπτωση.

Η Νικολέττα είναι 37 χρονών, παντρεμένη χωρίς παιδιά όταν δέχθηκε τη σεξουαλική παρενόχληση. Είναι απόφοιτος Λυκείου και σπουδάζει λογιστική ταυτόχρονα ενώ εργάζεται. Εργάζεται ως Γραμματέας σε ένα μικρό κοινοτικό συμβούλιο, τα τελευταία 17 χρόνια. Είναι απλό μέλος της ΣΟ1. Δέχθηκε σεξουαλική παρενόχληση από τον προϊστάμενο της και αυτή αφορούσε λεκτική και μη λεκτική, με διάφορες πράξεις σεξουαλικής παρενόχλησης σε βάρος της. Σχόλια σεξουαλικής φύσης, ερωτήσεις για την προσωπική της ζωή, προτάσεις σεξουαλικής φύσης, χειρονομίες, πίεση σύναψης ερωτικών σχέσεων και έκθεση σε ιστοσελίδες πορνογραφικού περιεχομένου. Ανέφερε, ότι του έδειχνε φανερά την ενόχλησή της, αναφορικά με τις πράξεις σεξουαλικής παρενόχλησης που δεχόταν και ότι προσπαθούσε να τον αποτρέψει. Ενημέρωσε τον συντεχνιακό της ο οποίος δεν την καθοδήγησε τι να κάνει και ούτε ενδιαφέρθηκε ποτέ να μάθει αν συνεχίζεται η σεξουαλική παρενόχληση ή όχι και δεν ανέλαβε καμιά πρωτοβουλία ο ίδιος, αφήνοντάς την εγκαταλελειμμένη. Στη συνέχεια, αφού ήδη ενημερώθηκαν για το περιστατικό κοινοτικοί σύμβουλοι, σταμάτησε να την παρενοχλεί σεξουαλικά, αφού κατάλαβε ότι δεν θα ενέδιδε στις σεξουαλικές του ορέξεις και επιθυμίες, αλλά προχώρησε στη δημιουργία ενός εκφοβιστικού και εχθρικού περιβάλλοντος εργασίας γι΄ αυτήν, αφού με το παραμικρό της έκανε παρατηρήσεις για τον τρόπο που εκτελούσε τα γραμματειακά της καθήκοντα. Δηλώνει μη ικανοποιημένη για την πληροφόρηση και στήριξη που βρήκε από την οργάνωσή της. Η περίπτωσή της προσομοιάζει με την περίπτωση της Αθηνάς λόγω της μικρής κοινωνίας στην οποία ζουν και εργάζονται και στις εκδικητικές ενέργειες που προέβη ο κοινοτάρχης μετά την καταγγελία, ο οποίος προσπάθησε να την εξευτελίσει, πετυχαίνοντας μάλιστα και τον χωρισμό της από τον σύζυγό της. Η υπόθεση καταγγέλθηκε το 2012 και ολοκληρώθηκε η δίκη τέλος του 2017 με τη δικαίωσή της στο Δικαστήριο. Σημειώνεται ότι, σε αυτήν την περίπτωση το θύμα αποτάθηκε στην Επιτροπή Ισότητας των Φύλων στην Απασχόληση και Επαγγελματική Εκπαίδευση και της παραχωρήθηκε δωρεάν νομική αρωγή και προχώρησε στο Δικαστήριο.

Η Βίκυ είναι 54 χρονών, διαζευγμένη (43 χρονών όταν δέχθηκε σεξουαλική παρενόχληση) μητέρα ενός παιδιού. Είναι απόφοιτος Λυκείου και εργαζόταν για 8 χρόνια ως Γραμματέας σε μια μικρή συνδικαλιστική οργάνωση. Δέχθηκε σεξουαλική παρενόχληση από ηγετικό στέλεχος της συντεχνίας που εργαζόταν και αυτή αφορούσε λεκτική και μη λεκτική. Άρχισε με διάφορα σημειώματα σεξουαλικού περιεχομένου τα οποία άφηνε στο γραφείο της, κακόγουστα αστεία ή σχόλια, έκθεση εικόνων και σχολίων σεξουαλικού περιεχομένου, διάφορες προτάσεις για ραντεβού, σεξουαλικά υπονοούμενα, ερωτήσεις σχετικά με την προσωπική ζωή της, ερωτήματα για την ερωτική της ζωή και με πιέσεις για σύναψη ερωτικού δεσμού. Μετά τη σταθερή άρνησή της να ενδώσει στις προτάσεις του, έγινε πιο επίμονος και η όλη στάση του συνεχίστηκε και εντάθηκε στη διάρκεια των δυο τελευταίων χρόνων της απασχόλησής της. Το θύμα κατάγγειλε τον θύτη προφορικά στον Πρόεδρο της συντεχνίας και σε συναδέλφους του και μετά γραπτώς με επιστολή της προς τη συντεχνία. Μετά την καταγγελία της συγκλήθηκε η Εκτελεστική Γραμματεία της συντεχνίας, η οποία αντί να προχωρήσει στη διερεύνηση της καταγγελίας της, την κάλεσε, με τρόπο επιτακτικό, να τεκμηριώσει και όχι να στοιχειοθετήσει την καταγγελία της, όπως προνοεί η νομοθεσία. Ζήτησε να ορίσουν νέα συνάντηση και να προσκομίσει τα στοιχεία της με συνοδεία δικού της ατόμου. Αυτό θεωρήθηκε ως προσβολή προς το Σώμα και στη συνέχεια, τής ζητήθηκε να αποχωρήσει από τη συνεδρία και τέθηκε σε αναγκαστική άδεια. Πριν τεθεί σε αναγκαστική  άδεια, της ζητήθηκε να αποσύρει το παράπονό της εναντίον του θύτη και αρνήθηκε. Ακολούθως, την απέλυσαν προφασιζόμενοι ότι ήταν ασεβής και ότι δεν έδινε στοιχεία. Το θύμα αισθάνεται ότι η συντεχνία της τη θυματοποίησε. Δυστυχώς η υπόθεση αυτή δεν κερδήθηκε στο Πρωτόδικο Δικαστήριο, γιατί κρίθηκε ότι απέτυχε να αποδείξει ότι παρενοχλείτο σεξουαλικά κατά την περίοδο 2003-2008. Έχει κάνει έφεση κατά της πρωτόδικης απόφασης και αναμένεται η απόφαση.

Η Ανδριάνα, σήμερα είναι 57 χρονών, δέχθηκε σεξουαλική παρενόχληση όταν ήταν 45 χρονών. Είναι παντρεμένη και μητέρα δυο παιδιών. Είναι πτυχιούχος και σήμερα διευθύνει τη δική της επιχείρηση. Ήταν μέλος συνδικαλιστικής οργάνωσης και δέχθηκε σεξουαλική παρενόχληση από αξιωματούχο της οργάνωσης. Η σεξουαλική παρενόχληση αφορούσε μηνύματα, τηλεφωνήματα, αγγίγματα, χάδια, ερωτήσεις και προτάσεις σεξουαλικού περιεχομένου. Ανέχτηκε αυτή την κατάσταση δυο χρόνια και όταν τα πράγματα έγιναν πολύ χειρότερα, προχώρησε σε καταγγελία. Αισθάνεται ότι η οργάνωση της χειρίστηκε σωστά την καταγγελία της και δεν ένιωσε, σε καμιά περίπτωση, να μην γίνεται πιστευτή ή να θυματοποιείται δεύτερη φορά. Τόνισε, επίσης, την εχεμύθεια που τήρησαν και τη στήριξη που είχε. Σημειώνεται ότι με όλες τις γυναίκες θύματα, η γράφουσα είχε μιλήσει είτε όταν έκαναν την καταγγελία τους και τους παρείχε στήριξη, την οποία είχαν ανάγκη, είτε προηγουμένως και τις είχε ενθαρρύνει να προχωρήσουν σε καταγγελία ή και στο Δικαστήριο».

Οι άνδρες στην εξουσία, οι γυναίκες στο περιθώριο…

«Συνδέοντας τη φεμινιστική θεωρία με την έμφυλη οργανωσιακή κουλτούρα», γράφει η Άννα Πηλαβάκη, καταδεικνύεται μέσα από την παρούσα έρευνα ότι η κουλτούρα των συνδικαλιστικών και εργοδοτικών οργανώσεων της Κύπρου, η οποία διαμορφώνεται και επηρεάζεται από την ανώτερη διοίκηση/ηγεσία δεν περιλαμβάνει στις προτεραιότητές της ούτε την πρόληψη και αντιμετώπιση της σεξουαλικής παρενόχλησης, ούτε και κατ’ επέκταση την προώθηση της έμφυλης ισότητας στον εργασιακό χώρο. Η κουλτούρα των συνδικαλιστικών και εργοδοτικών οργανώσεων επηρεάζεται από εσωτερικούς, εξωτερικούς και οργανωσιακούς παράγοντες και αναλύοντας αυτή την κουλτούρα με φεμινιστική οπτική, παρατηρείται ότι οι εσωτερικοί παράγοντες αφορούν στις πατριαρχικές δομές τους, με τους άνδρες να κατέχουν και να θεσπίζουν την εξουσία και τις γυναίκες και τα προβλήματα που αντιμετωπίζουν να περιθωριοποιούνται. Ταυτόχρονα, οι εξωτερικοί παράγοντες αφορούν στην πατριαρχική κυπριακή κοινωνία με τις κυρίαρχες έμφυλες, αναχρονιστικές, κοινωνικές πρακτικές. Συγκεκριμένα υπάρχει μια έντονη έμφυλη σχηματοποίηση των ιεραρχιών, όπου οι γυναίκες υπο-εκπροσωπούνται σε όλα τα κέντρα λήψης αποφάσεων με εξαιρετικά χαμηλά ποσοστά υπουργών, βουλευτριών, δημοτικών και κοινοτικών συμβούλων, αλλά και σε διευθυντικές θέσεις στον δημόσιο και ιδιωτικό τομέα. Καταδεικνύεται μέσα από τη μελέτη αυτή, ότι αυτή η κυρίαρχη κουλτούρα μεταφέρεται ή και υιοθετείται ως η φυσιολογική και στις υπο εξέταση οργανώσεις, οι οποίες δεν τολμούν ή δεν επιθυμούν να γίνουν φορείς αλλαγής και προώθησης της έμφυλης ισότητας. Συμπερασματικά, στα πλαίσια της κριτικής φεμινιστικής προσέγγισης και της έμφυλης οργανωσιακής θεωρίας, φαίνεται να ερμηνεύεται η ύπαρξη και η αντιμετώπιση του φαινομένου της σεξουαλικής παρενόχλησης στην Κύπρο από τις αναχρονιστικές πατριαρχικές δομές και συμπεριφορές των συνδικαλιστικών και εργοδοτικών οργανώσεων της Κύπρου, που οδηγούν στη μη κατανόηση του προβλήματος αυτού, το οποίο θεωρούν «φυσικό» να υπάρχει και στην απροθυμία τους να ασχοληθούν έμπρακτα με την αντιμετώπισή του. Αυτό φαίνεται να ισχύει ξεκάθαρα στην περίπτωση των συνδικαλιστικών οργανώσεων, οι οποίες αντί να στηρίζουν τα προβλήματα των γυναικών μελών τους και να τα θέσουν στις προτεραιότητές τους, τα περιθωριοποιούν, περιθωριοποιώντας ταυτόχρονα και τις γυναίκες μέλη τους. Εξάλλου, είναι ξεκάθαρο από την παρουσίαση των αποτελεσμάτων ότι ο λόγος και οι αντιλήψεις των εργοδοτικών και των συνδικαλιστικών οργανώσεων δεν διαφοροποιούνται σχεδόν καθόλου και εκφράζουν τις ίδιες αντιλήψεις, απόψεις και θέσεις. Η μελέτη αυτή διερεύνησε το πρόβλημα της σεξουαλικής παρενόχλησης σε θύματα σεξουαλικής παρενόχλησης και σε συνδικαλιστικές και εργοδοτικές οργανώσεις ως θεσμούς/οργανισμούς που μεταξύ άλλων είναι ταγμένοι να προωθούν την έμφυλη ισότητα στην απασχόληση, αφού οι γυναίκες αποτελούν το 51% του πληθυσμού της Κύπρου και αποτελούν ένα σημαντικό ποσοστό των μελών τους, σε κάποιες δε περιπτώσεις, τη συντριπτική τους πλειοψηφία. Για πρώτη φορά εξετάζεται η οργανωσιακή κουλτούρα αυτών των οργανώσεων ως θεσμών, με κριτική φεμινιστική ανάλυση και διαπιστώνεται το παράδοξο να μη διαφοροποιούνται καθόλου από άλλους θεσμούς, που δεν είναι ταγμένοι στην προστασία των εργαζομένων ή στην προώθηση της ισότητας ακόμη και από τις ίδιες τις εργοδοτικές οργανώσεις. Το παράδοξο εύρημα της έρευνας είναι ότι οι συνδικαλιστικές και οι εργοδοτικές οργανώσεις στην Κύπρο, παρόλο που εργάζονται για διαφορετικές και συχνά αντίπαλες ομάδες (εργοδότες vs εργοδοτούμενοι), συχνά παρουσιάζουν μια κοινή φωνή για θέματα φύλου, η οποία χαρακτηρίζεται από τυπικές και τυποποιημένες εξαγγελίες περί έμφυλης ισότητας, χωρίς ουσιαστικές δομές οι οποίες να υποστηρίζουν πραγματικά τις γυναίκες που θυματοποιούνται και υφίστανται έμφυλες διακρίσεις, από αυτές τις οργανώσεις. Αυτό είναι ένα φυσικό επακόλουθο της αρρενωπής και πατριαρχικής τους κουλτούρας. Αυτό φαίνεται να ισχύει ξεκάθαρα, ιδιαίτερα στις συνδικαλιστικές οργανώσεις οι οποίες αντί να στηρίζουν τις γυναίκες και γενικά την έμφυλη ισότητα στον εργασιακό χώρο στην πράξη, εν τούτοις τις αφήνουν στο περιθώριο».

«Μπορούσαν να κάνουν περισσότερα»…

«Φαίνεται  από τις δηλώσεις των εκπροσώπων των συνδικαλιστικών και εργοδοτικών οργανώσεων» επισημαίνει επίσης η συγγραφέας, «ότι μπορούσαν να κάνουν περισσότερα. Η προώθηση Κώδικα Πρόληψης και Αντιμετώπισης σεξουαλικής παρενόχλησης σε επιχειρήσεις, δεν τέθηκε ποτέ ως αίτημα σε συλλογικές διαπραγματεύσεις. Ούτε καν οι ίδιες οι συνδικαλιστικές οργανώσεις ως εργοδότες δεν υιοθέτησαν και δεν εφάρμοσαν πρόνοια της νομοθεσίας στο εσωτερικό τους για λήψη προληπτικών και κατασταλτικών μέτρων, μεταξύ των οποίων και διαδικασίες χειρισμού παραπόνων. Μόλις το 2019, 16 ολόκληρα χρόνια από την εφαρμογή της νομοθεσίας το 2003, προχώρησαν στη σύνταξη Κώδικα Πρακτικής για την Πρόληψη και Αντιμετώπιση της

Σεξουαλικής Παρενόχλησης στον ιδιωτικό τομέα. Οι συνδικαλιστικές οργανώσεις μπορούν, πρέπει και οφείλουν να διαδραματίσουν σημαντικό ρόλο στην πρόληψη και εξάλειψη της σεξουαλικής παρενόχλησης στον χώρο εργασίας με ανάπτυξη και εφαρμογή πολιτικών και διαδικασιών, μέσω των υπηρεσιών πληροφόρησης και κατάρτισής τους και μέσω της διαδικασίας συλλογικής διαπραγμάτευσης. Μπορούν επίσης να στηρίζουν, να παρέχουν πληροφορίες, συμβουλές και να εκπροσωπούν τους/τις εργαζόμενους/ες μέλη τους, που έχουν υποστεί σεξουαλική παρενόχληση ή είναι θύτες, αφού βρίσκονται σε μια προνομιούχα και καίρια, θα έλεγα, θέση να το κάνουν, γνωρίζοντας τόσο το θύμα όσο και τον θύτη και να στηρίξουν όσο μπορούν το θύμα διάκρισης. Επιπλέον, η Κυπριακή Βουλή παρουσιάζει σταθερά τα χαμηλότερα ποσοστά γυναικών βουλευτριών και αποτελείται κυρίως από άντρες, οι οποίοι συζητούν και παίρνουν αποφάσεις σε θέματα γύρω από την αναπαραγωγή, τις αμβλώσεις, την παρένθετη μητρότητα, τη σεξουαλική παρενόχληση, την ίση αμοιβή, την προστασία της μητρότητας και πολλά άλλα, αφού υποτίθεται ακούσουν πρώτα τους κοινωνικούς εταίρους που ανδροκρατούνται, μέσω των Γραφείων Γυναικών τους και τις Γυναικείες Οργανώσεις που ποδηγετούνται από τα πολιτικά κόμματα και τις συνδικαλιστικές τους οργανώσεις. Αυτή είναι η κυρίαρχη κουλτούρα που μεταφέρεται ή και υιοθετείται ως η φυσιολογική και στις υπο εξέταση οργανώσεις, οι οποίες δεν τολμούν ή δεν επιθυμούν να γίνουν φορείς αλλαγής και προώθησης της έμφυλης ισότητας».

«Δεν με ξάφνιασαν τα αποτελέσματα»

«Η έρευνα», αναφέρει στον επίλογο της Διατριβής η Άννα Πηλαβάκη, «προσπάθησε να αποτελέσει την απαρχή της συζήτησης σε σχέση με τον χειρισμό των υποθέσεων σεξουαλικής παρενόχλησης από συνδικαλιστικές και εργοδοτικές οργανώσεις στην Κύπρο και πώς αυτός ο χειρισμός είναι άμεσα συνυφασμένος με την οργανωσιακή κουλτούρα των οργανώσεων και τα έμφυλα στερεότυπα που διατηρούνται εντός αυτών. Η παρούσα μελέτη αποτελεί μια σημαντική καινοτομία και είναι μια διαλογική θεώρηση του φαινομένου της σεξουαλικής παρενόχλησης και μια βάση για κατανόηση της οργανωσιακής κουλτούρας των συνδικαλιστικών οργανώσεων ως προς τον τρόπο που συντηρούν πατριαρχικές αντιλήψεις και στερεότυπα. Προσωπικά, ομολογώ ότι δεν με ξάφνιασαν, ως ερευνήτρια, τα αποτελέσματα, αφού βίωσα από πρώτο χέρι αρκετά από τα ευρήματα της παρούσας έρευνας και χαίρομαι που έβαλα το μικρό μου λιθαράκι, να αναδειχθούν και τεκμηριωθούν, στη βάση της θεωρίας της έμφυλης οργανωσιακής κουλτούρας και της φεμινιστικής θεωρίας, τα κενά και οι αδυναμίες στις δομές των υπό διερεύνηση θεσμών/οργανώσεων. Η κουλτούρα των υπό μελέτη οργανισμών είναι άρρηκτα συνδεδεμένη με τους στόχους τους και άλλους παράγοντες, έχοντας με αυτόν τον τρόπο ισχυρή επίδραση στη διαμόρφωση της οργανωσιακής κουλτούρας που επιθυμούν να μεταφέρουν και να προωθήσουν στα μέλη και στους υπαλλήλους τους. Όπως διαπιστώνεται τόσο από την παρουσίαση όσο και από τη συζήτηση των ευρημάτων, χρειάζονται ακόμα πολλές ενέργειες, δράσεις και προσπάθειες και θα περάσουν κάποιες δεκαετίες ακόμα για την αλλαγή αυτής της κουλτούρας, αφού κατά την άποψή μου δεν προβλέπεται και δεν προτίθενται στο εγγύς μέλλον οι συνδικαλιστικές οργανώσεις να γίνουν πρωτοπόρες και να ανοίξουν δρόμους στην έμφυλη ισότητα και να τους μιμηθούν και άλλοι θεσμοί».

Ευχαριστίες και…απολογίες!

«Η ολοκλήρωση αυτής της διατριβής εν μέσω προσωπικής και επαγγελματικής προσωρινής πολυ-απασχόλησης», γράφει μεταξύ άλλων η Άννα Πηλαβάκη, «δεν θα ήταν δυνατή, χωρίς την ενθάρρυνση και τη συνεχή στήριξη από την επιβλέπουσα Καθηγήτρια μου Αλεξία Παναγιώτου. Θερμές ευχαριστίες θα ήθελα επίσης να εκφράσω, στα υπόλοιπα μέλη της τριμελούς Επιτροπής, τη Μαίρη Κουτσελίνη και τη Μιράντα Χρίστου για τη στήριξη και ενθάρρυνσή τους. Επίσης ευχαριστώ θερμά τη Μαρία Στρατηγάκη και την Ειρήνη Καδιανάκη, μέλη της πενταμελούς μου Επιτροπής για τα εποικοδομητικά τους σχόλια. Θα ήταν επίσης μεγάλη παράλειψη μου αν δεν εξέφραζα τις ευχαριστίες μου στην Καθηγήτρια Ζέλεια Γρηγορίου, για όλη τη στήριξη και καθοδήγησή της καθ’ όλη τη διάρκεια της φοίτησης μου στο Διδακτορικό αυτό Πρόγραμμα του Πανεπιστημίου Κύπρου και για όσα μας δίδαξε ως Καθηγήτρια με τη βαθιά επιστημονική της κατάρτιση για νέες φεμινιστικές θεωρίες, που ανατρέπουν πολλά από όσα γνωρίζαμε.  Ευχαριστώ θερμά τους ανθρώπους από το στενό οικογενειακό και φιλικό μου περιβάλλον για την υποστήριξη, αλλά κυρίως για την υπομονή και την κατανόηση που έδειξαν κατά την πολύμηνη απομόνωσή μου και την αναγκαία «αντικοινωνικότητά» μου, για τη διεκπεραίωση της έρευνας και συγγραφής αυτής της διατριβής. Απολογούμαι στην κόρη μου και τη μικρή εγγονή μου, που δεν τα κατάφερα για ακόμα μια φορά, να «επιτελέσω» τον παραδοσιακό ρόλο της μητέρας, αλλά παράλληλα και της γιαγιάς. Ένα μεγάλο ευχαριστώ οφείλω στην αδελφή μου Ελένη, Φιλόλογο, για τον χρόνο που αφιέρωσε στις τελικές συντακτικές και ορθογραφικές διορθώσεις στη Διατριβή μου και στη φίλη Νιόβη για τις γραφικές παραστάσεις (πίνακες και παραρτήματα). Θερμές ευχαριστίες οφείλω επίσης στους/στις πρώην συναδέλφους/συναδέλφισσες συνδικαλιστές/συνδικαλίστριες για τον πολύτιμο χρόνο που μου αφιέρωσαν, για τις συνεντεύξεις που μου παραχώρησαν για τους σκοπούς της παρούσας έρευνας, αλλά και στα θύματα σεξουαλικής παρενόχλησης που άθελά μου τους ξαναθύμισα βασανιστικά βιώματα από τη σεξουαλική παρενόχληση που υπέστησαν στην εργασιακή τους ζωή».

Μια αναφορά στον ηλικιακό ρατσισμό

Με μιαν εύστοχη αναφορά στον ηλικιακό ρατσισμό τελειώνει τον επίλογο της Διατριβής της η συγγραφέας. «Θα ήταν, πιστεύω, παράλειψή μου» σημειώνει, «να μην αναφέρω και τα αρνητικά σχόλια αυτής της διαδρομής από κάποιους ανθρώπους οι οποίοι λανθασμένα συνέδεαν την ηλικία μου και αυτή την προσωπική μου επιλογή με κάποια επαγγελματική ανέλιξη και πρόοδο, ξεχνώντας και το «γηράσκω αεί διδασκόμενη» και το ότι ο κάθε άνθρωπος ελεύθερα επιλέγει να κάνει αυτό που τον ικανοποιεί, ανεξάρτητα από ηλικιακούς περιορισμούς και χωρίς να χρειάζεται να λογοδοτεί και αιτιολογεί για τις επιλογές του. Πιστεύω ότι εάν δεν κατέγραφα αυτήν τη μορφή διάκρισης, της ηλικίας, δεν θα ήμουν συνεπής με τους αγώνες που δίνω για καταπολέμηση όλων των μορφών διάκρισης, περιλαμβανομένης και της ηλικίας».

Στιγμιότυπο από διάσκεψη Τύπου τον Μάρτη 2018 όταν η Άννα Πηλαβάκη ως Επιστημονική Συνεργάτιδα της Επιτροπής Ισότητας των Φύλων στην Απασχόληση και στην Επαγγελματική Εκπαίδευση, παρουσίασε μελέτη της με τίτλο «Κυπριακή νομοθεσία και νομολογία – Το αδίκημα της σεξουαλικής παρενόχλησης και η προστασία της μητρότητας». Πραγματοποιήθηκε στο Υπουργείο Εργασίας και παρέστη η Υπουργός Ζέτα Αιμιλιανίδου, η Επίτροπος Διοικήσεως και Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων Μαρία Στυλιανού Λοττίδη και εκπρόσωποι συνδικαλιστικών, εργοδοτικών, γυναικείων και άλλων μη κυβερνητικών οργανώσεων.

Φώτο: Η Δρ Άννα Πηλαβάκη.