Μπορεί η υπερβολική πρόσληψη ενός διατροφικού στοιχείου να αυξήσει τον κίνδυνο ενδομητρίωσης; Αυτό υποστηρίζει νέα μελέτη που δημοσιεύεται στο BMC Public Health, συσχετίζοντας τις υπερβολικές ποσότητες ψευδαργύρου με ενισχυμένες πιθανότητες εμφάνισης αυτής της χρόνιας και συχνά εξουθενωτικής γυναικολογικής πάθησης.
Ενδομητρίωση προκαλείται όταν ο ιστός του ενδομητρίου αναπτύσσεται έξω από τη μήτρα, επηρεάζοντας συνήθως τα όργανα της πυέλου και τους γύρω ιστούς. Αυτό μπορεί να οδηγήσει σε σοβαρά συμπτώματα, όπως έντονο πόνο, υπογονιμότητα και αυξημένο κίνδυνο έκτοπης εγκυμοσύνης. Εκτιμάται ότι περίπου 176 εκατομμύρια γυναίκες παγκοσμίως ζουν με ενδομητρίωση, αντιμετωπίζοντας μια σειρά συμπτωμάτων, που κυμαίνονται από τον πυελικό πόνο έως την υπογονιμότητα.
Αν και τα ακριβή αίτια της ενδομητρίωσης παραμένουν άγνωστα, η πάθηση θεωρείται ότι περιλαμβάνει μια σύνθετη αλληλεπίδραση γενετικών, φλεγμονωδών, ανοσολογικών και περιβαλλοντικών παραγόντων. Η νέα μελέτη αναδεικνύει ότι ο ψευδάργυρος μπορεί να παίζει τον δικό του, ξεχωριστό ρόλο στην ανάπτυξη της πάθησης. Πρόκειται για ένα ιχνοστοιχείο ζωτικής σημασίας για πολυάριθμες διεργασίες του οργανισμού, όπως η σύνθεση του DNA, η κυτταρική διαίρεση και η γονιδιακή μεταγραφή – λειτουργίες απαραίτητες για την ανθρώπινη αναπαραγωγή. Ο οργανισμός αδυνατεί να αποθηκεύσει ψευδάργυρο, επομένως η συνεπής διατροφική πρόσληψη του μετάλλου από πηγές όπως το κρέας, τα δημητριακά και τα γαλακτοκομικά κρίνεται απαραίτητη. Οι ειδικοί σημειώνουν ότι η μέση συνιστώμενη ημερήσια πρόσληψη ψευδαργύρου κυμαίνεται μεταξύ 4,6-6,2 mg για τα μικρά παιδιά και 8-14 mg για τους ενήλικες.
Ωστόσο, ενώ ο ψευδάργυρος είναι απαραίτητος για τη λειτουργία του ανοσοποιητικού, η υπερβολική πρόσληψή του μπορεί να φέρει αντίθετα αποτελέσματα, αποδυναμώνοντας ενδεχομένως την άμυνα του οργανισμού.
Στη μελέτη αναλύθηκαν δεδομένα από την Εθνική Έρευνα Υγείας και Διατροφικής Εξέτασης (NHANES) από το 1999-2006, με τους ειδικούς να εστιάζουν σε Αμερικανίδες ηλικίας 20-54 ετών. Συνολικά, η μελέτη περιέλαβε δείγμα 4.315 γυναικών, εκ των οποίων το 7,7% ανέφερε διάγνωση ενδομητρίωσης. Έλαβαν, επίσης, υπόψη τους μια σειρά από δημογραφικούς παράγοντες:
Περίπου το 64% των συμμετεχόντων ήταν υπέρβαρες,
το 39,4% κάπνιζε και
το 47% λάμβανε συμπληρώματα διατροφής.
Τα ευρήματα έδειξαν σημαντική συσχέτιση μεταξύ της υψηλότερης πρόσληψης ψευδαργύρου και του αυξημένου κινδύνου ενδομητρίωσης. Σε σύγκριση με τις γυναίκες που κατανάλωναν λιγότερα από 8mg ψευδαργύρου ημερησίως, εκείνες που κατανάλωναν πάνω από 14mg είχαν 60% υψηλότερο κίνδυνο εμφάνισης ενδομητρίωσης. Ωστόσο, η κατανάλωση 8-14 mg ψευδαργύρου δεν έδειξε αυξημένο κίνδυνο.
Τα νέα ευρήματα έχουν ιδιαίτερο ενδιαφέρον, κυρίως γιατί προηγούμενες έρευνες έχουν δείξει ότι οι γυναίκες με ενδομητρίωση έχουν συχνά χαμηλότερα επίπεδα ψευδαργύρου, μια αντίφαση που, σύμφωνα με τους ερευνητές, ενδέχεται να οφείλεται σε διαφορές στον τρόπο μέτρησης των επιπέδων ψευδαργύρου ή στα μεγέθη των υπό μελέτη ομάδων.
Πώς σχετίζεται ο ψευδάργυρος με τον κίνδυνο ενδομητρίωσης;
Οι ερευνητές πιστεύουν ότι ο ψευδάργυρος παίζει ρόλο στη διαχείριση των ανοσολογικών οδών, του οξειδωτικού στρες και της δραστηριότητας των ενζύμων που εμπλέκονται στην επιδιόρθωση των ιστών και συγκεκριμένα των μεταλλοπρωτεϊνασών της μήτρας (MMPs). Αυτά τα ένζυμα MMP είναι απαραίτητα για την αναδιαμόρφωση των ιστών, αλλά μπορούν επίσης να συμβάλλουν στην εξάπλωση του ενδομητριωτικού ιστού, διασπώντας την εξωκυττάρια μήτρα, η οποία παρέχει δομή στα κύτταρα και τους ιστούς.
Μελέτες δείχνουν ότι οι γυναίκες με ενδομητρίωση εμφανίζουν συχνά αυξημένα επίπεδα MMP-2 και MMP-9 ενζύμων, που αποδομούν την εξωκυττάρια μήτρα. Αυτή η διάσπαση απελευθερώνει βιοδραστικά μόρια, όπως κυτταροκίνες, χημειοκίνες και αυξητικούς παράγοντες, τα οποία μπορεί να βοηθήσουν τον ενδομητρικό ιστό να εισβάλει σε κοντινές περιοχές.
Επιπλέον, η μεταλλοθειονίνη -μια πρωτεΐνη που δεσμεύει ψευδάργυρο- τείνει να αυξάνεται με την ηλικία και τη φλεγμονή, δεσμεύοντας τον ψευδάργυρο και μειώνοντας τη διαθεσιμότητά του, για να χρησιμεύσει ως συμπαράγοντας ενζύμων και αναστολέας της MMP. Τα υψηλά επίπεδα ψευδαργύρου μπορεί επίσης να καταστείλουν την ανοσολογική λειτουργία, επιτρέποντας ακούσια τον πολλαπλασιασμό των παθογόνων μικροοργανισμών. Ο ψευδάργυρος μπορεί επίσης να δρα ως «μεταλλοοιστρογόνο», ενεργοποιώντας τους υποδοχείς οιστρογόνων, επιδεινώνοντας πιθανώς την ενδομητρίωση, που σχετίζεται άμεσα με τα οιστρογόνα.
Όλα αυτά δεν αναιρούν, φυσικά, τον ρόλο και τη χρησιμότητα του ψευδαργύρου ως ενός σημαντικού θρεπτικού συστατικού, υπογραμμίζει όμως την ανάγκη για μια ισορροπημένη προσέγγιση στην πρόσληψή του, ιδίως για τις γυναίκες που διατρέχουν αυξημένο κίνδυνο ενδομητρίωσης.
Πηγή: ygeiamou.gr/ΒΙΚΥ ΒΕΝΙΟΥ
PHOTO: SHUTTERSTOCK