Το Greenwashing και οι Επιστήμες της Αειφόρου Ανάπτυξης, της Επικοινωνίας και του Μάρκετινγκ

Tου Μαρίνου Βουκή*

Στο ανταγωνιστικό περιβάλλον του σήμερα, οι οργανισμοί διαρκώς χρησιμοποιούν τις επιστήμες της Επικοινωνίας και του Μάρκετινγκ για να αναδεικνύουν τα πλεονεκτήματα τους (των προϊόντων ή υπηρεσιών που προσφέρουν ή και τα πλεονεκτήματα του ιδίου του οργανισμού, των λειτουργιών ή και του προσωπικού του). Παράλληλα, λόγω της σημαντικότητας της Αειφόρου Ανάπτυξης (ΑΑ), τα τελευταία χρόνια παρατηρείται, με ιδιαίτερα αυξητική τάση, η επικοινωνία των οργανισμών σχετικά με τις όποιες δράσεις τους οι οποίες αφορούν την ΑΑ.

Το Μάρκετινγκ θεωρείται από τους ερευνητές ως άρρηκτα συνδεδεμένο με την ΑΑ. Πολλές έρευνες σχετικά με το Μάρκετινγκ επικεντρώνονται είτε στο περιβάλλον, είτε στην κοινωνική πλευρά της ΑΑ χρησιμοποιώντας τους όρους «πράσινο Μάρκετινγκ» ή «κοινωνικό Μάρκετινγκ», αντίστοιχα. Επιπρόσθετα με τις σχετικές πρακτικές, η βιβλιογραφία επίσης επικεντρώνεται στα «πράσινα» ή στα «κοινωνικά υπεύθυνα» ή «ηθικά» προϊόντα ή και υπηρεσίες. Έρευνα από τους Luo και Bhattacharya (2006), έχει καταδείξει πως η διάθεση υψηλών επενδύσεων σε διαφήμιση, με σκοπό την επιτυχία ενός οργανισμού να επικοινωνήσει προς την αγορά στόχο του τη δημιουργία και προσφορά «πράσινων» ή «κοινωνικά υπεύθυνων» ή «ηθικών» προϊόντων, αυξάνει την ανταγωνιστικότητα του.

Σύμφωνα με τη συγγραφέα Denise Lee Yohn του διάσημου βιβλίου «What Great Brands Do: The Seven Brand-Building Principles That Separate the Best from the Rest», (Yohn, 2014) οι ειδικοί στο Μάρκετινγκ, έχουν τη δύναμη να αλλάξουν τον κόσμο, χτίζοντας μια μάρκα με σκοπό! Η δημιουργία «ονόματος μάρκας με σκοπό» ισούται με δημιουργία ανταγωνιστικού πλεονεκτήματος.

Στην έντονη πλέον προσπάθεια των οργανισμών για να επικοινωνούν άμεσα οποιαδήποτε δράση τους η οποία αφορά την ΑΑ, με σκοπό τη βελτίωση/ενίσχυση της εικόνας/φήμης του οργανισμού τους και της παρουσίασης του ως μάρκα με σκοπό, ώστε μελλοντικά να τους αποφέρει κάποια οφέλη, αναπόφευκτα, τα επικοινωνιακά μηνύματα συχνά δημιουργούν αναληθείς εντυπώσεις και δημιουργείται το λεγόμενο “greenwashing”. Ο όρος greenwashing χρησιμοποιείται πλέον ευρέως για να υποδείξει εκείνες τις πρακτικές προώθησης/επικοινωνίας/μάρκετινγκ οι οποίες λανθασμένα χρησιμοποιούνται από κάποιο οργανισμό για να πεισθεί το κοινό σχετικά με μια θετική «πράσινη» εικόνα για τον οργανισμό, ενώ, στην πραγματικότητα, η θετική αυτή εικόνα δεν είναι πλήρως αληθής.

Παραδείγματα greenwashing:

  • Ένα παράδειγμα αποτελεί η περίπτωση όπου η ηγεσία ενός οργανισμού επικοινωνεί με πάθος στα ΜΜΕ τη δημιουργία επιτροπής/ομάδας ισότητας στον οργανισμό του και ορίζει ως Πρόεδρο της επιτροπής αυτής άτομο το οποίο ασκεί ρατσιστικές συμπεριφορές σε συνάδελφο του στον ίδιο οργανισμό.
  • Ένα άλλο παράδειγμα αποτελεί η περίπτωση όπου και πάλι ένας οργανισμός επικοινωνεί έντονα τη δημιουργία δράσης δεντροφύτευσης ή και καθαρισμού χώρου πρασίνου ενώ παράλληλα, το προϊόν ή η υπηρεσία ή και στελέχη του με τις δράσεις ή/και παραλείψεις τους, μολύνουν το φυσικό περιβάλλον.
  • Ένα τρίτο παράδειγμα αποτελεί η περίπτωση όπου η ηγεσία ενός τραπεζικού οργανισμού διακηρύττει και προωθεί την ανακύκλωση χαρτιού στα γραφεία της, η οποία εξ ορισμού δεν αποτελεί κύριο/ουσιαστικό στοιχείο των δραστηριοτήτων της (δηλαδή το λεγόμενο “material issue” σύμφωνα με την αρχή της σχετικότητας/ουσιαστικότητας/σημαντικότητας, τη λεγόμενη “materiality”) και ταυτόχρονα, αρνείται να προσφέρει «πράσινα» δάνεια σε άλλες επιχειρήσεις για να προβούν σε «πράσινες» επενδύσεις.

Τα παραπάνω παραδείγματα δεν καταδεικνύουν συγκεκριμένο οργανισμό στη χώρα μας αλλά παράλληλα αποτελούν παράδειγμα προς αποφυγή για όλους. Είναι δε μόνο μερικά από τα πολλά που παρατηρούνται διεθνώς.

Ευθύνες της διοίκησης του οργανισμού και εισηγήσεις για απαραίτητες δράσεις:

Αναμφίβολα η ανώτερη διοίκηση ενός οργανισμού έχει την κύρια ευθύνη όταν και όπου παρατηρούνται φαινόμενα greenwashing, ενώ, οφείλει να ενσκήπτει και άμεσα να προβαίνει σε διορθωτικές κινήσεις.

Το πρώτο και κύριο βήμα είναι ο κεντρικός χειρισμός της επικοινωνίας από καταρτισμένο τμήμα/διεύθυνση επικοινωνίας το οποίο θα είναι πλήρως ενδυναμωμένο και εξουσιοδοτημένο να προωθεί στρατηγικά τα επικοινωνιακά μηνύματα και να προστατεύει τον οργανισμό από παρορμητικές τάσεις. Οι αναπτυγμένοι οργανισμοί διεθνώς λειτουργούν με πρωτόκολλα επικοινωνίας τα οποία δεν επιτρέπουν στο οποιοδήποτε μέλος του προσωπικού του να απευθύνεται στα ΜΜΕ ή/και να χρησιμοποιεί τα ΜΚΔ για να προωθήσει επικοινωνιακά μηνύματα.

Ένα άλλο σημαντικό βήμα προς τη σωστή κατεύθυνση αποτελεί η δημιουργία stakeholder analysis και materiality assessment για τον κάθε οργανισμό, ώστε να προσδιοριστούν ποια είναι όλα εκείνα τα σχετικά/ουσιαστικά/σημαντικά θέματα για τον οργανισμό αλλά και τους εμπλεκόμενους/συμμέτοχους του (τα συνεργαζόμενα του μέλη, τους λεγόμενους stakeholders). Ιδιαίτερη σημασία θα πρέπει να δοθεί τόσο στο βαθμό σημαντικότητας του κάθε θέματος αλλά και στο βαθμό σημαντικότητας του κάθε θέματος για τον ίδιο τον οργανισμό ή/και τον καθένα από τους σημαντικούς του stakeholders, συμπεριλαμβανομένου φυσικά και του φυσικού περιβάλλοντος και της ευρύτερης κοινωνίας, οι οποίοι αποτελούν για τους πλείστους (αν όχι για όλους τους οργανισμούς) σημαντικούς stakeholders.

Ακόμη ένα απαραίτητο βήμα για την ανώτερη διοίκηση ενός οργανισμού για να εκλείψουν τα φαινόμενα greenwashing είναι να τίθενται συγκεκριμένοι, ρεαλιστικοί και ξεκάθαρα μετρήσιμοι ετήσιοι στόχοι σχετικά με την ΑΑ, οι οποίοι όταν και εφόσον ολοκληρωθούν επιτυχώς, θα επικοινωνούνται με απόλυτη ειλικρίνεια, συνοδευόμενοι με τα απαραίτητα δεδομένα/αριθμούς, μέσω του ετήσιου απολογισμού ΑΑ, το λεγόμενο Sustainability Report. Σε περίπτωση που κάποιος/οι στόχος/οι δεν έχουν επιτευχθεί, η ανώτερη διοίκηση οφείλει, χωρίς φόβο και δειλία να δηλώσει τη μη επίτευξη του/των στόχου/ων και να επεξηγήσει σχετικά.

Πλεονεκτήματα για τους οργανισμούς από την αποφυγή του greenwashing:

Η διεθνής βιβλιογραφία σημειώνει πως τα πλεονεκτήματα που προκύπτουν για τους οργανισμούς από την πραγματική ενσωμάτωση της ΑΑ και ως εκ τούτου την αποφυγή του greenwashing είναι πολλά και μπορούν να αγγίξουν αρκετούς τομείς του οργανισμού με κυριότερους τους παρακάτω:

Όσον αφορά το επίπεδο επιχειρηματικού ρίσκου του οργανισμού, οι Pätäri, Jantunen, Kyläheiko, & Sandström (2012), κατέδειξαν ότι η αυξημένη εταιρική κοινωνική ευθύνη προκαλεί χαμηλότερο ρίσκο. Επιπρόσθετα, σύμφωνα με τους Bansal και Clelland (2004), οι οργανισμοί οι οποίοι έχουν υψηλή περιβαλλοντική υπόληψη, δηλαδή εκείνοι οι οποίοι ικανοποιούν τις ανάγκες των stakeholders τους για κοινωνική περιβαλλοντική απόδοση, παρουσιάζουν μικρότερο απρογραμμάτιστο ρίσκο, σε σχέση με τους οργανισμούς εκείνους που έχουν χαμηλή περιβαλλοντική υπόληψη. Συμπληρώνοντας, οι Luo και Bhattacharya (2006), έχουν καταδείξει πως τυχόν επιτυχία ενός οργανισμού να δημιουργήσει «πράσινα» ή «κοινωνικά υπεύθυνα» ή «ηθικά» προϊόντα, μειώνει το επίπεδο επιχειρηματικού ρίσκου του οργανισμού.

Όσον αφορά τις σχέσεις του οργανισμού με τους stakeholders του: οι Hsu και Cheng  (2012), σημείωσαν πως οι πρακτικές που ακολουθούν οι οργανισμοί, οι οποίες είναι σχετικές με ΕΚΕ, γίνονται όλο και πιο συνηθισμένες, ανεξαρτήτως μεγέθους του οργανισμού και είναι συσχετισμένες με θετικά αποτελέσματα. Για παράδειγμα, η εταιρική κοινωνική ευθύνη έχει επίδραση στις σχέσεις με τους stakeholders, στους οποίους και προκαλεί αγοραστική επιθυμία, επιθυμία να εργαστούν στον οργανισμό αυτό ή και να επενδύσουν σε αυτόν.

Όσον αφορά την εφοδιαστική αλυσίδα του οργανισμού: οι Rao και Holt (2005), απέδειξαν πως όσο πιο πράσινη είναι η εφοδιαστική αλυσίδα του οργανισμού, τόσο πιο ανταγωνιστικός και οικονομικά ανεπτυγμένος είναι ο οργανισμός. Ως παράδειγμα μπορεί να αναφερθεί ο παγκόσμιος αμερικάνικος κολοσσός της λιανικής πώλησης Walmart, ο οποίος όχι μόνο προσαρμόζει καθημερινά τις διαδικασίες και λειτουργίες του με βάση τις αρχές της ΑΑ, αλλά ασκεί και πιέσεις στους προμηθευτές του ώστε να πράξουν το ίδιο. Ως αποτέλεσμα των ενεργειών του το Walmart παρατηρεί όχι μόνο μεγάλες εξοικονομήσεις στα λειτουργικά του κόστη αλλά και σαφή βελτίωση της φήμης και πελατείας του και κατά συνέπεια της ανταγωνιστικότητας του (Public Broadcasting Service, 2017).

Όσον αφορά την επίδοση/ανταγωνιστικότητα/κερδοφορία του οργανισμού: οι Russo και Fouts, (1997) δημοσίευσαν πως οι οργανισμοί οι οποίοι επιδεικνύουν υψηλή περιβαλλοντική απόδοση, απολαμβάνουν μεγαλύτερη κερδοφορία, όπως μεταφράζεται από την υψηλότερη απόδοση στο ενεργητικό τους. Ενισχύοντας τα προαναφερθέντα πορίσματα, ο Αναπληρωτής Καθηγητής στο London Business School Ιωάννης Ιωάννου, (2017), αφού μελέτησε αρκετούς οργανισμούς για μια περίοδο 18 χρόνων, σημείωσε 20 χρόνια αργότερα πως οι οργανισμοί οι οποίοι εφαρμόζουν ενεργά την ΑΑ, έχουν πολύ καλύτερες επιδόσεις από τους αντίστοιχους τους οι οποίοι δεν εφαρμόζουν την ΑΑ. Ακόμη, ο Ιωάννου σημειώνει πως οι οργανισμοί που εντάσσουν στην αποστολή, στις δομές και λειτουργίες τους τις αρχές της ΑΑ, επικοινωνούν προς την κοινωνία και προς όλους τους stakeholders τους μια εικόνα ενός υγιούς οργανισμού που ενδιαφέρεται να προσφέρει προς την κοινωνία και όχι απλά να μεγιστοποιήσει το κέρδος του έναντι οποιουδήποτε κόστους προς την κοινωνία (Ioannou & Hawn, 2016; Ioannou & Serafeim, 2014). Επίσης, οι Porter και Linde (1995), απέδειξαν πόσο θετικές μπορούν να αποβούν οι περιβαλλοντικές πρακτικές για ένα οργανισμό αφού ενισχύουν την παραγωγικότητα των πόρων και την καινοτομία και οδηγούν σε αυξημένη ανταγωνιστικότητα. Επιπρόσθετα, άλλοι ερευνητές (Pätäri et al., 2012), συμπέραναν στην έρευνα τους ότι η αυξημένη εταιρική κοινωνική ευθύνη συνδέεται με καλύτερα χρηματοοικονομικά αποτελέσματα και με μεγαλύτερη αξία κεφαλαιοποίησης. Σύμφωνα με τους Jacobs, Singhal και Subramanian (2010), η περιβαλλοντική απόδοση είναι άμεσα συνδεδεμένη με την αξία του οργανισμού. Συγκεκριμένα, η έρευνα τους κατέδειξε πως η αξία της μετοχής του οργανισμού, παρουσιάζει μεταβολές, ανάλογα με το περιεχόμενο των ανακοινώσεων σχετικά με τις περιβαλλοντικές ενέργειες στις οποίες προβαίνει ο οργανισμός, τυχόν περιβαλλοντικά βραβεία και πιστοποιητικά τα οποία ο οργανισμός αποκτά, τα οποία απονέμονται από τρίτους. Επιπλέον, τυχόν επιτυχία του οργανισμού να εμπλέξει ενεργά το προσωπικό του στην ενσωμάτωση της ΑΑ στους πυλώνες του, δημιουργεί σημαντικά οικονομικά οφέλη αφού, σύμφωνα με έρευνα της Pure Strategies (2015), η οποία χρησιμοποίησε ως δείγμα 152 επαγγελματίες της ΑΑ από μεγάλους οργανισμούς, το 27% είχε τουλάχιστον $5 εκατομμύρια ΗΠΑ αύξηση πωλήσεων και το 33% είχε $5 εκατομμύρια ΗΠΑ σε οφέλη από την αυξημένη σύμπλεξη των εργαζόμενων. Τέλος, έχει αποδειχτεί πως η ποιότητα εταιρικής κοινωνικής ευθύνης που προβάλλεται προς τα έξω, έχει αντίστροφη σχέση με το κόστος του κεφαλαίου, κυρίως για τους οργανισμούς εκείνους που δραστηριοποιούνται σε τομείς που αντιμετωπίζουν περιβαλλοντικά θέματα.

Έχει αποδεικτεί πλέον πως υπάρχουν οφέλη για τους οργανισμούς οι οποίοι υιοθετούν μια κουλτούρα προσανατολισμένη στην ΑΑ. Συγκεκριμένα, μια 6-χρονη έρευνα που πραγματοποιήθηκε από τον Καθηγητή Kim Cameron του University of Michigan, ΗΠΑ και τον οργανισμό ιατρικών ασφαλειών Humana (K. Cameron, 2014; K. Cameron & McNaughtan, 2014) κατέδειξε πως οι χαρούμενοι εργαζόμενοι δουλεύουν καλύτερα και κοστίζουν λιγότερο. Αυτό αποδείχτηκε αφού μπορούσαν να προβλεφθούν με 99% βεβαιότητα, αποτελέσματα εξετάσεων μετρήσεως κατάστασης υγείας, όπως πίεση αίματος και επίπεδα χοληστερόλης. Αυτού του είδους οι προβλέψεις, βοήθησαν τον οργανισμό να δημιουργήσει προγράμματα πρόληψης και να μειώσει τις καθιερωμένες ιατρικές εξετάσεις ανά υπάλληλο, ανά έτος. Στην ίδια έρευνα, αξιοσημείωτο είναι επίσης το γεγονός πως αποδείχτηκε ότι οι ασθενείς που νοσηλεύονταν από χαρούμενο νοσηλευτικό προσωπικό, είχαν 70% λιγότερες επισκέψεις στους χώρους επειγόντων περιστατικών και 91% λιγότερες επισκέψεις στους χώρους περίθαλψης. Ο Charles (Chad) Holliday, παλαιότερος διευθυντής σε πολλούς σημαντικούς διεθνείς κολοσσούς όπως η Bank of America, η DuPont και ο World Business Council on Sustainable Development (WBCSD) τόνισε κατηγορηματικά σε μια ομιλία του στον ΟΗΕ τον Απρίλιο του 2001, πως οι οργανισμοί, έχουν ευθύνες να βοηθήσουν στην προώθηση και διατήρηση της κοινωνικής ισότητας και συνοχής, της οικονομικής ευημερίας και της περιβαλλοντικής διαφύλαξης. Οι οργανισμοί οι οποίοι το πράττουν αυτό, εκπέμπουν μια εικόνα ενός υγειούς οργανισμού αφού η ενσωμάτωση της ΑΑ δημιουργεί μακροχρόνια αξία, αγκαλιάζοντας ευκαιρίες και διοικώντας ρίσκα τα οποία απορρέουν από οικονομικές, περιβαλλοντικές και κοινωνικές εξελίξεις. Οι υγιείς οργανισμοί συνήθως έχουν υψηλή χρηματιστηριακή αξία η οποία είναι ένας δείκτης για τον οποίο οι οργανισμοί έχουν στις άμεσες προτεραιότητες τους. Τα χρηματιστήρια, ως γνωστόν, είναι ισχυροί και ανθεκτικοί κινητήρες του εμπορίου, και επίσης πράκτορες αλλαγής, ανταποκρινόμενοι στη ζήτηση της αγοράς για νέα προϊόντα, καλύτερες υπηρεσίες και πιο διαφανή δεδομένα. Δεν είναι τυχαίο εξάλλου που, το 1999, στο χρηματιστήριο της Νέας Υόρκης (ΗΠΑ) τη διάσημη Wall Street, εισήχθηκε ο δείκτης Dow Jones Sustainability Index (DJSI) ο οποίος αξιολογεί την απόδοση των 2,500 μεγαλύτερων οργανισμών οι οποίοι είναι εισηγμένοι στη Wall Street σε ότι αφορά την ΑΑ.

Εδώ και αρκετά χρόνια, έχει εισαχθεί στη Wall Street ο όρος Socially Responsible Investing (SRI)/Κοινωνικά Υπεύθυνη Επένδυση (ΚΥΕ) ο οποίος αναφέρεται στις στρατηγικές επένδυσης οι οποίες δε λαμβάνουν υπόψη μόνο την οικονομική απόδοση της επένδυσης αλλά και του οποιουδήποτε καλού μπορεί η επένδυση αυτή να επιφέρει στην κοινωνία. Οι επενδυτές αντιλαμβάνονται την αξία της SRI/ΚΥΕ στην προσπάθεια τους να διαγνώσουν την επένδυση εκείνη η οποία θα έχει και διάρκεια αφού θα προκαλεί θετικά αποτελέσματα και στην κοινωνία. Ένας επιτυχημένος επενδυτής, δεν ψάχνει μόνο για αυτά που αναφέρονται από τον οργανισμό τον οποίο μελετά αλλά και αυτά που δεν αναφέρονται και έχουν τη δύναμη να επηρεάσουν το μέλλον του οργανισμού, δηλαδή την πληροφορία της οποίας τυχόν παράλειψη της εσκεμμένα ή άθελα, μπορεί να οδηγήσει σε μια αποτυχημένη επένδυση. Εξάλλου, μεγάλοι συμβουλευτικοί επενδυτικοί οίκοι, όπως ο μεγαλύτερος συμβουλευτικός οίκος SRI/ΚΥΑ, το Calvet Group, έχουν επιτύχει να εντοπίζουν τις μελλοντικές ευκαιρίες επενδύσεων χρησιμοποιώντας κριτήρια που σχετίζονται με την ΑΑ. Όπως εύστοχα σημειώνει η Julie Urlaub (2012), παράγοντες όπως τα συστατικά και οι διαδικασίες παρασκευής του προϊόντος/υπηρεσίας, το χρηματοοικονομικό ιστορικό του οργανισμού το οποίο παρουσιάζει τυχόν κινδύνους για τον οργανισμό, η αξιοπιστία του οργανισμού όπως αποκωδικοποιείται από τις θετικές συστάσεις (positive word of mouth) και το στρατηγικό πλάνο του οργανισμού, αποτελούν καταλυτικούς παράγοντες για εντοπισμό μελλοντικών ευκαιριών επενδύσεων.

Ακόμη, το 2014, η παγκόσμια ομοσπονδία χρηματιστηρίων (World Federation of Exchanges) δημιούργησε μια εξιδεικευμένη ομάδα εργασίας σχετικά με την ΑΑ, το Sustainability Working Group (SWG) που αποτελείται από αντιπροσώπους 22 χρηματιστηρίων ανά το παγκόσμιο. Αυτή η κίνηση, έδωσε το στίγμα της δέσμευσης του κλάδου για να εξερευνήσει και να συνυπολογίζει τα θέματα που σχετίζονται με το περιβάλλον, την κοινωνία και τη διακυβέρνηση.

Το Μάιο του 2017, ακαδημαϊκοί από παγκοσμίου φήμης ιδρύματα όπως το Harvard Business School δημοσίευσαν σημαντική έρευνα (Serafeim, Saltzman, Kotsantonis, & Ward, 2017) η οποία αποτελεί οδηγό για τους διευθυντές των οργανισμών. Στη δημοσίευση αυτή, αναφέρονται τα εξής πολύτιμα συμπεράσματα: πολλοί οργανισμοί προσπαθώντας να προβάλουν το λόγο ύπαρξης του οργανισμού τους (πέρα από τα κέρδη), προσπαθούν είτε να λάβουν το πιστοποιητικό B Corporation (B Corporation certification) το οποίο παραπέμπει σε οργανισμό ο οποίος ακολουθεί τα πρότυπα της ΑΑ, είτε να υιοθετήσουν εναλλακτικές νομικές μορφές όπως αυτά του οργανισμού δημοσίου οφέλους (Public Benefit Corporation). Σύμφωνα με την εν λόγω έρευνα, ο λόγος που οι οργανισμοί το επιδιώκουν αυτό είναι γιατί ένας αυθεντικός σκοπός δύναται να προσελκύσει πελάτες, προσωπικό, δωρητές και επενδυτές και αυτό με τη σειρά του επιφέρει αξία στον οργανισμό και δημιουργεί ανταγωνιστικό πλεονέκτημα. Κάποιοι οργανισμοί επιλέγουν να επικοινωνούν την αυθεντικότητα του σκοπού τους, υιοθετώντας ολοκληρωμένες διαδικασίες προετοιμασίας και δημοσίευσης ετήσιων αναφορών ή και χρησιμοποιώντας συστήματα κινήτρων για το προσωπικό.

Συνοψίζοντας την ανάλυση της βιβλιογραφίας για την κατηγορία της ειλικρινούς εφαρμογής της ΑΑ στους οργανισμούς χωρίς greenwashing, διαφαίνεται ξεκάθαρα πως οι οργανισμοί που επιτυχώς ενσωματώνουν την ΑΑ μετεξελίσσονται σε πιο αποδοτικούς οργανισμούς αφού αποκτούν ανταγωνιστικό πλεονέκτημα.


*Δρ. Μαρίνος Βουκής 

Διδάκτορας στην Ενσωμάτωση της Αειφόρου Ανάπτυξης στα Ανώτερα Εκπαιδευτικά Ιδρύματα

Πρόεδρος του Εθνικού Επιχειρηματικού Δικτύου για την Εταιρική Βιωσιμότητα και Υπευθυνότητα στην Κύπρο (CSR Cyprus)

Μέλος του Advisory Council του διεθνούς οργανισμού Association for the Advancement of Sustainability in Higher Education (A.A.S.H.E.)

Κριτής σε ετήσιους διεθνείς και εθνικούς διαγωνισμούς σχετικά με την Αειφόρο Ανάπτυξη σε: A.A.S.H.E., Green Gows UK & Ireland, Cyprus Responsible Business Awards, Παγκύπρια Περιβαλλοντικά Βραβεία

Συγγραφέας του πρώτου ελληνόφωνου παραμυθιού σχετικά με τους 17 Στόχους Αειφόρου Ανάπτυξης

Προϊστάμενος Υπηρεσίας Επικοινωνίας, Προώθησης και Διεθνοποίησης, Τεχνολογικό Πανεπιστήμιο Κύπρου