Το παράνομο καθεστώς των Βρετανικών Βάσεων και η δική μας αδιαφορία

Την 1η Οκτωβρίου κάθε χρόνο «γιορτάζουμε» την κουτσουρεμένη ανεξαρτησία της Κύπρου που επέβαλαν οι Άγγλοι στις 11 Φεβρουαρίου 1959, στη Ζυρίχη, με τη συμμετοχή των Καραμανλή-Αβέρωφ από την Ελλάδα και Μεντερές-Ζορλού από την Τουρκία και στην απουσία του Μακαρίου ή/και της Ελληνοκυπριακής πλευράς.

Της Αλεξίας Καφετζή

Η Συμφωνία για τη Δημιουργία της Κυπριακής Δημοκρατίας που υπογράφτηκε από τη Βρετανία, την Ελλάδα και την Τουρκία, ως «εγγυήτριες δυνάμεις» έχει πολλές κρυφές παγίδες. Βασίστηκε σε ένα έγγραφο «top secret protocol» που προετοίμασε η Βρετανική Κυβέρνηση και ζήτησε να συνυπογραφεί από την Ελλάδα και την Τουρκία. Το έγγραφο αυτό μας δόθηκε από το αρχείο του εκδότη Χρ. Ανδρέου, και η «24» θα το δημοσιεύσει σε επόμενες εκδόσεις της εφημερίδας.

Σύμφωνα με νέα έγγραφα από το Κρατικό Αρχείο της Αγγλίας (NA FCO 27/166/MF/10/41), που συντάκτες είναι εμπειρογνώμονες του Υπουργείου Εξωτερικών (Foreign Office) η Συμφωνία Εγκαθίδρυσης και η Συνθήκη Εγγυήσεως είναι εξαρχής παράνομη γιατί παραβιάζει τον Χάρτη των Ηνωμένων Εθνών, ο οποίος υπογράφηκε στις 26 Ιουνίου 1945, στον Άγιο Φραγκίσκο, στο τέλος της Συνδιασκέψεως των Ηνωμένων Εθνών για τη Διεθνή Οργάνωση, και άρχισε να ισχύει στις 24 Οκτωβρίου 1945.

Στο άρθρο 2,4 αναφέρεται ρητά: «Όλα τα Μέλη στις διεθνείς τους σχέσεις θα απέχουν από την απειλή ή τη χρήση βίας, που εκδηλώνεται εναντίον της εδαφικής ακεραιότητας ή της πολιτικής ανεξαρτησίας οποιουδήποτε κράτους είτε με οποιαδήποτε άλλη ενέργεια ασυμβίβαστη προς τους Σκοπούς των Ηνωμένων Εθνών».

Πιο κάτω στο Άρθρο 103 αναφέρεται ότι: «Αν υπάρχει σύγκρουση ανάμεσα στις υποχρεώσεις που έχουν τα Μέλη των Ηνωμένων Εθνών σύμφωνα με αυτόν το Χάρτη και στις υποχρεώσεις που πηγάζουν από οποιαδήποτε άλλη διεθνή συμφωνία, θα υπερισχύουν οι υποχρεώσεις που πηγάζουν από αυτόν τον Χάρτη».

Πέρα των πιο πάνω παρανομιών που βρίσκουμε στη Συνθήκη Εγκαθίδρυσης της Κυπριακής Δημοκρατίας, είναι και οι διατάξεις που αναφέρονται ως «Κυρίαρχες Βάσεις» (Sovereign Bases) που αφορούν τα εδάφη που παράνομα κατακράτησαν και επιβλήθηκαν από τους Βρετανούς και τα χρησιμοποιούν έκτοτε ως στρατιωτικές βάσεις, χωρίς να πληρώνουν ενοίκιο ή/και οποιαδήποτε αποζημίωση. Αντίθετα, μάλιστα, οι Βρετανοί πολεμούν με κάθε τρόπο την Κυπριακή Δημοκρατία και είναι σε όλους μας γνωστή η εχθρική συμμετοχή των στρατιωτικών βάσεων στην εισβολή των Τούρκων αλλά και η ανέντιμη πολιτική στήριξη στις διαπραγματεύσεις προς την Τουρκία σε βάρος της Κυπριακής Δημοκρατίας, στην προσπάθεια επίλυσης του Κυπριακού.

Το 1994 συστάθηκε η «Επιτροπή Κατά της Αγγλικής Πολιτικής και των Βάσεων στην Κύπρο» υπό την προεδρία του εκδότη Χρ. Ανδρέου, ο οποίος μελέτησε τα Κρατικά Αρχεία της Αγγλίας και έφερε μαζί του χιλιάδες έγγραφα, με τα οποία ετοίμασε την 7τομη σειρά, 4/200 σελίδες, «Πεθαίνοντας για την Ελευθερία», που αναφέρεται στη ζωή, τη δράση, τη σύλληψη και τον απαγχονισμό των 9 Ηρώων της Αγχόνης της ΕΟΚΑ 1955-’59, η οποία βραβεύτηκε μεταξύ άλλων κι από την Ακαδημία Αθηνών. Ως νομικός σύμβουλος της Επιτροπής ήταν ο Στέλιος Θεοδούλου, υπό την προσωπική ιδιότητα, όχι ως κρατικός λειτουργός, Ανώτερος Δικηγόρος της Δημοκρατίας και Πρόεδρος του «Παγκύπριου Συνδέσμου για την Προάσπιση των Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων».

Ο κ. Θεοδούλου ετοίμασε το 1995 μια πρώτη μελέτη από 50 σελίδες για: «Το νομικό καθεστώς των βρετανικών στρατιωτικών βάσεων στο έδαφος ης Κυπριακής Δημοκρατίας», το οποίο ακολούθως εξέδωσε ο εκδότης Χρ. Ανδρέου και το διένειμε δωρεά στους πολιτικούς, τους βουλευτές, τα ΜΜΕ και σε όποιο το ζητούσε.

Σήμερα η «24» παρουσιάζει ένα μέρος της εν λόγω μελέτης  που αναφέρεται στο παράνομο καθεστώς των Βρετανικών Στρατιωτικών Βάσεων στην Κύπρο.

ΕΝΝΟΙΑ ΤΗΣ ΚΥΡΙΑΡΧΙΑΣ

Ο όρος “κυριαρχία” (sovereignty) αναφέρεται στις εξουσίες που ασκούνται από ένα αυτόνομο κράτος, τόσο στις σχέσεις του με άλλα κράτη, όσο και πάνω στους πολίτες του1. Στα πλαίσια του διεθνούς δικαίου, το κυρίαρχο κράτος είναι ανεξάρτητο και ελεύθερο από οποιονδήποτε εξωτερικό έλεγχο, απολαμβάνει πλήρη νομική ισότητα με τα άλλα κράτη, έχει απόλυτο έλεγχο στην επικράτεια του, επιλέγει το πολιτικό, οικονομικό και κοινωνικό του σύστημα και έχει εξουσία να συνάπτει συνθήκες με άλλα κράτη.

Οι έννοιες “κράτος” και “κυριαρχία” είναι πολύ στενά συνδεδεμένες. Έχουν αναπτυχθεί μαζί ιστορικά και εξακολουθούν σήμερα να προσδιορίζουν μια συγκεκριμένη, συγκροτημένη σημασία όταν εκφράζονται μαζί. Όλες σχεδόν οι πολιτικές φιλοσοφίες δέχονται ότι η κυριαρχία αποτελεί την “σφραγίδα” του κράτους.

Είναι, κατά συνέπεια, αυτονόητο ότι η κυριαρχία στο πλαίσιο του διεθνούς ή του δημόσιου δικαίου συνυπάρχει και συμβαδίζει με την έννοια του κράτους. Δεν νοείται κυριαρχική εξουσία χωρίς την ύπαρξη κράτους. Σύμφωνα μάλιστα με την κρατούσα διεθνώς άποψη, η κυριαρχία του κράτους πηγάζει και εκπορεύεται από το λαό του, ο οποίος διαθέτει την πρωτογενή αυτόνομη κυριαρχία, που είναι σύμφυτη με την κοινωνική ομαδοποίηση του ανθρώπου.

Στο ερώτημα κατά πόσο ο χαρακτηρισμός μιας οντότητας, βασισμένης σε εδαφική περιοχή, ως κυρίαρχης, χωρίς να συντρέχουν οι προϋποθέσεις που έχουν προαναφερθεί, μπορεί από μόνος του να προσδώσει κρατική κυριαρχία στην οντότητα αυτή, η απάντηση θα πρέπει να είναι απερίφραστα αρνητική.

ΕΙΝΑΙ ΟΙ ΒΑΣΕΙΣ ΚΡΑΤΟΣ;

Έχοντας ως υπόβαθρο τα όσα έχω αναφέρει, θα πρέπει να εξεταστεί η νομική υπόσταση των βρετανικών στρατιωτικών βάσεων στην Κύπρο με πρώτο και σαφώς καθοριστικό ερώτημα, κατά πόσο αποτελούν κράτος.

Σύμφωνα με τη διεθνώς παραδεκτή και απόλυτα επικρατούσα νομική ερμηνεία, κράτος είναι μια πολιτική οντότητα, η οποία συγκεντρώνει αθροιστικά             τα ακόλουθα χαρακτηριστικά στοιχεία:

α. Εδαφική επικράτεια

β. Λαό

γ. Κυβέρνηση

δ. Κυριαρχία

Χωρίς αμφιβολία οι βρετανικές βάσεις δεν διαθέτουν (και δεν συστάθηκαν για να έχουν) κανένα από τα πιο πάνω στοιχεία για τους ακόλουθους λόγους:

α. Δεν διαθέτουν αυτόνομη εδαφική επικράτεια, γιατί ο έλεγχος που ασκείται στις εδαφικές περιοχές τους περιορίζεται σε απλή “χρήση” (use) για “καθαρά στρατιωτικούς σκοπούς”. Πρόσθετα, ακόμα και η χρήση αυτών των περιοχών για τους απόλυτα καθορισμένους στρατιωτικούς σκοπούς, περιορίζεται σημαντικά από τις πρόνοιες του Παραρτήματος “Ο” αλλά και από άλλα σημεία της συνθήκης εγκαθίδρυσης. Πέρα όμως από τους περιορισμούς, στο Παράρτημα “Ο” προνοείται ρητά η άσκηση εξουσίας από τις δημόσιες υπηρεσίες της Κυπριακής Δημοκρατίας στο έδαφος των βάσεων για διάφορα θέματα δημόσιας διοίκησης, ακόμα και για την έκδοση αδειών και την είσπραξη δημόσιων εσόδων (φόροι, τέλη κ.λ.π.). Το σημείο όμως που θα πρέπει να ληφθεί ιδιαίτερα υπόψη, είναι το γεγονός ότι η ύπαρξη και λειτουργία των βρετανικών στρατιωτικών βάσεων στηρίζεται αποκλειστικά και μόνο στη συμβατική σχέση της Βρετανίας με την Κυπριακή Δημοκρατία. Δεν έχουν οι βάσεις αυτόνομη νομική υπόσταση, που να στηρίζεται σε έγκυρα και νόμιμα θεμέλια της διεθνούς νομιμότητας. Αντίθετα, τα δικαιώματα και οι εξουσίες που αναγνωρίζονται από τη συνθήκη στις βρετανικές στρατιωτικές βάσεις περιγράφονται περιοριστικά και είναι φανερό ότι παραχωρούνται από την Κυπριακή Δημοκρατία.

β. Δεν διαθέτουν λαό. Τα πρόσωπα που κατοικούν ή διαμένουν στις εδαφικές περιοχές των βρετανικών στρατιωτικών βάσεων μπορούν να χωριστούν σε δύο κατηγορίες: Τους κύπριους πολίτες, οι οποίοι βρίσκονται κάτω από την κυριαρχική εξουσία της Κυπριακής Δημοκρατίας και τους Βρετανούς στρατιωτικούς, οι οποίοι υπηρετούν στα πλαίσια της λειτουργίας των βάσεων. Είναι κατά συνέπεια νομικά αυταπόδεικτο, ότι οι βρετανικές στρατιωτικές βάσεις δεν διαθέτουν λαό.

γ. Δεν Διαθέτουν κυβέρνηση, αλλά μόνο στρατιωτική διοίκηση.

δ. Δεν διαθέτουν κυριαρχία ως αποτέλεσμα της απουσίας των τριών πρώτων στοιχείων, που τους αφαιρούν αυτόματα την υπόσταση του κρότους το οποίο και μόνο. όπως έχει ήδη εξηγηθεί, μπορεί να έχει και να ασκεί κυριαρχικά δικαιώματα στα πλαίσια του διεθνούς και δημόσιου δικαίου. Είναι, συνεπώς, σαφές ότι οι βάσεις δεν είναι κράτος.

ΕΙΝΑΙ ΟΙ ΒΑΣΕΙΣ ΑΠΟΙΚΙΑ;

Αν και εκ πρώτης όψεως ηχεί ως υπερβολή, θα πρέπει να εξεταστεί το ενδεχόμενο να έχουν οι βρετανικές στρατιωτικές βάσεις τη νομική υπόσταση αποικίας. Η νομική προσέγγιση του ερωτήματος αυτού δεν μπορεί και δεν πρέπει να στηριχτεί στους όρους που έχουν χρησιμοποιηθεί στη Συνθήκη Εγκαθίδρυσης, αλλά θα πρέπει να λάβει υπόψη την πραγματική και νομική κατάσταση που διέπει την ύπαρξη και λειτουργία των βάσεων και τη σχέση τους με το αυτόνομο κράτος της Κυπριακής Δημοκρατίας, την επικράτεια του και την κυριαρχία του.

Όπως έχει ήδη αναφερθεί, η Βρετανία είχε προσαρτήσει την Κύπρο στην επικράτεια της, ασκώντας πολιτειακή κυριαρχία στο νησί, στις 5 Νοεμβρίου. 1914 με το βρεττανικό μονομερές Περί Κύπρου (Προσάρτηση) Διάταγμα εν Συμβουλίω.

Σύμφωνα με το διεθνές δίκαιο, προσάρτηση είναι η πράξη με την οποία ένα κράτος επεκτείνει μονομερώς την κυριαρχία του πάνω σε εδαφική περιοχή εκτός των συνόρων του και στην προκείμενη περίπτωση, πάνω στην επικράτεια της Κύπρου. Στο στάδιο αυτό δεν θα εξεταστεί σε βάθος η νομιμότητα της προσάρτησης εδάφους. Αρκεί μόνο να αναφερθεί ότι από το 1945, με τη δημιουργία των Ηνωμένων Εθνών, η προσάρτηση άρχισε να θεωρείται ως ασυμβίβαστη με την έννοια της διεθνούς νομιμότητας.

Στο άρθρο 1 του APPENDIX Α της συνθήκης εγκαθίδρυσης καθορίζεται η εδαφική έκταση της Κυπριακής Δημοκρατίας και η αντίστοιχη των βρετανικών στρατιωτικών βάσεων. Το άρθρο αυτό έχει ως ακολούθως:

The territory of the Republic of Cyprus shall comprise the island of Cyprus, together with the is¬lands lying off its coast, with the exception of the two areas defined in Annex A to this treaty, which areas shall remain under the sovereignty of the United King¬dom. These areas are in this Treaty and its Annexes referred to as the Akrotiri Sovereign Base Area and the Dhekelia Sovereign Base Area.

(Η επικράτεια της Κυπριακής Δημοκρατίας θα περιλαμβάνει την νήσο Κύπρο, μαζί με τις νησίδες που βρίσκονται στις ακτές της, με εξαίρεση τις δυο περιοχές που προσδιορίζονται στο Annex Α της συνθήκης,  οι  οποίες περιοχές θα παραμείνουν κάτω  από  την κυριαρχία  του  Ηνωμένου Βσιλείου….)

Το άρθρο αυτό, μαζί με το πανομοιότυπο λεκτικό του Περί Κύπρου Διατάγματος της Βασίλισσας της Αγγλίας, του 1960 και τις λοιπές σχετικές αναφορές που βρίσκουμε στο κείμενο της συνθήκης εγκαθίδρυσης, συνιστούν το θεμέλιο της νομικής υπόστασης των βρετανικών στρατιωτικών βάσεων. Σύμφωνα με το άρθρο αυτό, τα εδάφη των περιοχών που προσδιορίζονται στο Annex Α της Συνθήκης, θα παραμείνουν κάτω από την κυριαρχία του Ηνωμένου Βασιλείου. Οι λέξεις “θα παραμείνουν” συνιστούν νομικό όρο και παραπέμπουν στη νομική διαδικασία διαδοχής της κρατικής εξουσίας πάνω στα εδάφη αυτά. Έτσι, δυνάμει της Συνθήκης, από το σύνολο των εδαφών της νήσου Κύπρου, τα οποία αποτελούσαν αποικία και τελούσαν υπό την αποικιακή κυριαρχία του Ηνωμένου Βασιλείου, έχουν επιστραφεί στην Κυπριακή Δημοκρατία μόνον τα εδάφη που βρίσκονται εκτός των δύο καθορισμένων περιοχών, που προσδιορίζονται στο Annex Α και που θα παραμείνουν κάτω από την κυριαρχία του Ηνωμένου Βασιλείου.

Πιο συγκεκριμένα, η “μεταβίβαση της κυριαρχίας” από τη Βρετανία στην Κυπριακή Δημοκρατία αφορούσε όλη τη γεωγραφική έκταση της Κύπρου, εκτός από τις δυο καθορισμένες εδαφικές περιοχές των βάσεων.

Κατά τη γένεση, λοιπόν, της Κυπριακής Δημοκρατίας, η αποικιακή δύναμη είχε παραχωρήσει ανεξαρτησία στο λαό της νήσου Κύπρου, αναφορικά μόνο με τη γεωγραφική έκταση του νησιού, που βρισκόταν εκτός των δύο περιοχών των βάσεων και οι οποίες θα συνέχιζαν να βρίσκονται κάτω από την κυριαρχία του Ηνωμένου Βασιλείου, άρα θα συνέχιζαν να διέπονται από το προηγούμενο καθεστώς τους.

Με την άποψη αυτή φαίνεται να συμφωνούν και οι ίδιοι οι βρετανοί, αφού μετά από μελέτη είχαν καταλήξει στο συμπέρασμα ότι οι περιοχές των βρετανικών στρατιωτικών βάσεων στην Κύπρο θα μπορούσαν να ενταχθούν σε διεθνείς οργανισμούς (όπως, π.χ. την ΟΥΝΕΣΚΟ), ως εξαρτώμενες βρετανικές περιοχές. Το καθεστώς όμως αυτό των “εξαρτώμενων βρετανικών περιοχών”, την ευθύνη για τις διεθνείς σχέσεις των οποίων είχε το βρετανικό κράτος, ήταν ακριβώς το βρετανικό αποικιακό καθεστώς, όπως είχε εφαρμοστεί σε όλες τις βρετανικές αποικίες. Είναι δύσκολο να γίνει κατανοητό πώς είναι δυνατό να έχουν “διεθνείς σχέσεις” και μάλιστα με διεθνείς οργανισμούς, όπως είναι η ΟΥΝΕΣΚΟ, οι βάσεις που έχουν συσταθεί για καθαρά στρατιωτικούς σκοπούς.

Ενδεικτικό της σύγχυσης που είχε επικρατήσει στις βρετανικές αρμόδιες υπηρεσίες αλλά και ιδιαίτερα αποκαλυπτικό της υπόστασης των βρετανικών στρατιωτικών βάσεων στην Κύπρο, είναι και το ακόλουθο σημείωμα του Φόρεϊν Όφις:

Οι κυρίαρχες βρετανικές βάσεις, σύμφωνα με τη Συνθήκη, παραμένουν βρετανικό έδαφος και για λόγους διεθνών υποθέσεων θα είναι σαν “αποικίες” αν και εσωτερικά η Δημοκρατία θα εφαρμόζει πολλές από τις κυβερνητικές της αρμοδιότητες. Για πολιτικούς λόγους όμως θα αποφεύγεται η λέξη “αποικία”. Γ\α τους ίδιους λόγους, το υπεύθυνο τμήμα στο Whitehall δεν θα είναι το Γραφείο Αποικιών αλλά το Υπουργείο Αεροπορίας”.

Είναι λοιπόν, εκ πρώτης όψεως τουλάχιστον, βάσιμο το επιχείρημα ότι το καθεστώς προσάρτησης (annexation) του εδάφους της Κύπρου από τη Βρετανία συνεχίζεται, με τη Βρετανία να ασκεί (όπως υποστηρίζει η ίδια) κρατική κυριαρχία εκτός των συνόρων της και πάνω στα εδάφη που ανήκουν στην εδαφική επικράτεια της Κυπριακής Δημοκρατίας. Η προσάρτηση όμως δεν αναγνωρίζεται ως νόμιμη από το διεθνές δίκαιο, αφού σύμφωνα με τον Καταστατικό Χάρτη των Ηνωμένων Εθνών, η άσκηση του δικαιώματος αυτοδιάθεσης από τους κατοίκους μιας επικράτειας είναι η μόνη έννομη οδός για τη μεταβίβαση της επικράτειας και τη συνεπακόλουθη άσκηση κρατικής κυριαρχίας.

ΚΑΤΑΛΟΙΠΟ ΑΠΟΙΚΙΟΚΡΑΤΙΑΣ

Η εισήγηση ότι οι βρετανικές στρατιωτικές βάσεις αποτελούν αποικίες ακούγεται αρκετά τολμηρή, αν και αξίζει να διερευνηθεί με κάθε σοβαρότητα από το νομικό κόσμο της Κύπρου. Δεν είναι επιτρεπτό να απορρίπτεται εκ προοιμίου κάποια νομική προσέγγιση, επειδή ηχεί τολμηρή. Στην τραγική θέση που έχει περιέλθει η Κύπρος, 6εν υπάρχουν περιθώρια για απόλυτες θέσεις και επίδειξη προκλητικής παντογνωσίας από την πολιτική μας ηγεσία και το επίσημο κράτος. Χρειάζεται να αντιληφθούμε επιτέλους πως μόνο με συλλογική προσπάθεια μπορούμε να φθάσουμε στα κατά το δυνατόν ορθότερα συμπεράσματα και να προτείνουμε τις εγκυρότερες δυνατές λύσεις σε γενικά ή ειδικότερα προβλήματα. Στη σύγχρονη δημοκρατική αντίληψη δεν χωρεί η θεωρία του “αλάθητου”. Ισχύει μόνον ο διάλογος.

Αναλύοντας, λοιπόν, τη βάση και τη διαδικασία της εγκαθίδρυσης της Κυπριακής Δημοκρατίας, καθώς και την καθαρά νομική πράξη της άσκησης του δικαιώματος αυτοδιάθεσης από τον κυπριακό λαό, έχω τολμήσει να προτείνω ότι οι βάσεις δυνατόν να συνιστούν αποικίες.

Αναλύοντας τώρα συνολικά τη Συνθήκη Εγκαθίδρυσης, διαπιστώνουμε ότι τα δικαιώματα των Βρετανών δεν περιορίζονται στα όρια των στρατιωτικών βάσεων και των άλλων επίσημων εδαφικών περιοχών, οι οποίες είχαν παραχωρηθεί για χρήση από αυτούς. Στην πράξη, ολόκληρο το έδαφος της Κυπριακής Δημοκρατίας, ο εναέριος χώρος της και τα χωρικά της ύδατα, μπορούν να χρησιμοποιηθούν χωρίς περιορισμούς (without restriction) από τους Βρετανούς, για τις στρατιωτικές τους ανάγκες. Τα “δικαιώματα” αυτά επιβάλλονται από τη Συνθήκη σε βάρος της αυτονόητης και αυθύπαρκτης κυριαρχίας του κυπριακού κράτους.

Το καθεστώς αυτό, της επιβολής από πρώην αποικιακή δύναμη περιορισμών στην απόλυτη κυριαρχία της ανεξάρτητης κυπριακής πολιτείας, δεν είναι άγνωστο στο διεθνές δίκαιο, πολύ σε περισσότερο στη διεθνή πρακτική. Αντίθετα, η συμπεριφορά αυτή των πρώην αποικιακών δυνάμεων έχει μελετηθεί στα πλαίσια του χάρτη των Ηνωμένων Εθνών, έχει αξιολογηθεί και έχει αναγνωριστεί ως ανεπίτρεπτη επέμβαση στην ανεξαρτησία των πρώην αποικιών. Η κατάσταση λοιπόν αυτή. είναι γνωστή με τον όρο “κατάλοιπο αποικιοκρατίας“.

Σύμφωνα με τους αποδεκτούς σήμερα Κανόνες του διεθνούς δικαίου, στις περιπτώσεις διαδοχής κράτους (γένεσης νέου κρότους από προηγούμενο, με διαφορετική υπόσταση), έχει καταστεί αναγκαία η υιοθέτηση προνοιών, οι οποίες θα εμποδίζουν την επιβολή υποχρεώσεων στο νέο κρότος, που πηγάζουν από την προηγούμενη αποικιακή του υπόσταση.

Θα πρέπει να τονιστεί ότι. ιδιαίτερα μέσα στα πλαίσια του ψηφίσματος 15 14 (XV) του Δεκέμβρη του 1960, όλα τα δικαιώματα που επιβάλλουν “κυριαρχία” ή “κυριότητα” πάνω σε αποικιακό έδαφος έχουν τερματιστεί, στην έκταση που συγκρούονται με το δικαίωμα του λαού που βρισκόταν κάτω από αποικιακή διοίκηση, για αυτοδιάθεση. Κάτω από τη νέα διεθνή τάξη, όλα τα πρώην αποικιακά δικαιώματα, τα οποία πηγάζουν από τους Κανόνες του απηρχαιωμένου διεθνούς δικαίου, έχουν παύσει να υφίστανται.

Στην περίπτωση της Κύπρου, υπάρχουν πρόσθετοι νομικοί και πραγματικοί λόγοι, για να έχουν παύσει τα δικαιώματα των Βρεττανών. που πηγάζουν από τη Συνθήκη Εγκαθίδρυσης. Θα επιχειρήσω, άν και το θέμα ανάγεται περισσότερο στη σφαίρα της πολιτικής και λιγότερο της νομικής, να απαριθμίσω επιγραμματικά μερικούς:

  1. Η άσκηση των δικαιωμάτων των Βρετανών, όπως περιγράφονται και απαριθμούνται στη Συνθήκη, περιορίζει τα κυριαρχικά δικαιώματα και την ανάπτυξη της Κυπριακής Δημοκρατίας, σε βαθμό που να συγκρούεται με το δικαίωμα του κυπριακού λαού για αυτοδιάθεση.
  2. Η άσκηση των πιο πάνω δικαιωμάτων από τους Βρετανούς, περιορίζει και παραβιάζει σε σημαντικό βαθμό τα ανθρώπινα δικαιώματα και τις θεμελιώδεις ελευθερίες Κυπρίων πολιτών.
  3. Η Βρετανία έχει παραβεί ρητές πρόνοιες της Συνθήκης,, με αποτέλεσμα να έχει δημιουργήσει το δικαίωμα στην Κυπριακή Δημοκρατία να καταγγείλει την μεταξύ τους σύμβαση, χωρίς αυτό να μπορεί να ερμηνευτεί και ως εγκατάλειψη ή καταγγελία ή με οποιοδήποτε τρόπο υποβάθμιση του κυπριακού Συντάγματος.

Είναι λοιπόν φανερό ότι οι βρετανικές στρατιωτικές βάσεις στην Κύπρο συνιστούν, κατά πάσα πιθανότητα, κατάλοιπο αποικιοκρατίας και είναι, κατά συνέπεια, παράνομες με βάση το ισχύον διεθνές δίκαιο. Το συμπέρασμα αυτό δεν αποκλείει το νομικό ενδεχόμενο να αποτελούν οι βρετανικές βάσεις αυτούσιες αποικίες.

Είναι πολύ σημαντικό ότι πρόσφατα, στις 30 Ιουλίου, το Ανώτατο Δικαστήριο του Ηνωμένου Βασιλείου αποφάσισε στην υπόθεση Bashir, ότι το 3% του κυπριακού εδάφους που κατακρατούν οι βρετανικές στρατιωτικές βάσεις παραμένει ως αποικία.

Όλα τα πιο πάνω είναι ένα ισχυρό νομικό όπλο για τερματισμό της αποικιοκρατίας και των Βρετανικών στρατιωτικών βάσεων στην Κύπρο που είναι ένα αποικιοκρατικό κατάλοιπο , παρόμοιο με αυτό του Αγίου Μαυρικίου. Ήδη ο Γενικός Εισαγγελέας, Κώστας Κληρίδης, το επεσήμανε στην αγόρευσή του στο Διεθνές Δικαστήριο της Χάγης στην υπόθεση Αγίου Μαυρικίου και ευελπιστούμε ότι Κυβέρνηση και πολιτική ηγεσία θα προωθήσει τη γνωμοδότηση χωρίς καθυστέρηση  στη Γενική Συνέλευση των Ηνωμένων Εθνών.