Τράπεζα Κύπρου: Μια ιστορία διαπλοκών, τοκογλυφιών και οικογενειοκρατίας

*Αναδημοσίευση άρθρου της Δέφτερης Ανάγνωσης του 2012

[Οι απόγονοι του αρχιεπισκόπου Σωφρόνιου, τοκογλύφοι και τράπεζες, η οικογένεια Τριανταφυλλίδη, το δικηγορικό γραφείο Πολυβίου κ.ο.κ.]

Σε μια πρόσφατη συζήτηση στο ίντερνετ, ένας σχολιαστής στο Stockwatch παρατήρησε ότι ο πανικός στην τράπεζα Κύπρου για να βρεθούν τα χρήματα που χρειάζεται, πηγάζει από το φόβο μήπως δημοσιοποιηθούν τα όσα συμβαίνουν στο εσωτερικό της:

«Δεν είναι τυχαίο που η Τράπεζα Κύπρου πολεμά με νύχια και με δόντια να αποφύγει οποιαδήποτε κρατική βοήθεια. Αυτά τα κατεστημένα… με τους λογιστές και τους δικηγόρους, είναι κατά τη γνώμη μου η κορυφή του παγόβουνου και θα είναι τα λιγότερα που θα αποδείξει μια έρευνα, αν γίνει σε βάθος μέσα σε αυτή την τράπεζα, η οποία διοικείται διαχρονικά από τους ίδιους, τους φίλους ή τους συγγενείς.»

Και παρατίθενται στο σχόλιο, αναφορές στη διαπλοκή ανάμεσα στους ελεγκτές και τους δικηγόρους της τράπεζας από τη μια, και τα μέλη του Διοικητικού Συμβουλίου [Δ.Σ.] από την άλλη. Μερικά ενδιαφέροντα και ενδεικτικά στοιχεία διαπλεκομένων συμφερόντων μέσα στην Τράπεζα:

«Δικηγόροι Τράπεζας Κύπρου Διαχρονικά Χρυσαφινης και Πολυβίου
α. Γιώργος Χρυσαφίνης QC, μελος Δ.Σ.
β. Κοκής Πολυβίου, γαμπρός Χρυσαφίνη, επίσης μέλος Δ.Σ…
γ. Πόλυς Πολυβίου,Υιός Κοκή Πολυβίου, γαμπρός Σόλωνα Τριανταφυλλίδη, Πρόεδρου Δ.Σ., εξάδελφος Χαρίλαου Σταυράκη, μέλους Δ.Σ, δεύτερος εξάδελφος Βασίλη Ρολόγη και Χριστάκη Χριστοφίδη, μέλη Δ.Σ. και ο ίδιος μέλος του Δ.Σ, μέχρι την παραίτηση του το 2005.»

Ήδη, άλλωστε, από το 2005, η συγκεκριμένη Τράπεζα έγινε στόχος κριτικής για το ότι στηρίζεται στην «οικογενειοκρατία» με εστίαση στο διπλό ρόλο – και απολαβές – του Π. Πολυβίου.

Η αυλή του αρχιεπισκόπου Σωφρόνιου και η εποχή των τοκογλύφων

Ιστορικά, η Τράπεζα Κύπρου εξελίχθηκε σε ένα από τους μεγαλύτερους τραπεζιτικούς οργανισμούς στην Κύπρο μετά από μια πορεία που ξεκίνησε με εκκλησιαστική ευλογία.

Η Τράπεζα δημιουργήθηκε, αρχικά, ως το ταμιευτήριο «Η Λευκωσία» και ακολούθως, μετατράπηκε σε Τράπεζα Κύπρου το 1912. Πρώτος πρόεδρος του Δ.Σ. της Τράπεζας το 1912 – και εκ των ιδρυτών του Ταμιευτηρίου το 1899 – ήταν ο Αντώνης Θεοδότου «ανιψιός και ανάστημα» του Αρχιεπισκόπου Σωφρόνιου – μιας σημαντικής μορφής της εκκλησιαστικής ιστορίας στο δεύτερο μισό του 19ου αιώνα. Ο Α. Θεοδότου πέρασε στην Ιστορία ως μεγαλοπαράγοντας – μέλος εκπαιδευτικών συμβουλίων, αλλά και πολιτικός: ήταν μέλος του Νομοθετικού Συμβουλίου την περίοδο 1906-1911, αλλά διετέλεσε και δημοτικός σύμβουλος, αντιδήμαρχος και δήμαρχος Λευκωσίας. Αν και στο επίσημο βιογραφικό του δεν αναφέρεται, οι φήμες τον φέρουν να είχε, επίσης, αποκομίσει κέρδη από την τοκογλυφία, η οποία τότε ήταν μια επικερδής επιχείρηση, η οποία ταυτιζόταν με το «δανεισμό» και την εκμετάλλευση της αδυναμίας του δανειζομένου.

Για να γίνει κατανοητή η διαπλοκή εκκλησίας και τραπεζιτικού τομέα στο ευρύτερο της πλαίσιο, θα πρέπει να κάποιος δει ότι οι ρίζες του τραπεζιτικού συστήματος, ιστορικά, πάνε πίσω στο νοικίασμα των φορών στους φοροσυλλέκτες [πολλοί από τους οποίους είχαν άμεση σχέση με πτέρυγες της εκκλησίας] τον 18ο αιώνα και στους τοκογλύφους του 19ου και των αρχών του 20ου αιώνα. Η σύνδεση, λοιπόν, του περίγυρου της εκκλησίας, ως διαχρονικής δομής, με τη ανάπτυξη του τραπεζιτικού συστήματος, δεν είναι τυχαία. Και σε αυτό το πλαίσιο, δεν είναι τυχαίο το γεγονός ότι μια μερίδα της κυπριακής αστικής τάξης αναπτύχθηκε γύρω από την εκκλησία και αυτό, ίσως, να εξηγεί το παράδοξο, το οποίο παρατηρήθηκε από μερικούς κοινωνικούς επιστήμονες, όπως ο Μ. Ατταλίδης– την αδυναμία της ντόπιας αστικής τάξης να αυτονομηθεί από την εκκλησία.

Όταν ήρθαν στην Κύπρο, οι Βρετανοί η κατάσταση στον αγροτικό τομέα στον οποίο ζούσε η μεγάλη πλειοψηφία του πληθυσμού, βρισκόταν σε μια άτυπη ισορροπία: οι αγρότες εξαρτιόνταν από τους δανειστές/τοκογλύφους, οι οποίοι ήταν συχνά και οι έμποροι, οι οποίοι αγόραζαν την παραγωγή, αλλά το οθωμανικό δίκαιο προστάτευε την ιδιοκτησία και τιμωρούσε με φυλάκιση τον χρεώστη, αντί να κατάσχεται γη – και έτσι οι τοκογλύφοι δεν μπορούσαν εύκολα να οικειοποιηθούν την μικρό-ιδιοκτησία των αγροτών. Οι Βρετανοί άλλαξαν το σύστημα, επιτρέποντας την κατάσχεση ιδιοκτησίας με βάση τα καθυστερημένα δάνεια η οφειλές, και την δεκαετία του 1880, άρχισε μια διαμάχη για το ποιοί θα είχαν την προτεραιότητα στην κατάσχεση της ιδιοκτησίας των αγροτών που διατηρούσαν χρέη – οι φοροσυλλέκτες ή οι τοκογλύφοι. Όπως είχε παρατηρήσει ο Cobham, ένας βρετανός αξιωματούχος: «Ο φοροεισπράκτορας είναι ένας, οι τοκογλύφοι είναι πλήθος». Κατατέθηκε, μάλιστα, τότε και εισήγηση νόμου από κάποιο κ. Ν. Ρώσσο, μέλος του Νομοθετικού Συμβουλίου, για να προστατευθούν οι αγρότες από τις κατασχέσεις των φοροεισπρακτόρων – βολικά βέβαια στην νομοθεσία δεν αναφέρονταν οι τοκογλύφοι. Ο στόχος ήταν η μετατόπιση της έμφασης, έτσι ώστε να μπορούν να κατάσχουν την περιουσία μόνο οι τοκογλύφοι. Ήταν η πρώτη, ίσως, εμφάνιση της διαπλοκής του πρώιμου τραπεζιτικού τομέα των τοκογλύφων με τους πολιτικούς της εποχής.[1]

Σε εκείνο το κλίμα, και καθώς οι βρετανοί φαίνεται ότι προσπαθούσαν να εξορθολογήσουν το σύστημα των δανείων και των χρεών, άρχισε η ανάπτυξη των τοπικών τραπεζών – με αρκετούς να ισχυρίζονται ότι οι πρωταγωνιστές της ίδρυσης τους ήταν τοκογλύφοι, οι οποίοι προσπαθούσαν να οργανώσουν τις δραστηριότητες τους σε ένα νέο πλαίσιο μέσα στο νέο θεσμικό σκηνικό το οποίο προωθούσαν οι βρετανοί. Και κάπου εδώ αρχίζει και η διαπλοκή των τραπεζιτών με τους δικηγόρους, οι οποίοι μαζί με την πολιτική ελίτ δημιούργησαν ένα πανίσχυρο λόμπι συμφερόντων και διαπλοκής.

Οι δικηγόροι, οι πολιτικοί και η συλλογή των δανείων πίσω από τις τράπεζες: εθνικοφροσύνη με το αζημίωτο

Μερικοί από τους συγγενείς του Σωφρόνιου, όπως ο Θεοφάνης Θεοδότου (αδελφός του Αντώνη Θεοδότου της Τράπεζας Κύπρου, ο οποίος άνηκε επίσης στην ίδια παράταξη ως πολιτικός) συγκαταλεγόταν ανάμεσα στους πιο γνωστούς εκφραστές των αδιάλλακτων εθνικιστών στις τότε διαμάχες με τους παραδοσιακούς διαλλακτικούς. Ο ίδιος ο Σωφρόνιος εθεωρείτο, μάλλον, υποστηρικτής και εκφραστής των διαλλακτικών στις τότε αντιπαραθέσεις με την αποικιακή διοίκηση, αλλά και γύρω από ευρύτερα πολιτικά και πολιτισμικά ζήτημα, τα οποία κορυφώθηκαν μετά τον θάνατο του, στο Αρχιεπισκοπικό του 1900-1910. Αν και πολιτικά οι οικογένειες είχαν κάποιες διαφοροποιήσεις, δεν φαίνεται να υπήρχαν διαφοροποιήσεις στα οικονομικά και στην αλληλοδιασταύρωση θέσεων, οι οποίες έλεγχαν την θεσμική και οικονομική ζωή.

Ο Θ. Θεοδότου παντρεύτηκε την Στυλιανή Χ. Σεβέρη – φτιάχνοντας μια ευρύτερη συμμαχία των οικογενειών της Λευκωσιάτικης ελίτ – και η κόρη τους Λούλλα παντρεύτηκε τον Αντώνη Τριανταφυλλίδη, δημιουργώντας την ιστορική σύνδεση, η οποία οδηγεί στην νευραλγική, για το σημερινό νομικό, δικηγορικό και τραπεζιτικό τομέα, οικογένεια Τριανταφυλλίδη, η οποία με την σειρά της έχει τις δικές της σχέσεις με την οικογένεια Πολυβίου, όπως θα δούμε.

Ας δούμε σύντομα την πολιτική καριέρα αυτών των οικογενειών. Ο Θεοδότου ήταν από τους ηγέτες των εθνικιστών αδιάλλακτων, αλλά φυσικά είχε και αρμονικές σχέσεις με την βρετανική αποικιοκρατία στα παρασκήνια, πίσω από τις δημόσιες ρητορικές. Έτσι και αλλιώς, όπως παρατήρησε ο Γ. Γιωργαλλίδης στην μελέτη του για την περίοδο 1880-1920, ένα από τα πιο εντυπωσιακά χαρακτηριστικά της περιόδου ήταν ακριβώς η ταύτιση της ντόπιας οικονομικής και πολιτικής ελίτ με του Βρετανούς. Το 1901 λ.χ. ο Θεοδότου, ηγέτης κατά τα αλλά των αδιάλλακτων ενωτικών εθνικιστών, δήλωσε, όταν πέθανε η βασίλισσα Βικτόρια ότι οι «Κύπριοι Έλληνες» όφειλαν «φόρο ευγνωμοσύνης» προς τον «φιλελεύθερο Αγγλικό λαό» και ολοκλήρωσε λέγοντας: «αγαπωμεν κα τιμωμεν τους ηγετας εν πολιτισμω και την ελευθεριαν των λαων, του Αγγλους.»[2]

Η πιο χαρακτηριστική περίπτωση αυτής της διπλής ζωής των αδιάλλακτων ήταν ο Ν. Πασχάλη, ο οποίος από ηγέτης της αποχής στο όνομα της Ένωσης, βρέθηκε «προσωρινός γενικός εισαγγελέας» της αποικιακής διοίκησης όταν απέτυχε να επανεκλεγεί.
Ο γαμπρός του Θ. Θεοδότου, ο Α. Τριανταφυλλίδης, ο οποίος ήταν ήδη γνωστός δικηγόρος εξελέγη μέλος του Νομοθετικού Συμβουλίου το 1930, κάνοντας μια εκστρατεία με εθνικιστικούς τόνους, ενώ ήταν στενός φίλος του κυβερνήτη Στορς και μάλιστα ο καλύτερος αντίπαλος του στο σκάκι. [3] Εθνικιστής στα καφενεία και φιλο-άγγλος στα σαλόνια ήταν η συνταγή για την ελίτ. Η εκλογή του Τριανταφυλλίδη, τελικά, ακυρώθηκε λόγω μαρτυριών για δωροδοκία, αλλά είχε ήδη διοριστεί στο Εκτελεστικό Συμβούλιο από τον Στορς.

Και φυσικά, αυτή η ελίτ έλεγχε ήδη, όχι μόνο της πολιτική εκπροσώπηση, αλλά και την οικονομική. Ένας Βρετανός αξιωματούχος, ο Νίκολσον περιέγραψε ως ακολούθως την κατάσταση των ελληνοκύπριων μελών του Νομοθετικού Συμβουλίου πριν τις εκλογές του 1930 [ο όρος δανειστές/money lenders αναφέρεται στους τοκογλύφους της εποχής]:

« Οκτώ είναι δικηγόροι, τρεις από τους οποίους είναι κορυφαίοι δανειστές, ένας είναι μεγαλοϊδιοκτήτης γης και τοκογλύφος, ενας επίσκοπος…δηλαδή αντιπροσωπεύει τον μεγαλύτερο οργανισμό ιδιοκτησίας γης…..δυο από τους οκτω δικηγόρους είναι έκδοτες εφημερίδων και με εξαίρεση τον μόνο αγρότη Βουλευτή όλοι οι άλλοι έχουν στην διάθεση τους 1, η 2 τοπικές εφημερίδες.»[4]

Και πρόσθεσε, ο Νίκολσον για το σύστημα της Διαπλοκής τότε, το οποίο οδήγησε στην κοινωνική δυσφορία και τις κοινωνικές μεταμορφώσεις των επόμενων δυο δεκαετιών:

«Τα χρέη των αγροτών και η συνακόλουθη δυνατότητα των δανειστών, σε συνεργασία με την Ορθόδοξη Εκκλησία, τους διευθυντές των σχολείων και τους δικηγόρους, να ελέγχουν τον ψήφο και να διασφαλίζουν την επανεκλογή αντιπρόσωπων αυτών των ομάδων στο Νομοθετικό Συμβούλιο..»[5]

Για να πάρει κάποιος μια εικόνα της διαπλοκής των λίγων οικογενειών που έλεγχαν την κατάσταση τότε, αξίζει να δει ότι τουλάχιστον τρεις από τους εκλεγέντες βουλευτές του 1930 ήταν συγγενείς και σχετίζονταν με την τράπεζα Κύπρου: Θ. Θεοδότου [πεθερός του Α. Τριανταφυλλίδη και αδελφός του πρώτου προέδρου της Τράπεζας Κύπρου],

Δ. Σεβερης [δικηγόρος, μεγαλέμπορας και κτηματίας, επίσης ιδρυτικό μέλος της Τράπεζας Κύπρου και πρόεδρος της από το 1926 μέχρι το 1955, αδελφός της γυναίκας του Θεοδότου[6]], Α. Τριανταφυλλίδης [ο νέος δικηγόρος της οικογένειας Θεοδότου-Τριανταφυλλίδη και ο ανερχόμενος πολιτικός της αστέρας, δικηγόρος επίσης].

Η γενική δυσφορία με τους τοκογλύφους την δεκαετία του 1920, οδήγησε και σε εσωτερικές διαμάχες την ελίτ: έτσι η εφημερίδα «Κυπριακός Φυλάξ» το 1924 εξαπέλυσε επίθεση εναντίον του Θεοδότου για την ενασχόληση του με τα «θέλγητρα του Πικαντίλυ» [μια παραπομπή σε ερωτικές του περιπέτειες εκτός Κύπρου] όταν πήγαινε στο Λονδίνο, αλλά και για το ότι χρησιμοποιούσε αυτοκίνητο, το οποίο του παραχωρήθηκε για πολιτικούς λόγους, «για την εκτέλεση ενταλμάτων των πελατών του δικηγορικού του γραφείου παίρνοντας μαζί του και τον μουτηρην δηλαδή τον δικαστικόν κλητήρα». Ήταν μια σαφής αναφορά στις δημοπρασίες, τις οποίες έκαναν τότε οι τοκογλύφοι όπως και η διπλή παραπομπή των λέξεων «εθέρισες, αλώνισες και αποθήκευσες» στην κατάληξη του κειμένου για την πολιτική του σχέση με τον Καταλανό.[7]

Αξίζει, εδώ, αναφορά και σε ένα άλλο επιφανή δικηγόρο της εποχής τον κ. Γ. Χρυσαφίνη, γιο του Νικολάου Χρυσαφίνη και της Ευθαλίας Παπαδοπούλου, ο οποίος διορίστηκε και μέλος του αποικιακού Εκτελεστικού Συμβουλίου και του Συμβουλευτικού Σώματος της αποικίας. Ο κ. Χρυσαφίνης εκτός από μεγαλοδικηγόρος και μεγαλοπαράγοντας της αποικιακής διοίκησης με προσβάσεις στο χώρο της Δεξιάς, ήταν και αντιπρόεδρος της Τράπεζας Κύπρου από το 1936.

Οι απόγονοι και η διαπλοκή δικηγόρων, οικογενειών και τραπεζιτών

Ο Α. Τριανταφυλλίδης δολοφονήθηκε το 1934. Για την δολοφονία του υπάρχουν διάφορες εκδοχές: μια εκδοχή θεωρεί ότι είχε πολιτικά αίτια, ότι δηλαδή δολοφονήθηκε γιατί ήταν υποστηρικτής κάποιας μορφής συνταγματικής λύσης την τότε περίοδο. Είναι δύσκολο να τεκμηριωθεί κάτι τέτοιο, αλλά ακούστηκε. Η άλλη εκδοχή, η οποία ακούγεται πιο έντονα, συνδέεται με ζητήματα είτε της προσωπικής ζωής, είτε με την δικηγορική του καριέρα – φημολογείται ότι η δολοφονία οργανώθηκε από τις φυλακές. Ο Τριανταφυλλίδης, απόγονος μιας κομβικής διασταύρωσης πολιτικών, εκκλησιαστικών και οικονομικών παραγόντων, άφησε ως κληρονόμους τρεις γιους . Η επιτυχία τους είναι ενδιαφέρουσα – και όχι τυχαία:
Σόλων Τριανταφυλλίδης: Πρόεδρος Δ.Σ. Τράπεζας Κύπρου 1988- 2005
Μιχαλάκης Τριανταφυλλίδης: Πρόεδρος Ανωτάτου δικαστηρίου – Γενικός εισαγγελέας.

Άντης Τριανταφυλλίδης: Μεγαλοδικηγόρος – εμπλεκόμενος πρόσφατα στο σκάνδαλο Τσοχατζόπουλου, ως ο υπεύθυνος του δικηγορικού γραφείου, μέσω του οποίου έγιναν οι έγγραφες εταιρειών [όπως η Torcaso] για μεταφορά των μιζών.

Και η επόμενη γενιά της οικογένειας δεν τα πάει και άσχημα: Ο Κρις Τριανταφυλλίδης, μεγαλοδικηγορος, ο οποίος ανηκει στα ηγετικα στελέχη του ΔΗΣΥ, διετέλεσε πρόεδρος του ΑΠΟΕΛ και η Στέλλα Κυριακίδου, βουλευτής ΔΗΣΥ, είναι παιδιά του Μιχαλάκη Τριανταφυλλίδη.

Η Οικογένεια Τριανταφυλλίδη έχει, επίσης, ολοκληρώσει τη συνεργασία της με το δικηγορικό γραφείο Χρυσαφίνη: Όταν ο Κοκής Πολυβίου παντρεύτηκε την κόρη του Χρυσαφίνη, το δικηγορικό του γραφείο, το οποίο αντιπροσώπευε την Τράπεζα Κύπρου διαχρονικά, διευρύνθηκε. Ο Πόλυς Πολυβίου, γιος του Κοκή και εγγονός του Χρυσαφίνη, παντρεύτηκε με τη σειρά του την κόρη του Σόλωνα Τριανταφυλλίδη, ο οποίος ήταν μέλος του Δ.Σ. της Τράπεζας Κύπρου από το 1962 και Πρόεδρος της την περίοδο 1988-2005.
Όμως, η αλληλοκάλυψη των οικογενειών με έμφαση στους δικηγόρους και στους τραπεζίτες είναι ακόμα πιο έντονη, αν δει κάποιος το διοικητικό συμβούλιο της Τράπεζας Κύπρου, την περιοδο του σκανδαλου με τη διπλή ιδιότητα του Πολυβίου στην Τράπεζα Κύπρου. Μαζί με τις οικογένειες που αντλούν την καταγωγή τους από την εποχή του Σωφρόνιου, υπάρχουν και εκπρόσωποι της άλλης μεγάλης οικογένειας δικηγορών και τραπεζιτών – της οικογένειας Λεβέντη μέρος της οποίας είναι και η οικογένεια Τ. Παπαδόπουλου, μετά από τον γάμο με την κ. Φωτεινή. Δύο από τα μέλη του τότε συμβουλίου, οι κ. Δαυίδ και Λεβέντης, ήταν μέλη του άλλου οικογενειακού κυκλώματος της οικονομικής και δικηγορική-πολιτικής ελίτ.
———————————————————–
[1] Rolandos Katsiaounis. 1996. Labour, Society and Politics duting the second half of the nineteenth century. Nicosia: Cyprus Research Centre. σ. 105-106, κεφάλαιο 5, 143-145.
[2] M. Ατταλίδης . 1986. Τα κόμματα στην Κύπρο [1878 – 1955]. Στο «Κυπριακά, 1878 – 1955». Λευκωσία: Εκδ. Δήμου Λευκωσίας. σ. 130
[3] G.S. Georgallides. 1985. Cyprus and the Governorship of sir Roland Storrs. Cyprus Research Centre. 406, υπ. 2.
[4] Γιεωργαλλίδης [1985], σ. 163.
[5] Γιωργαλλίδης [1985], σ. 164
[6] Στυλιανη Χριστοδουλου Σεβερη [Βιογραφικο Λεξικό Κυπρίων, Α. Κουδουναρη, 1989], σ. 43, σ. 156]
[7]Λυμπουριδης, 56-57. Η δίκη, μια από τις σημαντικές της περιόδου τελικά δεν προχώρησε αφού τέτοιες αναφορές αναγκαστικά θα έπρεπε να οδηγήσουν ολόκληρη την ελίτ σε εσωτερική διαμάχη. Ήταν όμως εκφραστική του κλίματος της εποχής.

 

πηγή: Δημοσίευση στο Χ από τη Defteri Anaynosi