Υπάρχει πολιτική βούληση για βελτίωση του συστήματος αδειοδότησης της ανάπτυξης;

*Του Κωνσταντίνου Κωνσταντή

Ο κατασκευαστικός τομέας αποτελεί αδιαμφισβήτητα ζωτικό τομέα της οικονομίας του τόπου καθώς ενισχύει την ανάπτυξη μέσω της προσέλκυσης νέων επενδύσεων και της δημιουργίας νέων θέσεων εργασίας. Παράλληλα όμως και εξίσου, αν όχι και περισσότερο, σημαντικός είναι ο αντίκτυπος που έχει άμεσα και έμμεσα στην ποιότητα ζωής και την ευημερία των πολιτών, στην καθημερινότητά τους, στα αγαθά που δικαιούνται να απολαμβάνουν και στο δομημένο περιβάλλον όπου ζουν. Το σύστημα αδειοδότησης της ανάπτυξης είναι εκείνο που μπορεί να αποτελέσει καταλύτη ή τροχοπέδη σε κάθε προσπάθεια ενίσχυσης του θετικού αυτού αντίκτυπου, ανάλογα με το πώς θα το σχεδιάσουμε και πώς θα το διαχειριστούμε.

Ως Επιμελητήριο αντιλαμβανόμαστε τόσο την κρίσιμη ανάγκη περαιτέρω βελτίωσης του συστήματος αδειοδότησης, παρόλα τα θετικά βήματα που έχουν γίνει την τελευταία τριετία, όσο και την ευθύνη που έχουμε ως τεχνικός σύμβουλος της πολιτείας να συνεχίσουμε ακούραστα την προσπάθεια για την επίτευξη αυτού του στόχου. Για αυτόν ακριβώς τον λόγο, το θέμα αποτελεί ύψιστη προτεραιότητα για το ΕΤΕΚ. Έχουμε επεξεργαστεί αναλυτικές και τεκμηριωμένες εισηγήσεις για τον επανασχεδιασμό των υφιστάμενων διαδικασιών και την χάραξη των επόμενων βημάτων που πρέπει να γίνουν σε όλα τα στάδια της αδειοδότησης, οι οποίες λίαν συντόμως θα φτάσουν στα χέρια των αρμοδίων.

Οι αλλαγές που θα γίνουν πρέπει να βασιστούν σε τρεις πτυχές. Πρώτον πρέπει να αποφορτίσουμε το σύστημα από τις χαμηλού ρίσκου οικοδομές, τις κατοικίες και τις μικρές πολυκατοικίες, οι οποίες αποτελούν και το μεγαλύτερο ποσοστό (έως 80%) των αναπτύξεων. Αυτό θα συμβεί ενισχύοντας τον αυτοέλεγχο με την παραχώρηση μεγαλύτερης εξουσίας και ευθύνης στους ιδιώτες μελετητές, αλλά και αξιοποιώντας τον δειγματοληπτικό έλεγχο σε ικανό ποσοστό των αιτήσεων που θα υποβάλλονται. Με την πρώτη αυτή κίνηση αυτόματα απελευθερώνουμε και δίνουμε χρόνο στις αρμόδιες αρχές για να επικεντρωθούν στις δύο άλλες πτυχές: τον έλεγχο των αιτήσεων για σύνθετες αναπτύξεις με μεγαλύτερο ρίσκο και τον επιτόπου έλεγχο των οικοδομών που θα μας προστατεύσει από την αυθαίρετη δόμηση με την αξιοποίηση ανεξάρτητων ελεγκτών δόμησης.

Νοείται πως για να είμαστε αποτελεσματικοί πρέπει να δημιουργηθεί ένα υποστηρικτικό περιβάλλον από άλλες απαραίτητες ρυθμίσεις που έπρεπε να είχαν εφαρμοστεί εδώ και χρόνια: την αναθεώρηση της Εντολής 1 του 2017 (υπολογισμός συντελεστή δόμησης, ποσοστού κάλυψης, αριθμού ορόφων και ύψους οικοδομών και αποστάσεις οικοδομής από όρια τεμαχίου/οικοπέδου), τη σύνταξη οδηγού με τους πολεοδομικούς και οικοδομικούς κανονισμούς για ομοιόμορφη και καθολική εφαρμογή, τον επανασχεδιασμό της ροής εργασίας για την εξέταση των αιτήσεων, τη ρύθμιση της διαδικασίας διαβουλεύσεων, την απλοποίηση του υπολογισμού των τελών και τη σύνδεση της ηλεκτροδότησης της οικοδομής με την υποβολή πιστοποιητικού συμπλήρωσης εργασιών, μεταξύ άλλων. Ταυτόχρονα, κρίνεται ουσιώδης η άμεση επαναξιολόγηση του συστήματος ΙΠΠΟΔΑΜΟΣ ώστε να γίνει πιο ευέλικτο και εύχρηστο, καθώς και η εφαρμογή δομημένων προγραμμάτων εκπαίδευσης για λειτουργούς και μελετητές.

Ενόψει της λειτουργίας των Επαρχιακών Ενιαίων Αρχών Αδειοδότησης σε λίγους μήνες η ανάγκη να αναγνωρίσουμε τα προβλήματα και να επανασχεδιάσουμε είναι κρίσιμη και επιτακτική. Η μεταφορά μιας διαδικασίας που απέτυχε για δεκαετίες σε ένα νέο περιβάλλον,

είτε διοικητικό είτε ψηφιακό, δεν αποτελεί σίγουρα λύση. Πρέπει να τολμήσουμε την τομή στο πώς προσεγγίζουμε το πρόβλημα και στο πώς θα το διαχειριστούμε, ώστε να έχουμε ένα ταχύ, αποτελεσματικό, ομοιόμορφο και διαφανές σύστημα αδειοδότησης. Ουδείς, θεωρώ, αμφισβητεί ότι το σύστημα αδειοδότησης της ανάπτυξης χρήζει εκσυγχρονισμού και βελτιώσεων. Λύσεις υπάρχουν. Πολιτική βούληση για την εφαρμογή τους, υπάρχει;

*Πρόεδρος ΕΤΕΚ, Αρχιτέκτονας