ΥΠΟΙΚ: Δεν πιστεύουμε στις πολιτικές των ελλειμμάτων

Σημείωσε ότι γι’ αυτό ακριβώς η Κύπρος διασφάλισε εξαιρετικά καλές δημοσιονομικές επιδόσεις, επειδή ήθελε να δημιουργήσει εμπιστοσύνη, αξιοπιστία και προβλεψιμότητα σε σχέση με την οικονομική πολιτική.

«Από το 2014 λειτουργούμε με πρωτογενές πλεόνασμα γύρω στο 2,5% του ΑΕΠ, ενώ για το 2017 καταθέσαμε ένα προϋπολογισμό που προβλέπει πρωτογενές πλεόνασμα 2,1%. Μόνο ένα ή δύο άλλα κράτη επιδιώκουν και υπολογίζουν ότι θα έχουν ανάλογες επιδόσεις», είπε.
Πρόσθεσε ότι αυτά είναι πραγματικά δεδομένα που δεν αμφισβητούνται ούτε από την Κομισιόν, ούτε από κανένα, όπως και δεν αμφισβητούνται οι παράμετροι πάνω στις οποίες βασίζεται ο προϋπολογισμός, όπως για παράδειγμα ο προβλεπόμενος ρυθμός ανάπτυξης, που κινείται πλέον μεταξύ του 2,5%-3% του ΑΕΠ.

«Είναι συνεπώς ατυχές να προκύπτει ζήτημα μέσα από μια όχι και τόσο διαφανή, τεχνική διαδικασία που υπολογίζει τη δυνητική παραγωγή και η οποία ουσιαστικά υιοθετεί παραμέτρους που υπονοούν ότι η οικονομία της Κύπρου περνά φάση υπερθέρμανσης, κάτι το οποίο είναι, βέβαια, εκτός λογικής», ανέφερε.

Πρόσθετα μέτρα εκτός συζήτησης

Ο Υπουργός έστειλε το μήνυμα πως πρόσθετα μέτρα είναι εκτός συζήτησης, γιατί θα οδηγούσαν σε πρωτογενές πλεόνασμα πέραν του 3% του ΑΕΠ, κάτι εντελώς αχρείαστο και αντιπαραγωγικό, που θα υπονόμευε την αναπτυξιακή προοπτική.

«Απορρίπτω την όποια αύξηση στη φορολογία με την ίδια ένταση που απορρίπτω την όποια ανεύθυνη αύξηση των δημοσίων δαπανών», ανέφερε.

Είπε, επίσης, ότι και στην περίπτωση «που επιλέγαμε να κινηθούμε προς την κατεύθυνση της περαιτέρω μείωσης των δημοσίων δαπανών, θα έπρεπε, σε αντίθεση με το τι φαίνεται η Κομισιόν να υπονοεί, να συνοδεύαμε αυτή τη μείωση των δαπανών με αντίστοιχη μείωση στη φορολογία».

Κάτι τέτοιο, είπε, θα γινόταν για να διασφαλιστεί η δημοσιονομική ουδετερότητα και σταθερότητα και να διατηρηθεί η σωστή ισορροπία μεταξύ βιωσιμότητας των δημοσίων οικονομικών και οικονομικής ανάκαμψης, την οποία η Κύπρος επεδίωξε και πέτυχε, απαντώντας με αυτό τον τρόπο και διαψεύδοντας, το επίπλαστο δίλημμα που απασχολεί την Ευρώπη, περί λιτότητας ή ανάπτυξης.

Ανάκτηση της εμπιστοσύνης στην οικονομία της Κύπρου

Ο κ. Γεωργιάδης αναφέρθηκε επίσης στην επιτυχή προσπάθεια της Κύπρου για ανάκτηση της χαμένης εμπιστοσύνης προς την οικονομία της Κύπρου.

«Και εάν είναι κάτι που θα ήθελα να τονίσω είναι πως η εμπιστοσύνη ανακτάται μόνο μέσα από τη συστηματική προσπάθεια, τη συνέπεια και τις αποφάσεις ευθύνης», είπε.

Σημείωσε ότι οι καταθέτες εμπιστεύτηκαν ξανά τις κυπριακές τράπεζες όταν διαπίστωσαν τις χειροπιαστές κινήσεις αλλαγής, σε σχέση με το ρυθμιστικό και εποπτικό πλαίσιο, την εταιρική διακυβέρνηση και το management των τραπεζών.

«Ντόπιες και ξένες επενδύσεις, σε μια σειρά από παραγωγικούς τομείς, άρχισαν να σπρώχνουν την οικονομία μας προς την ανάκαμψη όταν επιβεβαιώθηκε ότι θα διαφυλάτταμε πράγματι τη σταθερότητα και ελκυστικότητα του φορολογικού μας πλαισίου. Χρειάστηκε, βέβαια, να μειώσουμε τις δαπάνες κατά 11% μέσα σε ένα χρόνο, μεταξύ του 2013-2014, αλλά ήταν αυτό που διασφάλισε ότι οι όποιοι νέοι φόροι θα καθίσταντο αχρείαστοι», είπε.

Πρόσθεσε ότι κατά παρόμοιο τρόπο, αποκαταστάθηκε και η καταναλωτική εμπιστοσύνη, αλλά και οι διεθνείς αγορές αντέδρασαν θετικά, όπως και οι Οίκοι Αξιολόγησης, και άρχισαν να δανείζουν ξανά την Κύπρο, όταν πείστηκαν για την αποφασιστικότητα της Κύπρου να διορθώσει τα του οίκου της.

«Η εμπιστοσύνη λοιπόν είναι το κλειδί, είναι η βασική προϋπόθεση που θα επιτρέψει τη συνέχιση της πορείας ανάκαμψης και τη μείωση της ανεργίας. Και ας έχουμε υπόψη ότι η εμπιστοσύνη δύσκολα ανακτάται και εύκολα χάνεται. Γι’ αυτό επιβάλλεται η συνέχιση της προσπάθειας, με την ίδια προσήλωση, με την ίδια ένταση, επειδή ξέρουμε πως έχουμε ακόμη δρόμο να διανύσουμε», είπε.

Ευρωπαϊκή οικονομία: Προβληματισμός για γραφειοκρατία και λαϊκισμό

Αναφορικά με την ευρωπαϊκή οικονομία, ανέφερε ότι η ενιαία τραπεζική εποπτεία πρέπει πράγματι να είναι αυστηρή, προληπτική και αποτελεσματική, ούτως ώστε να αποφευχθούν τα λάθη του παρελθόντος.

«Με κανένα τρόπο, όμως, και θα ήθελα να εκφράσω την ανησυχία μου, δεν θα πρέπει να μετατραπεί η εποπτεία σε γραφειοκρατική και υπερβολική. Πρέπει μάλιστα να διασφαλιστεί μια περίοδος εποπτικής σταθερότητας, προκειμένου τα χρηματοπιστωτικά ιδρύματα της Ευρώπης να επιτύχουν την προσαρμογή και την ανάκαμψη, χωρίς συνεχή μετατόπιση του πήχη», είπε.
Ανέφερε ακόμα ότι πρέπει επίσης να διαφυλαχθούν και να ενισχυθούν οι ανοικτές αγορές και ο ανταγωνισμός. Εξέφρασε ανακούφιση από την κατάληξη της CETA, αλλά και προβληματισμό για το γεγονός ότι η Ευρωπαϊκή Ένωση παραλίγο να μην καταφέρει να ολοκληρώσει μια εμπορική συμφωνία με τον Καναδά.

«Ο μεγαλύτερος προβληματισμός, βέβαια, είναι αυτός που σχετίζεται με το Brexit και με τον τρόπο που μια ώριμη και ευημερούσα κοινωνία σπρώχτηκε από τις δυνάμεις του λαϊκισμού σε αυτή την απόφαση. Έχω δηλώσει ξανά, πως θεωρώ την άνοδο του λαϊκισμού και των άκρων ως τη βασικότερη απειλή όχι μόνο για τις ανοικτές αγορές, αλλά και για την ίδια τη δημοκρατία», ανέφερε.

Πρέπει την ίδια ώρα, ανέφερε, με αξιοπιστία, συνέπεια και κοινή λογική να εφαρμόζονται οι κανόνες της ευρωπαϊκής οικονομικής διακυβέρνησης σε σχέση με τα δημόσια οικονομικά.

Πηγή: ΚΥΠΕ