«Δεν ευθύνονται τρίτοι για την αυτοκτονία του νεαρού χρήστη»

Ανακοινώθηκε το Πόρισμα για τον θάνατο του Α.Β. μετά από δύο χρόνια Θανατικής Ανάκρισης

ΤΟΥ ΜΑΡΙΟΥ ΔΗΜΗΤΡΙΟΥ

Η σύντομη ζωή και ο σκληρός θάνατος του 23χρονου Α. Β. από τη Λευκωσία ψυχωσικού χρήστη σκληρών ναρκωτικών, που στις 15 Ιουνίου 2015 ανέβηκε στην ταράτσα δεκαόροφης πολυκατοικίας στη λεωφόρο Δημοσθένη Σεβέρη στη Λευκωσία και έπεσε στο κενό πεθαίνοντας ακαριαία, αποτυπώνεται με συγκλονιστική λιτότητα στο Πόρισμα του Δικαστή Χρίστου Ρασπόπουλου ως Θανατικού Ανακριτή για τις συνθήκες της αυτοκτονίας του, που ανακοινώθηκε πριν λίγες μέρες – την 31η Οκτωβρίου 2019 – και που καταλήγει στο συμπέρασμα ότι δεν υπάρχει  ευθύνη τρίτων προσώπων για τον θάνατο του. «Έχοντας κατά νου το σύνολο της ενώπιον μου μαρτυρίας», αναφέρει ο Χρ. Ρασπόπουλος, «δεν έχω πεισθεί σε ικανοποιητικό βαθμό ότι υπήρξαν ενέργειες τρίτων προσώπων που συνέβαλαν, στον βαθμό που διατείνεται η οικογένεια του, στην επιδείνωση της ψυχικής κατάστασης του Α. Β. και εν τέλει στην απόφαση να θέσει τέρμα στην ζωή του – και η αντικειμενική θεώρηση των πραγμάτων δεν επιτρέπει την εξαγωγή ευρήματος περί ευθύνης τρίτων προσώπων για τον θάνατο του». Η μητέρα του νεαρού αυτόχειρα δήλωσε στην «24» την περασμένη Δευτέρα 11 Νοεμβρίου 2019 ότι «διαφωνεί πλήρως με το Πόρισμα αυτό» και ότι «επιφυλάσσει όλα τα δικαιώματα της». Υπενθυμίζουμε ότι η Θανατική Ανάκριση για την υπόθεση άρχισε στο Επαρχιακό Δικαστήριο Λευκωσίας πριν δύο χρόνια, τον Νοέμβρη 2017 και ο υπογράφων την παρακολούθησα για την «24» από την αρχή μέχρι το τέλος μεταφέροντας με μια σειρά ρεπορτάζ την εξέλιξη της στο Δικαστήριο, τόσο μέσα από τις καταθέσεις μαρτύρων ενώπιον του Θανατικού Ανακριτή, όσο και μέσα από δηλώσεις της μητέρας του αυτόχειρα και του δικηγόρου της Μιχάλη Παρασκευά προς την εφημερίδα μας.

Ψύχωση συνδεδεμένη με χρήση ναρκωτικών

Ο 23χρονος αυτόχειρας, που ήταν παιδί χωρισμένων γονιών, είχε νοσηλευτεί στο Ψυχιατρικό Νοσοκομείο Αθαλάσσας μετά από έκδοση Διατάγματος Υποχρεωτικής Νοσηλείας με ψύχωση συνδεδεμένη με τη χρήση ναρκωτικών, πέντε φορές σε διάφορες χρονικές περιόδους – πρώτη φορά τον Μάιο 2012 και αργότερα, στις 11 – 23 Ιουνίου 2014, στις 4 – 19 Αυγούστου 2014, στις 18 – 27 Σεπτεμβρίου 2014 και στις 14 – 15 Απριλίου 2015. Τις τελευταίες τρεις βδομάδες πριν τον θάνατό του, διέμενε με τη γιαγιά του, μητέρα του πατέρα του, στην περιοχή Λυκαβηττού. Μερικές μέρες πριν την αυτοκτονία του ήταν κρατούμενος για τρεις μέρες στις Κεντρικές Φυλακές (8 – 10 Ιουνίου 2015) για απλήρωτες τροχαίες παραβάσεις, αφού προηγήθηκε αίτημα της μητέρας του προς το ΤΑΕ Αρχηγείου Αστυνομίας, «να συλληφθεί, ώστε να εξασκηθεί πίεση να πάει σε πρόγραμμα απεξάρτησης, αφού δεν του παρεχόταν νοσηλεία στο Ψυχιατρείο», σύμφωνα με τα λεγόμενα της σε γραπτή μαρτυρία της που ανέγνωσε στο Δικαστήριο στις 2 Ιουλίου 2018 στην παρουσία του πρώην συζύγου της, στο πλαίσιο της Θανατικής Ανάκρισης.

«Εστιάζω στην ευθύνη, πρώτα του κράτους μέσω των δομών του και της θεσμικής υποχρέωσης που πρέπει να εκπληρώνει, για την προστασία της ανθρώπινης ζωής», είπε ο δικηγόρος Μιχάλης Παρασκευάς στην τελική αγόρευσή του στις 12 Σεπτεμβρίου 2018 ενώπιον του Θανατικού Ανακριτή. Ο κ. Παρασκευάς μίλησε επίσης για «παραλείψεις, αμέλεια και ανεπάρκεια» πέντε κυβερνητικών Ψυχίατρων στο Νοσοκομείο Αθαλάσσας και στις Κεντρικές Φυλακές.

Εξάρτηση και πορεία αυτοκαταστροφής

«Καταλήγω με υψηλό επίπεδο βεβαιότητας ότι συνεπεία της ψυχικής του κατάστασης, όπως αυτή διαμορφώθηκε μετά από τη μακροχρόνια χρήση ναρκωτικών ουσιών, ο αποβιώσας ανέπτυξε τάσεις αυτοκτονίας, τις εξέφρασε πολλές φορές στο παρελθόν και τις οποίες υλοποίησε στις 15.6.2015 μέσω ηθελημένης πτώσης από πολυκατοικία στην Λεωφόρο Δημοσθένη Σεβέρη στην Λευκωσία», αναφέρει ο Χρίστος Ρασπόπουλος στο Πόρισμα του και συνεχίζει: «Πιο συγκεκριμένα, από την ενώπιον μου μαρτυρία προκύπτει ότι ο Α. ήταν ένα πρόσωπο εξαρτημένο στις ναρκωτικές ουσίες. Προτού καταλήξει στην εν λόγω συνήθεια είχε παρουσιάσει μεν προβλήματα ψυχικής υγείας, τα οποία όμως ήταν διαχειρίσιμα και αντιμετωπίστηκαν με φαρμακευτική αγωγή. Ήταν το 2012 που ο Α. άλλαξε ριζικά συμπεριφορά, λόγω της «γνωριμίας» του με τον κόσμο των ναρκωτικών. Άρχισε να γίνεται βίαιος και απειλητικός και πολλές φορές δεν μπορούσε να διαχωρίσει τη λογική από την παράνοια. Στο χρονικό διάστημα, μεταξύ 2012 και 2015 νοσηλεύθηκε δυνάμει Διατάγματος Υποχρεωτικής Νοσηλείας τέσσερις φορές. Οι εν λόγω νοσηλείες είχαν πρόσκαιρα αποτελέσματα, αφού ο Α. δεν επιθυμούσε να διακόψει τη χρήση, ούτε είχε κίνητρο να ενταχθεί σε εξειδικευμένο κέντρο απεξάρτησης, παρά τις προτροπές, τόσο των γιατρών όσο και της οικογένειας του. Παράλληλα είχε εκδηλώσει την επιθυμία να θέσει τέρμα στη ζωή του και έκανε τουλάχιστον δυο απόπειρες αυτοκτονίας».

Συστάσεις για θεραπευτικές ευκαιρίες

Σύμφωνα με το Πόρισμα, «η μητέρα του Α. βίωνε την πιο πάνω κατάσταση πολύ δύσκολα. Στην αγωνιώδη της προσπάθεια να βοηθήσει το παιδί της, επιδόθηκε σε ένα αγώνα να πεισθεί ο Α. να λάβει την θεραπεία που χρειαζόταν. Αιτήθηκε σε διάφορες περιπτώσεις Διατάγματος Υποχρεωτικής Εξέτασης και επιδίωξε τον εγκλεισμό του στο Ψυχιατρείο. Με βάση όμως όσα αναφέρθηκαν από τους γιατρούς που ακούστηκαν στα πλαίσια της παρούσας Θανατικής Ανάκρισης, ο εγκλεισμός στο Ψυχιατρείο δεν είναι η ενδεδειγμένη θεραπευτική προσέγγιση για ένα άτομο, του οποίου τα προβλήματα εκπηγάζουν από τη χρήση ναρκωτικών. Όλες οι προσπάθειες να πεισθεί ο Α. να ενταχθεί σε πρόγραμμα απεξάρτησης, αλλά και οι νοσηλείες στο Ψυχιατρικό Νοσοκομείο απέτυχαν. Λίγες μέρες μετά που αφέθηκε ελεύθερος από τις φυλακές όπου κρατείτο για απλήρωτα εντάλματα εντοπίστηκε νεκρός. Ο θάνατός του οφείλεται σε πολυτραυματισμό λόγω πτώσης εξ’ ύψους. Η εισήγηση από πλευράς της οικογένειας του αποβιώσαντος είναι ότι οι πράξεις και/ή παραλείψεις τρίτων, συνέτειναν στο τραγικό αποτέλεσμα. Ειδικότερα, η οικογένεια του αποβιώσαντος, μέσω του συνηγόρου της, εστιάζει στην ευθύνη του Κράτους, το οποίο απέτυχε, κατά την εισήγηση, να εκπληρώσει τη θετική του υποχρέωση για την προστασία της ανθρώπινης ζωής εκείνων που είναι εντός της δικαιοδοσίας του, κατά παράβαση του Άρθρου 7 του Συντάγματος και του αντίστοιχου Άρθρου 2 της ΕΣΔΑ. Επισημαίνω ότι έχω μελετήσει τις ενδιαφέρουσες αποφάσεις στις οποίες με παρέπεμψε ο ευπαίδευτος συνήγορος της οικογένειας του θανόντος. Η υποχρέωση κάθε κράτους να καθιδρύει εκείνες τις δομές που είναι αναγκαίες για την προστασία της ζωής των πολιτών που διαμένουν στην επικράτεια του, είναι αδιαμφισβήτητη. Παρά ταύτα έχω την άποψη ότι στα πλαίσια μιας Θανατικής Ανάκρισης, ο Θανατικός Ανακριτής εξετάζει τα γεγονότα στην όψη τους και αντικειμενικά, χωρίς να εκφέρει αξιολογικές κρίσεις αναφορικά με αστική ευθύνη οποιουδήποτε προσώπου, περιλαμβανομένου του κράτους. Δεν παραγνωρίζω ότι το πώς επήλθε ο θάνατος ενός προσώπου είναι ζήτημα ευρύτερο της εξακρίβωσης της ιατρικής αιτίας θανάτου και ότι ο Θανατικός Ανακριτής οφείλει να διερευνήσει τις περιβάλλουσες το θάνατο συνθήκες. Δεν έχει όμως εξουσία ή αρμοδιότητα να εξετάσει και να προβεί σε εισηγήσεις αναφορικά με το καθήκον του Κράτους να εγκαθιδρύσει νομικό και διοικητικό πλαίσιο που θα παρέχει αποτελεσματική προστασία έναντι του κινδύνου που εμπεριέχει η χρήση ναρκωτικών για τον ίδιο τον χρήστη και ή για τους άλλους. Εξάλλου, όπως ήδη λέχθηκε, ο Θανατικός Ανακριτής στην Κύπρο δεν έχει εξουσία να επιλύσει ζήτημα αστικής ευθύνης. Νιώθω παρά ταύτα την ανάγκη να επισημάνω ότι, όπως ο ίδιος ο Μάρτυρας 8 ανέφερε, το κράτος διαθέτει δομές, οι οποίες είναι έτοιμες να δεχτούν οποιονδήποτε χρήστη ναρκωτικών, νοουμένου ότι ο ίδιος θα ζητήσει βοήθεια. (σ. σ. πρόκειται για τον Ψυχίατρο Δρα Αργύρη Αργυρίου που εργάστηκε για πολλά χρόνια στις Υπηρεσίες Ψυχικής Υγείας και πρωτοστάτησε στην ίδρυση της Θεραπευτικής Μονάδας Απεξάρτησης «Άνωση» στο παλιό Νοσοκομείο Λεμεσού) Με βάση τον ίδιο Μάρτυρα, πουθενά στον ανεπτυγμένο κόσμο, δεν υπάρχει πρόνοια για υποχρεωτική θεραπεία από τα ναρκωτικά, διότι όπως φάνηκε, τέτοια θεραπεία δεν είναι αποτελεσματική. Ένα παράδειγμα μπορεί να είναι και η παρούσα περίπτωση, που ο Α. νοσηλεύθηκε αρκετές φορές, χωρίς όμως να κατορθώσει να απεξαρτηθεί. Για να καταφέρει κάποιος να το πράξει, χρειάζεται εσωτερικό κίνητρο και συνδυασμός φαρμακευτικών, ψυχολογικών και ψυχοκοινωνικών προσεγγίσεων. Στην περίπτωση που ένας χρήστης, δηλώνει ότι δεν θέλει ή ότι δεν είναι έτοιμος να διακόψει την χρήση, μπορούν να γίνουν συστάσεις τόσο στον ίδιο όσο και στο περιβάλλον του για θεραπευτικές ευκαιρίες που υπάρχουν, κάτι που στην παρούσα περίπτωση προκύπτει ότι έχει γίνει».

Όχι αντιπαραθετική αλλά εξεταστική διαδικασία

«Το γεγονός ότι η κατάλληλη θεραπευτική μέθοδος για τον Α. ήταν η ένταξη του σε θεραπευτικό πρόγραμμα», συνεχίζει ο Θανατικός Ανακριτής, «φαίνεται να αναγνωρίζεται και από την ίδια την μητέρα του, η οποία έφτασε στο σημείο, πάντοτε στα πλαίσια της αγωνίας και αγάπης για το παιδί της, να προωθήσει την σύλληψη του παιδιού της, δυνάμει απλήρωτων ενταλμάτων, ώστε να του ασκήσει πίεση για να ενταχθεί σε θεραπευτικό πρόγραμμα. Η ίδια λοιπόν αναγνώριζε ότι η κατάλληλη θεραπευτική οδός ήταν η ένταξη του σε ένα τέτοιο πρόγραμμα. Εξάλλου, είχαν γίνει παρόμοιες προσπάθειες και στο παρελθόν. Αυτές απέτυχαν λόγω απροθυμίας του ίδιου του Α. Το ερώτημα λοιπόν που πρέπει να απαντηθεί στα πλαίσια της παρούσας Θανατικής Ανάκρισης είναι κατά πόσον οι ενέργειες ή παραλείψεις τρίτων προσώπων συνέβαλαν στην απόφαση του αποβιώσαντος να θέσει τέρμα στη ζωή του. Έχοντας κατά νου το σύνολο της ενώπιον μου μαρτυρίας, δεν έχω πεισθεί σε ικανοποιητικό βαθμό ότι υπήρξαν ενέργειες τρίτων προσώπων που συνέβαλαν, στον βαθμό που διατείνεται η οικογένεια του, στην επιδείνωση της ψυχικής κατάστασης του Α. και εν τέλει στην απόφαση να θέσει τέρμα στην ζωή του. Επισημαίνω ότι ένας Θανατικός Ανακριτής δεν πρέπει να μετατρέψει τη διαδικασία της Θανατικής Ανάκρισης σε ποινική δίκη προβαίνοντας σε αξιολογικές κρίσεις ως προς τους μάρτυρες και την ορθότητα των θεραπευτικών μεθόδων που ακολουθήθηκαν.  Σε τέτοιες περιπτώσεις, πολύ ορθά οι Θανατικοί Ανακριτές ασκώντας τη διακριτική τους ευχέρεια περιορίζουν τις ερωτήσεις στα απολύτως αναγκαία, ώστε να διαφανεί, μεταξύ άλλων, υπό ποιες συνθήκες επήλθε ο θάνατος και αν υπήρξε εμπλοκή τρίτου προσώπου στο θάνατο του αποβιώσαντος. Η πρακτική αυτή είναι θεμιτή ώστε η διαδικασία της Θανατικής Ανάκρισης να μη μετατραπεί από εξεταστική σε αντιπαραθετική, με αποτέλεσμα την άσκοπη σπατάλη πολύτιμου δικαστικού χρόνου και δημοσίου χρήματος. Έχοντας τα πιο πάνω κατά νου, σημειώνω ότι με βάση τη μαρτυρία ο Mάρτυρας 2 και Mάρτυρας 3 (σ. σ. κυβερνητικοί Ψυχίατροι στο Νοσοκομείο Αθαλάσσας) είχαν εξετάσει τον θανόντα στις 30.3.2015 όταν αυτός μεταφέρθηκε στο Τμήμα Α’ Βοηθειών του Γενικού Νοσοκομείου, δυνάμει Διατάγματος Υποχρεωτικής Ψυχιατρικής Εξέτασης. Δεν διαπίστωσαν ψυχοπαθολογία ή αυτοκαταστροφική ή ετεροκαταστροφική συμπεριφορά για την οποία θα έπρεπε ο Α. να νοσηλευτεί. Ο θανών ήταν ήρεμος και δεν ήταν απειλητικός. Δύο εβδομάδες μετά, η Μάρτυρας 4 (σ. σ. κυβερνητική Ψυχίατρος στο Νοσοκομείο Αθαλάσσας) εξέτασε επίσης τον Α. δυνάμει Διατάγματος Υποχρεωτικής Εξέτασης και έκρινε ότι έχρηζε νοσηλείας καθότι παρουσίαζε ψυχωσικά συμπτώματα, όπως την πεποίθηση ότι κάποιοι απήγαγαν την μητέρα του. Τα εν λόγω συμπτώματα υποχώρησαν την επόμενη μέρα όταν ο Α. εξετάστηκε από τους Μάρτυρες 5 και 6 (σ. σ. κυβερνητικούς Ψυχίατρους στο Νοσοκομείο Αθαλάσσας). Δεν θεωρώ ότι έχει καταδειχθεί ότι ο Α. ήταν χειριστικός κατά την εξέταση που έγινε από τους Μάρτυρες 5 και 6. Ακόμα και αν δεχτώ ότι ένα πρόσωπο μαθαίνει πώς να κρύβει τα ψυχωσικά συμπτώματα, δεν μπορώ να δεχτώ ότι αυτό έγινε στην παρούσα περίπτωση. Αν ο Α. είχε αποκτήσει την ικανότητα να κρύψει τα συμπτώματα για να αποφύγει τον εγκλεισμό, θα το έπραττε από την προηγούμενη μέρα, ήτοι κατά την εξέταση που έγινε από τη Μάρτυρα 4. Εντούτοις δεν το έπραξε. Σε κάθε περίπτωση, όπως προέκυψε από την επιστημονική μαρτυρία που δόθηκε ενώπιον του Δικαστηρίου, τα συμπτώματα από τη χρήση ναρκωτικών μπορούν να παρέλθουν μετά από κάποιες ώρες λόγω αποβολής από τον οργανισμό, της ουσίας που τα προκάλεσε».

Ιστορικό, συμπτώματα και επικινδυνότητα

«Υπό το φως των πιο πάνω» αναφέρει ο Χρ. Ρασπόπουλος στο Πόρισμα του, «δεν θεωρώ ότι έχει καταδειχθεί οποιαδήποτε ποινικά κολάσιμη πράξη ή παράλειψη τρίτου προσώπου που να συνέβαλε, στον θάνατο του Α. Ειρήσθω εν παρόδω, η εξέταση του από τους Mάρτυρες 2, 3, 5 και 6 έλαβε χώρα μήνες πριν την υλοποίηση της απόφασης του τελευταίου να θέσει τέρμα στη ζωή του. Πριν απολυθεί, ο Α. ενημερώθηκε για τις δομές απεξάρτησης και είχε ο ίδιος δηλώσει ότι γνώριζε πού να αποταθεί σε περίπτωση που θα ήθελε να διακόψει τη χρήση ναρκωτικών. Ο ίδιος ο Μάρτυρας που κλήθηκε από την οικογένεια του θανόντος, ήτοι ο Μάρτυρας 8 (σ. σ. ο Δρ Αργύρης Αργυρίου) είπε ότι τα κριτήρια που ο γιατρός πρέπει να λάβει υπόψη για να αποφασίσει την υποχρεωτική νοσηλεία είναι το ιστορικό, η φύση και η ένταση των συμπτωμάτων και γενικά η επικινδυνότητα για τον εαυτό του ή για τους άλλους. Σύμφωνα με τον Μ8, αν δεν εντοπιστούν ενεργά ψυχωσικά και σοβαρά καταθλιπτικά συμπτώματα, ή αν αυτά κριθούν διαχειρίσιμα, τότε αποφασίζεται η απόλυση σε συνδυασμό με συστάσεις για ένταξη σε εξωτερικό πρόγραμμα. Στην προκειμένη περίπτωση, ο Α. έλαβε εξιτήριο χωρίς ψυχωσικά ή σοβαρά καταθλιπτικά συμπτώματα και με πλήρη κριτική ικανότητα. Θα μπορούσε να αποταθεί σε μονάδες απεξάρτησης που είναι διαθέσιμες από το Κράτος, κάτι που κατ’ επιλογή του δεν έπραξε. Όπως προέκυψε από την μαρτυρία, το Νοσοκομείο Αθαλάσσας δεν είναι δομή απεξάρτησης από τα ναρκωτικά. Σε σχέση με ισχυριζόμενη ευθύνη της Μάρτυρα 7 (σ. σ. Ψυχιάτρου στις Κεντρικές Φυλακές), επισημαίνω απλά ότι αυτή εξέτασε τον Α. κατά την υπηρεσία της στο Τμήμα Φυλακών και δεν είχε οποιαδήποτε εξουσία ή αρμοδιότητα σε σχέση με την απόφαση να αφεθεί ελεύθερος. Σε κάθε περίπτωση, ούτε η Μ7 διαπίστωσε συμπτώματα που να δεικνύουν ότι ο Α. ήταν υπό την επήρεια ναρκωτικών ή παρουσίαζε οξεία ψυχωσική ή αυτοκαταστροφική συμπτωματολογία. Υπό το φως των πιο πάνω, έχω την άποψη ότι η αντικειμενική θεώρηση των πραγμάτων, υπό το φως της δοθείσας μαρτυρίας, δεν επιτρέπει την εξαγωγή ευρήματος περί ευθύνης τρίτων προσώπων για τον θάνατο του Α.Β.».

Η μαρτυρία και άποψη της μητέρας

«Είμαι σήμερα εδώ για να δώσω μια ακόμα μάχη για τον γιο μου, έστω και μετά θάνατον», είχε πει μεταξύ άλλων στις 2 Ιουλίου 2018 από το εδώλιο του μάρτυρα, η Λ. Κ. μητέρα του 23χρονου αυτόχειρα. «Ο γιος μου σήμερα πολύ πιθανόν να ζούσε, εάν δινόταν περισσότερη  σημασία στο σοβαρό ιστορικό του και αν δεν του έκλειναν όλες τις πόρτες, μια προς μια. Με την, κατά την άποψη μου, επιπόλαιη συμπεριφορά που επέδειξαν οι γιατροί του Δημοσίου που τον εξέτασαν – στη βάση Εντάλματος Υποχρεωτικής Εξέτασης από κυβερνητικό Ψυχίατρο – δηλαδή χωρίς να προβούν σε ενέργειες για να εξασφαλίσουν τον φάκελο και το καταγεγραμμένο ιστορικό του και χωρίς να λάβουν υπόψη τις δικές μου εκκλήσεις και άποψη για την πραγματική κατάσταση της υγείας του, στην ουσία υπέγραψαν τη θανατική του καταδίκη. Από εκείνη τη στιγμή, η πορεία προς τον θάνατο ήταν προδιαγεγραμμένη και αυτό προσπαθούσα να τους κάνω να δουν. Το αποτέλεσμα, δυστυχώς, επιβεβαίωσε τους φόβους μου. Πιστεύω ακράδαντα ότι οι Υπηρεσίες Ψυχικής Υγείας του κράτους αντιμετώπισαν τον γιο μου ως χρήστη ουσιών και όχι ως ψυχικά ασθενή, στερώντας του το δικαίωμα της νοσηλείας/πρόσβασης σε θεραπεία, αλλά και παραλείποντας να προστατεύσουν τη ζωή του. Και το αποτέλεσμα δυστυχώς, επιβεβαίωσε τους φόβους και τις αγωνίες μου…».

Η μητέρα του Α. Β. μαζί με τον δικηγόρο της Μιχάλη Παρασκευά στην τελική αγόρευση της 12ης Σεπτεμβρίου 2018.

Σιδερόφραχτο δωμάτιο «ειδικής παρακολούθησης», στον Θάλαμο 23 του Νοσοκομείου Αθαλάσσας, όπου φιλοξενήθηκε κατά διαστήματα ο Α. Β. Εδώ διαμένουν και παρακολουθούνται από το προσωπικό σε 24ωρη βάση, αυτοκτονικοί, ή «υψηλού κινδύνου» ασθενείς, αλλά και κατάδικοι των Κεντρικών Φυλακών με ψυχιατρικά προβλήματα.

Φώτο: Ανάμεσα στη μητέρα του Α. Β. και τον δημοσιογράφο Μάριο Δημητρίου, ο Ψυχίατρος Δρ Αργύρης Αργυρίου που κλήθηκε στη Θανατική Ανάκριση από την οικογένεια του αυτόχειρα και στις 4 Ιουνίου 2018 έδωσε μαρτυρία ως εμπειρογνώμονας για το θέμα της υποχρεωτικής νοσηλείας ψυχωσικών χρηστών σκληρών ναρκωτικών όπως το crystal meth.