Φως στην πιο σκοτεινή Κύπρο, από τον Στέφανο Ευαγγελίδη

Στα βιβλία του, συναντώνται μύθος και ιστορία, μέσα από πραγματικά και…φανταστικά εγκλήματα, στην Κύπρο της Φραγκοκρατίας και της Αγγλοκρατίας

Του Μάριου Δημητρίου

Μετά τα δύο αποκαλυπτικά, τεκμηριωμένα και καλογραμμένα βιβλία για παλιά εγκλήματα που διέπραξαν γυναίκες στην Κύπρο της Αγγλοκρατίας, που ο εγκατεστημένος στην Αθήνα, συγγραφέας-ερευνητής από τη Λευκωσία Στέφανος Ευαγγελίδης, εξέδωσε στην ελληνική πρωτεύουσα, διαδοχικά το 2012 («Στυλιανή Χ») και το 2014 (Μήδειες και Κλυταιμνήστρες), δεν ήρθε ως έκπληξη, η τρίτη συγγραφική επιλογή του να είναι ένα αστυνομικό μυθιστόρημα – το πρώτο του μυθιστόρημα – που εκτυλίσσεται κατά την περίοδο της Φραγκοκρατίας στο βασίλειο της Κύπρου και φωτίζει μια ακόμα σκοτεινότερη εποχή στο νησί, αυτήν του Μεσαίωνα, «που ήταν μια απίστευτα ενδιαφέρουσα περίοδος», όπως μας είπε. Τον Στέφανο Ευαγγελίδη, Νομικό και Καθηγητή νομικών μαθημάτων σε Ινστιτούτο Επαγγελματικής Κατάρτισης στην Αθήνα, συναντήσαμε στη διάρκεια των διακοπών του Δεκαπενταύγουστου, στο σπίτι της μητέρας του Ευδοκίας Ευαγγελίδου στη Λευκωσία, φιλολόγου και φιλολογικής επιμελήτριας των βιβλίων του, πλαισιωμένο από την Ελληνίδα σύζυγό του Αλεξάνδρα, δικηγόρο και τον 12χρονο γιο του Δημήτρη-Ρωμανό, στον οποίο και αφιερώνει αυτό το «μεσαιωνικό» μυθιστόρημά του, με τίτλο «Σεβαστιανός Ποδοκάθαρος», που εξέδωσε το 2016 στην Αθήνα. Όπως έγραψε η Έλλη Καραγιάννη, Διδάκτωρ του Πανεπιστημίου της Σορβόννης, «ο Σεβαστιανός Ποδοκάθαρος είναι ένα πρόσωπο σκοτεινό και αλλόκοτο, όπως ακριβώς και η εποχή του Μεσαίωνα στην Κύπρο. Ο συγγραφέας αποδίδει έντεχνα τη μεσαιωνική ατμόσφαιρα που ταλανίζεται από πάθη, με κυρίαρχο το πάθος για εξουσία, σ’ ένα περιβάλλον σκοταδισμού και βίας και καταφέρνει να βυθίσει τον αναγνώστη με τρόπο άμεσο και ευθύ, μέσα στις δίνες των όσων περιγράφει».

Ένας καλόγερος…ντετέκτιβ του 15ου αιώνα

Η υπόθεση του βιβλίου, αφορά μ ια σειρά φόνων που αναστατώνει τη Λευκωσία το καλοκαίρι του 1465, τους οποίους καλείται να εξιχνιάσει ο Σεβαστιανός Ποδοκάθαρος, παιδικός φίλος του Λουζινιανού βασιλιά της Κύπρου Ιάκωβου Β΄, του Ρε Ζακ, όπως τον αποκαλούσαν τότε οι Κύπριοι. Στην πορεία ξεδιπλώνονται συγκρούσεις, ίντριγκες, ανεκπλήρωτες ιστορίες αγάπης και ένας μύθος που σμίγει με την Ιστορία. «Τώρα γράφω τη δεύτερη συνέχεια του βιβλίου, καθώς ξαναβρίσκουμε τον Σεβαστιανό 10 χρόνια μετά, να προσπαθεί να εξιχνιάσει άλλους φόνους», μας αποκάλυψε ο Στέφανος Ευαγγελίδης. Ο συγγραφέας, έχει ταυτόχρονα, έτοιμο για έκδοση, ένα ιστορικό βιβλίο, με έξι ξεχωριστές ιστορίες για υπαρκτά πρόσωπα του κυπριακού Μεσαίωνα, που τόσο τον συναρπάζει και που χρονικά εκτείνονται από το 1185-1591, επί Φραγκοκρατίας και Ενετοκρατίας. Μας είπε ότι μέρος από τα έσοδα των πωλήσεων του, θα προσφέρει στη μη κυβερνητική οργάνωση Cyprus Stop Trafficking. Το βιβλίο έχει πρώτο κεφάλαιο «Ισαάκιος Κομνηνός, Ριχάρδος ο Λεοντόκαρδος, ανώνυμος μοναχός και Γουίδων Λουζινιανός», δεύτερο κεφάλαιο «Η «Δέσποινα της Κύπρου», ο Τιερρύ της Φλάνδρας και ο Λεοπόλδος της Αυστρίας», τρίτο κεφάλαιο «Πέιρε Βινταλ: Ο τροβαδούρος αυτοκράτορας», τέταρτο κεφάλαιο «Ο Φρειδερίκος Χοενστάουφεν, ο Ιωάννης των Ιβελίνων και η Κύπρος», πέμπτο κεφάλαιο «Ο ρήγας Αλέξης – Η εξέγερση των καταπιεσμένων» και έκτο κεφάλαιο «Ιωσήφ, ο Εβραίος βασιλιάς της Κύπρου».

Σε σχέση με το τελευταίο αυτό κεφάλαιο, ο πολυγραφότατος και ακούραστος Στέφανος Ευαγγελίδης, μας αποκάλυψε ότι «σκοπεύει σύντομα να εκδώσει σε βιβλίο, τα πορίσματα της έρευνας που κάνει εδώ και καιρό, για την παρουσία των Εβραίων στην Κύπρο, από την αρχαιότητα μέχρι τις μέρες μας και τη δημιουργία του κράτους του Ισραήλ».

Με πρόσχημα την αστυνομική πλοκή

-Επανερχόμενοι στον «Σεβαστιανό Ποδοκάθαρο», παρατηρώ αγαπητέ Στέφανε, ότι επιμένεις να γράφεις για τον Μεσαίωνα της Κύπρου, παρόλο που γνωρίζεις πιθανόν, ότι δεν είναι…δημοφιλές θέμα, για το σημερινό αναγνωστικό κοινό…

-Ναι…αυτό που κάνω, είναι ότι χρησιμοποιώ μια αστυνομική ιστορία που θα μπορούσε να τοποθετηθεί σε οποιαδήποτε εποχή, για να μιλήσω για τον Ποδοκάθαρο, με φόντο τη Μεσαιωνική Κύπρο. Η αστυνομική πλοκή, είναι το πρόσχημα. Ο σκοπός μου είναι να φωτίσω αυτή την εποχή, να δώσω πιο ουσιαστικές πληροφορίες, ελπίζοντας ότι οι αναγνώστες θα ενδιαφερθούν για τη Μεσαιωνική Κύπρο, χρησιμοποιώντας ένα πιασάρικο θέμα, όπως είναι η προσπάθεια εξιχνίασης ενός εγκλήματος. Δημιούργησα τον Ποδοκάθαρο, ένα φανταστικό πρόσωπο, με βάση την ύπαρξη της πραγματικής, αρχοντικής, βυζαντινής οικογένειας των Ποδοκάθαρων στην Κύπρο, που ακολούθησαν τους Φράγκους και στη συνέχεια τους Ενετούς, το σπίτι της οποίας, σώζεται μέχρι σήμερα και είναι το γνωστό Αρχοντικό του Χατζηγεωργάκη Κορνέσιου, κοντά στην Αρχιεπισκοπή, που έμενε εκεί επί Τουρκοκρατίας. Ας μη ξεχνούμε ότι ένας από τους 11 προμαχώνες στα τείχη της Λευκωσίας, φέρει το όνομα των Ποδοκάθαρων ( Podocataro) και βρίσκεται κοντά στον προμαχώνα Costanza και στην άλλοτε μονή των Αυγουστινιανών, που οι Τούρκοι μετέτρεψαν στο γνωστό Τέμενος Ομεριέ, στην παλιά Λευκωσία. Στο μυθιστόρημά μου, ο Σεβαστιανός Ποδοκάθαρος, είναι ένας έκφυλος καλόγερος, εκδιωγμένος από τη Μονή των Αυγουστινιανών, που ζει σε μια θα έλεγα μποέμικη κατάσταση και είναι παιδικός φίλος με τον βασιλιά Ιάκωβο, τον αποκαλούμενο Ρε Ζακ. Όταν μια σειρά φόνων, με πρώτη τη δολοφονία του Βενετού Πρέσβη, ανεψιού του Πάπα, αναστατώνει τη Λευκωσία το καλοκαίρι του 1465, ο Ρε Ζακ, καλεί τον Σεβαστιανό να εξιχνιάσει τα εγκλήματα, που μπορεί να θέσουν σε κίνδυνο τις συμμαχίες του βασιλείου. Προσπαθεί λοιπόν ο Σεβαστιανός να βρει την άκρη και τη βρίσκει, αφού πάει στη Λάρνακα (Σαλίνες όπως λεγόταν τότε), μετά στο Κολόσσι και τελικά σε μοναστήρι στην Κρήτου Τέρρα. Σε όλη αυτή τη διαδρομή, εμπλέκονται  στην περιπετειώδη υπόθεση, Βενετοί ευγενείς, Καταλανοί τυχοδιώκτες, Ναϊτες ιππότες και Φράγκοι αξιωματούχοι, με φόντο την Κυπριακή Ιστορία…

«Λυπάμαι που θα χαλάσω την εικόνα»…

Να υπενθυμίσουμε ότι ο Στέφανος Ευαγγελίδης, φωτίζει τις σκοτεινές πλευρές του κυπριακού παρελθόντος, ξεκινώντας από την πιο πρόσφατη ιστορία του νησιού και την Αγγλοκρατία. Το νοσηρό κλίμα της εποχής, αποτυπώνεται τόσο στο πρώτο του βιβλίο, «Στυλιανή Χ», για τη Στυλλού Χριστοφή από το Ριζοκάρπασο, που το 1954 σκότωσε στο Λονδίνο τη Γερμανίδα νύφη της Hella και ακολούθως δικάστηκε, καταδικάστηκε σε θάνατο και εκτελέστηκε στο Λονδίνο, όσο και στο δεύτερο βιβλίο του, «Μήδειες και Κλυταιμνήστρες, με τις ιστορίες άλλων οκτώ Κύπριων γυναικών, που πρωταγωνίστησαν ή συμμετείχαν σε ιδιαίτερα σκληρούς φόνους. Η Στυλλού Χριστοφή, μας πληροφορεί ο συγγραφέας, είναι η προτελευταία γυναίκα που εκτελέστηκε στη Βρετανία και η μοναδική Κύπρια, που το κέρινο ομοίωμά της, φιλοξενήθηκε στο Μουσείο Μαντάμ Τυσσώ. «Μέσα από τις σελίδες και των δύο βιβλίων – αναφέρει – αναδύεται μια σκοτεινή πλευρά του κυπριακού παρελθόντος, γεμάτη βία και εγκληματικότητα, καθώς και οι προσπάθειες της Βρετανικής Διοίκησης να θέσει υπό έλεγχο μια κοινωνία, η οποία δεν γνώριζε φραγμούς και όρια. Έχουμε την τάση να εξιδανικεύουμε το παρελθόν, να μιλάμε για τις «παλιές, καλές εποχές», που οι άνθρωποι ήταν αγνοί και ζούσαν αρμονικά. Λυπάμαι που θα χαλάσω αυτήν την εικόνα και θα δείξω μια Κύπρο γεμάτη εγκληματικότητα, πολύ μεγαλύτερη από τη σημερινή. Φόνοι, ληστείες, κλοπές, ζωοκλοπές, βανδαλισμοί, βιασμοί, ακόμα και μικρών παιδιών, εγκληματικές συμμορίες, απαγωγές και τόσα άλλα, μας δίνουν μια εικόνα εντελώς διαφορετική από εκείνη που έχουμε για το παρελθόν του νησιού μας». Απαντώντας σε ερώτησή μας γιατί επέλεξε να γράψει για τα εγκλήματα αυτά που διέπραξαν γυναίκες, ο συγγραφέας μας είπε ότι «του έκανε εντύπωση το πάθος και η βιαιότητά τους και γι’ αυτό θέλησε να τα ψάξει». Πρόσθεσε: «Το πρώτο μου κίνητρο, είναι ότι ξέρω πως δεν ασχολήθηκε κανένας με το θέμα αυτό. Το δεύτερο, είναι η πνευματική μου περιέργεια – ότι θέλω να μαθαίνω συνεχώς».

Η βάναυση δολοφονία της Hella

Κύπρος, 1953 – μια 53χρονη γυναίκα ξεκινά από το Ριζοκάρπασο για να επισκεφθεί στο Λονδίνο τον γιο της, που είχε να δει 16 χρόνια, αλλά και για να δουλέψει, να ξεχρεώσει ένα κομμάτι γης που είχε αγοράσει στο χωριό. Το όνομά της, Στυλιανή. Οι πιο πολλοί, όμως, τη φώναζαν Στυλλού. Μεγάλη Βρετανία, 1954. Η Στυλλού οδηγείται στην αγχόνη, καταδικασμένη για τον φόνο της Γερμανίδας νύφης της, στο σπίτι τους στο Λονδίνο. Ένα βράδυ του Ιουλίου 1954, ενώ τα τρία μικρά εγγόνια της κοιμόντουσαν στα δωμάτιά τους και ο 33χρονος γιος της Σταύρος έλειπε στη δουλειά, η 54χρονη Στυλλού, άρπαξε από τη ξυλόσομπα της κουζίνας τη μεταλλική στακτοδόχη και άρχισε να κτυπά την 36χρονη Hella στο κεφάλι, που κατέρρευσε αιμόφυρτη στο πάτωμα της κουζίνας. Όπως περιγράφεται στο βιβλίο του Στέφανου Ευαγγελίδη, «έχανε πολύ αίμα, μα ακόμα ανέπνεε. Η Στυλλού, αποφασισμένη να την ξεπαστρέψει, πήρε ένα σάλι που βρήκε πρόχειρο και το έσφιξε γύρω από τον λαιμό της νύφης της, μέχρι που σιγουρεύτηκε ότι ήταν νεκρή… Έσυρε το πτώμα στην πίσω αυλή του σπιτιού και προσπάθησε να καθαρίσει την κουζίνα από τα αίματα. Τέλος περιέλουσε το πτώμα με υγρή παραφίνη και, χρησιμοποιώντας για προσάναμμα ξύλα και εφημερίδες, έβαλε φωτιά. Πίστευε ότι με το να κάψει το πτώμα, θα εξαφάνιζε τα ίχνη του εγκλήματός της». Στη διάρκεια της δίκης, αποκαλύφθηκε ότι ανάμεσα στις δύο γυναίκες υπήρχε ολοφάνερο χάσμα. «Ήταν λες και προέρχονταν από διαφορετικούς πλανήτες», γράφει ο Ευαγγελίδης. Η έντονη ανάμιξη της Στυλλούς στο μεγάλωμα των παιδιών, οδηγούσε, σχεδόν καθημερινά, σε συγκρούσεις ανάμεσά τους. Η Hella είχε αποφασίσει να πάει στη Γερμανία με τα παιδιά για τις διακοπές και έδωσε στον Σταύρο να καταλάβει πως, όταν επέστρεφε, η μάνα του θα έπρεπε να επιστρέψει οριστικά πίσω στην Κύπρο. Όταν το έμαθε αυτό, η Στυλλού έγινε θηρίο ανήμερο». Σύμφωνα με τον συγγραφέα, «το έγκλημα που διέπραξε η Στυλλού, είναι η επιτομή του ψυχωσικού εγκλήματος. Η δράστις είχε παρουσιάσει συμπτώματα ψυχικής ασθένειας πριν το έγκλημα, το οποίο και διέπραξε με υπερβολική βιαιότητα, μόνη της, χωρίς τη συνδρομή τρίτου. Είχε στενή σχέση με το θύμα (πεθερά-νύφη) και δεν εξέφρασε την παραμικρή μεταμέλεια για την πράξη της. Μετά τη δίκη και την καταδίκη της σε θάνατο, η Στυλλού απαγχονίστηκε στη φυλακή Holloway του Λονδίνου, από τον δήμιο Albert Pierrepoint και τον βοηθό του Harry Allen, στις 15 Δεκεμβρίου 1954.

«Τραβούν το μαχαίρι, χωρίς να το σκεφτούν»…

Όπως επισημαίνει ο συγγραφέας, «τα πρώτα χρόνια της Αγγλοκρατίας, υπήρξε έξαρση του εγκλήματος. Φόνοι, βιασμοί, εμπρησμοί, ζωοκλοπές, ληστείες, είναι μερικές μορφές εγκλήματος που παρατηρούνται στην Κύπρο. Να ένα απόσπασμα από έκθεση του αρχηγού της Δικαιοσύνης στην Κύπρο Sir C.R.Tyser προς το Αγγλικό Κοινοβούλιο, το 1911: «Η πλειοψηφία των κατοίκων της Κύπρου ζει στα χωριά και είναι στην πραγματικότητα φτωχή. Ένα μέρος των κατοίκων, ζουν σε απελπιστικές και ανθυγιεινές συνθήκες. Ο λαός είναι πολύ ευαίσθητος και θίγεται εύκολα. Η οποιαδήποτε παρατήρηση, τους ανάβει τα αίματα. Ασχολούνται συνέχεια με την παραμικρή και ελάχιστη προσβολή, μέχρις ότου ο βαθύτατος εγωισμός, τους οδηγεί, σκοτώνοντας, να πάρουν εκδίκηση για την ταπείνωση που έχουν υποστεί. Χωρίς καλά καλά να το σκεφτούν, τραβούν το μαχαίρι και η φύση τους προστάζει να φονεύσουν. Σε ορισμένα χωριά υπάρχουν άτομα που μπορούν με αμοιβή δέκα λιρών να σκοτώσουν άνθρωπο, από τον οποίο δεν έχουν το παραμικρό παράπονο, ή που ακόμα δεν συνάντησαν ποτέ στη ζωή τους. Σε πολλές περιπτώσεις, όταν ένας κάτοικος γίνει μισητός μέσα σε μια κοινότητα, αποφασίζουν όλοι μαζί να τον σκοτώσουν. Δίκασα πολλές περιπτώσεις φόνου στο νησί και δεν θυμάμαι καμιά περίπτωση στην οποία ο φονιάς να λυπήθηκε το θύμα, ή να είχε τύψεις συνειδήσεως για το έγκλημά του. Γι’ αυτόν είναι πηγή υπεροψίας και απόδειξη δύναμης στους γείτονες».

Γυναίκες μιας αδυσώπητης πραγματικότητας

Στο δεύτερο βιβλίο του «Μήδειες και Κλυταιµνήστρες στην Κύπρο της Αγγλοκρατίας, ο συγγραφέας Στέφανος Ευαγγελίδης αναφέρεται σε «εγκλήματα πάθους, με γυναίκες να δολοφονούν άτομα του στενού οικογενειακού τους περιβάλλοντος, με τρόπους που προσιδιάζουν στο γυναικείο modus operandi. Όσο φριχτά και αν φανούν στον αναγνώστη κάποια εγκλήματα – προσθέτει – δεν είναι τίποτε άλλο από κλασικά παραδείγματα γυναικείας εγκληματικότητας. Δεν πρέπει να ξεχνάμε όμως κάτι: Η γυναίκα στην Κύπρο, ήταν κατά κύριο λόγο το θύμα και όχι ο θύτης. Γυναίκες δολοφονούνταν από συζύγους αφέντες, γιατί δεν ήταν καλό το φαγητό, κόρες έπεφταν θύματα των αρρωστημένων ορέξεων των πατεράδων τους, γυναίκες έπεφταν θύματα κάθε διεστραμμένου και δεν τολμούσαν να μιλήσουν, για να μην θιγεί η τιμή και η υπόληψη της οικογένειας. Οι φόνισσες για τις οποίες μιλάμε σ’ αυτό το βιβλίο, ήταν κομμάτια αυτού του κόσμου, ήταν «προϊόντα», τρόπον τινά, αυτής της αδυσώπητης πραγματικότητας. Η Παναγιώτα, η Στυλιανή, η Μαρία, η Ζωή και η Κατίνα, δεν κάνουν τίποτε άλλο από το να ξεράσουν τη βία που είχαν καταπιεί οι ίδιες. Τη βία που είχαν ζήσει στη ψυχή και στο κορμί τους».

Μένοικο, Άγιος Μάμας, Γιαλούσα, Πλατάνι

Παραθέτουμε με χρονολογική σειρά, τα οκτώ εγκλήματα που περιλαμβάνονται στις «Μήδειες και Κλυταιμνήστρες»: Το πρώτο έγκλημα έγινε στο Μένοικο στις  14 Ιουλίου 1906, όταν η μόλις 15χρονη Μαρία, δεύτερη γυναίκα του 40χρονου Δημήτρη Κουτρούνη, σκότωσε τις δύο μικρές κόρες του από τον πρώτο του γάμο, την 6χρονη Μαρία και την 4χρονη Ελένη, ρίχνοντάς τις στο πηγάδι του σπιτιού ενός συγχωριανού τους. Καταδικάστηκε σε θάνατο, όμως η ποινή της μετατράπηκε από τον Κυβερνήτη, σε ισόβια δεσμά. Πέθανε στα τέλη της δεκαετίας 1960. Στο χωριό, όλοι την έλεγαν «η φυλακωμένη».

Το δεύτερο έγκλημα, ο φόνος του Μιχάλη Χριστοδούλου, έγινε τα μεσάνυχτα της 21ης Ιουλίου 1911 στον Άγιο Μάμα, από τη 17χρονη Παναγιώτα και τη σχεδόν 50χρονη Στυλιανή, που ήταν χήρα από νεαρή ηλικία. Όπλο του εγκλήματος, ήταν το κυνηγετικό του πατέρα της Παναγιώτας. Στη δίκη ο πατέρας της Παναγιώτας, αποκάλυψε ότι η κόρη του είχε ερωτικό δεσμό με τη Στυλιανή, ενώ σε κατάθεσή του στο Δικαστήριο, ο γιατρός ανέφερε ότι εξέτασε την Παναγιώτα ενώ τελούσε υπό κράτηση και αποκάλυψε ότι είναι άντρας και όχι γυναίκα! Το Δικαστήριο τις καταδίκασε σε θάνατο και ο Κυβερνήτης μετέτρεψε την ποινή τους σε ισόβια δεσμά.

Το τρίτο έγκλημα έγινε στη Γιαλούσα στις 4 Ιουλίου 1911, με θύμα τον Χριστοφή Γιαννή, που όλοι ήξεραν με το παρατσούκλι Λόγχαρος και θύτες τη γυναίκα του Μαρία και τον εραστή της, τον συγχωριανό τους Θεόδουλο Γιασουμή, πλούσιο γαιοκτήμονα. Ο Θεόδουλος μαχαίρωσε τον Λόγχαρο και τον έθαψαν κάτω από μια λεμονιά. Ο Θεόδουλος αυτοκτόνησε στις 9 Ιουλίου με το κυνηγετικό του, όταν οι αστυνομικοί έφτασαν στο σπίτι του να τον ανακρίνουν για την εξαφάνιση του Λόγχαρου. Η Μαρία συνελήφθη και στις 30 Σεπτεμβρίου 1911, κρίθηκε ομόφωνα ένοχη από το Δικαστήριο Αμμοχώστου και καταδικάστηκε σε θάνατο. Ο Κυβερνήτης μετέτρεψε την ποινή της σε ισόβια δεσμά και τελικά μετά από κάποια χρόνια στη φυλακή, αφέθηκε ελεύθερη.

Το τέταρτο έγκλημα έγινε, τον Οκτώβρη 1914 στο μικρό χωριό Πλατάνι, γνωστό και ως Τσιναρλί, στην επαρχία Αμμοχώστου, κοντά στο Λευκόνοικο. Θύμα η Εμινέ Φεϊτζά 50 χρονών και δράστις, η κατά πολύ νεότερη Νατζιέλ Σαλήχ και οι δύο σύζυγοι ενός κτηνοτρόφου από το χωριό. Η Νατζιέλ σκότωσε την Εμινέ, κτυπώντας την στο κεφάλι με μια πέτρα. Μετά φορτώθηκε το πτώμα στους ώμους και το πέταξε σε παρακείμενη χαράδρα. Είναι σίγουρο ότι δικάστηκε και καταδικάστηκε η Νατζιέλ, αν και δεν γνωρίζουμε κάτι για την τύχη της.

Αρχιμανδρίτα, Κονιά Ριζοκάρπασο, Συγχαρί

Το πέμπτο έγκλημα έγινε στην Κάτω Αρχιμανδρίτα της επαρχίας Πάφου, στις 19 Ιουλίου 1931. Θύμα η 4χρονη Μαρία Στυλλή, ορφανή από πατέρα, που ζούσε με τη μητέρα της Ζωή Παναγή, τον Ηλία Σολωμού, δεύτερο σύζυγο της μητέρας της και τον 7χρονο Προκόπη, γιο του Ηλία από τον προηγούμενο γάμο του. Η μικρή Μαρία βρήκε βίαιο και φριχτό θάνατο, όταν ο Ηλίας Σολωμού, βύθισε στην κοιλιά της μεγάλη βελόνα πλεξίματος. Είπε ότι ήθελε να την ξεφορτωθεί, επειδή δεν ήταν δικό του παιδί και – δήθεν – επειδή μάλωνε με τον γιο του. Ο φόνος έγινε με τη συνέργεια της μητέρας του παιδιού, αφού ήθελαν και οι δυο τους, να ξεφορτωθούν τα παιδιά τους από προηγούμενους γάμους, για να δημιουργήσουν εξαρχής μια καινούργια οικογένεια. Το Κακουργιοδικείο Πάφου επέβαλε την ποινή του θανάτου και στους δύο – ο Σολωμού εκτελέστηκε στις 29 Δεκεμβρίου 1931 και η Ζωή στις 12 Ιανουαρίου 1932.

Το έκτο έγκλημα έγινε στο Ριζοκάρπασο την 30ή Μαρτίου 1944, με θύμα την 65χρονη Στασού Χαμπή, που βρέθηκε στην αποθήκη της, νεκρή στο πάτωμα, με ένα κορδόνι σφιχτά δεμένο γύρω από το λαιμό της. Τη σκότωσε η κόρη της Κατίνα, που είχε μετακομίσει πρόσφατα στη μητέρα της, μαζί με την ανάπηρη 10χρονη κόρη της. Η Στασού όμως, έδειξε εξαρχής στην Κατίνα, πως ήταν ανεπιθύμητη, τόσο η ίδια, όσο και το ανάπηρο παιδί της. Η Κατίνα καταδικάστηκε σε θάνατο και εκτελέστηκε την 1η Αυγούστου 1944, στις φυλακές της Αμμοχώστου.

Το έβδομο έγκλημα, που ήταν τετραπλό, έγινε στο Συγχαρί στις 4 Ιουνίου 1949, όταν η Βασιλική, σκότωσε τα τέσσερα μικρά παιδιά, της, την Ελένη, τη Χρυσταλλού και τα δίδυμα Μιχάλη και Μαρούλα, ρίχνοντάς τα σε πηγάδι. Αμέσως μετά, έδεσε ένα σχοινί σε μια ελιά και έθεσε και αυτή τέρμα στη ζωή της. Ο άντρας της Θεμιστοκλής, την κατηγορούσε ότι είχε εξωσυζυγική σχέση, ότι τα παιδιά δεν ήταν δικά του και της ζητούσε να φύγει από το σπίτι…Η νεκροψία στη Βασιλική, κατέδειξε πως ήταν και πάλι έγκυος».

Το όγδοο έγκλημα έγινε στα Κονιά Πάφου τον Ιούλιο 1958, με θύμα ένα γαιοκτήμονα της περιοχής, έγγαμο με παιδιά και θύτη μια φτωχή 16χρονη κοπέλα, με την οποία είχε εξωσυζυγικό δεσμό. Η ανήλικη τον κτύπησε με αξίνα, που προηγουμένως ήταν στα χέρια του θύματος. Το Δικαστήριο έκρινε πως η κοπέλα βρισκόταν σε αυτοάμυνα και την καταδίκασε σε μόλις έξι μήνες φυλάκιση. Κανείς δεν ξέρει τι έγινε μετά την αποφυλάκισή της…

Τα εξώφυλλα των τριών βιβλίων του Στέφανου Ευαγγελίδη.

Φωτό: Ο Στέφανος με τον γιο του Δημήτρη-Ρωμανό, σε ένα από τους 11 προμαχώνες των τειχών της Λευκωσίας, κοντά στην Αρχιεπισκοπή, πάνω από το άνοιγμα Κολοκάση, που φέρει το όνομα της οικογένειας Podocataro (Ποδοκάθαρων).