Πολλές προκλήσεις διαβλέπει για την Κύπρο η Κομισιόν

{loadposition ba_textlink}

Η Κύπρος επωφελήθηκε από πρόγραμμα οικονομικής προσαρμογής, κατά τη διάρκεια του οποίου ανέκαμψε από την ύφεση, σταθεροποίησε το χρηματοπιστωτικό της τομέα και εξυγίανε τα δημόσια οικονομικά της, ωστόσο εξακολουθούν να υφίστανται πολλές προκλήσεις, τονίζεται σε έγγραφο εργασίας των υπηρεσιών της Ευρωπαϊκής Επιτροπής που δημοσιοποιήθηκε την Πέμπτη.

Στο έγγραφο επισημαίνεται ότι η οικονομία “επανέκαμψε στην Κύπρο, μετά από τρία διαδοχικά έτη συρρίκνωσης του πραγματικού ΑΕΠ, αλλά απέχει πολύ από το να είναι εύρωστη”, ενώ σημειώνεται πως “οι μεταρρυθμίσεις έχουν αρχίσει να αποδίδουν καρπούς”.

Η οικονομία έφθασε σε σημείο καμπής το 2015, ενώ ανέκαμψε, όπως αναφέρεται. Η ανεργία άρχισε να μειώνεται, σημειώνεται. “Ωστόσο, η δυνητική ανάπτυξη δέχτηκε πλήγμα από την ύφεση και εξακολουθούν να υπάρχουν αδυναμίες σε διάφορους τομείς, ιδιαίτερα όσον αφορά το ιδιωτικό και το δημόσιο χρέος”, τονίζεται στην ανάλυση της Επιτροπής, στην οποία, αναφέρεται ότι “η κυπριακή οικονομία εξετάζεται ως έχει σήμερα, χωρίς να λαμβάνονται υπόψη οι οικονομικές επιπτώσεις μιας πιθανής μελλοντικής επανένωσης”.

Οι υπηρεσίες της Ευρωπαϊκής Επιτροπής αναμένουν μεγαλύτερη ανάπτυξη το 2016 και το 2017, από την ανάπτυξη 1,6% που καταγράφηκε το 2015, “με κινητήρια δύναμη τόσο τις εγχώριες όσο και τις εξωτερικές πηγές. Προβλέπεται ότι θα ανακάμψει σταδιακά και θα ανέλθει στο 2,0% το 2017”.

“Η ανάκαμψη είναι μέτρια και οφείλεται κυρίως στην εσωτερική ζήτηση, ενώ ο πληθωρισμός παρέμεινε αρνητικός”, τονίζεται και σημειώνεται πως ενώ το πραγματικό ΑΕΠ αυξήθηκε κατά 1,6% το 2015, “σε ονομαστικούς όρους, η οικονομική ανάπτυξη παρέμεινε στάσιμη λόγω της βραδείας αύξησης των τιμών, η οποία αποτυπώνεται στο αρνητικό ποσοστό του πληθωρισμού τιμών καταναλωτή (-1,6%)”.

“Η ιδιωτική κατανάλωση είναι μία από τις βασικές κινητήριες δυνάμεις της ανάπτυξης, ενώ η αύξηση των επενδύσεων (με εξαίρεση τις νηολογήσεις πλοίων) παραμένει χαμηλή, η δημόσια κατανάλωση είναι συγκρατημένη και οι καθαρές εξαγωγές εξακολουθούν να είναι υποτονικές”, υπογραμμίζεται στο έγγραφο των υπηρεσιών της Επιτροπής.

Επίσης, επισημαίνεται ότι η υποστήριξη που προσφέρουν οι χαμηλές τιμές της ενέργειας αναμένεται να εξασθενήσει σταδιακά το 2016, περιορίζοντας τα περιθώρια επιτάχυνσης όσον αφορά την αύξηση της ιδιωτικής κατανάλωσης, ενώ οι προσαρμογές των ισολογισμών και οι αυξανόμενες επενδύσεις αναμένεται να συμβάλουν στην επάνοδο σε πιο ισόρροπη ανάπτυξη και προστίθεται ότι η στροφή προς την εξωτερική ζήτηση ως πηγή ανάπτυξης που συνδέεται με την εγχώρια ζήτηση αναμένεται επίσης να διευκολύνει την αντιστροφή της θέσης αποταμίευσης-επενδύσεων της οικονομίας και να συμβάλει στην εξάλειψη των υφιστάμενων ανισορροπιών.

Σε σχέση με την ανεργία, αναφέρεται ότι “η αγορά εργασίας άρχισε να ανακάμπτει, η ανεργία των νέων και η μακροχρόνια ανεργία παραμένουν υψηλές, στο πλαίσιο της δημιουργίας θέσεων εργασίας που αυξάνεται με αργό ρυθμό” και σημειώνεται “ότι η ανεργία των νέων και η μακροχρόνια ανεργία παραμένουν υψηλές: ανέρχονται στο 33% του νεανικού εργατικού δυναμικού και στο 7% του συνολικού εργατικού δυναμικού, αντίστοιχα”.

“Η μείωση της εν λόγω υψηλής ανεργίας θα απαιτήσει χρόνο, επίσης λόγω της περιορισμένης ικανότητας των δημόσιων υπηρεσιών απασχόλησης και της περιορισμένης εμβέλειας των ενεργητικών πολιτικών για την αγορά εργασίας”, τονίζεται, σημειώνοντας, ωστόσο, ότι “η κυπριακή αγορά εργασίας και το σύστημα καθορισμού των μισθών είναι σχετικά ευέλικτα, στοιχείο που συνέβαλε στην επανεξισορρόπηση για την αντιμετώπιση της κρίσης. Η προσαρμογή των μισθών κατά την περίοδο της ύφεσης απέτρεψε την αύξηση της ανεργίας και διασφάλισε την εξωτερική ανταγωνιστικότητα”.

Αναφορικά με το δημόσιο χρέος, αναφέρεται ότι παρόλο που τα δημοσιονομικά αποτελέσματα στο πλαίσιο του προγράμματος ξεπέρασαν σταθερά τους συμφωνημένους στόχους, η βιωσιμότητα του χρέους εξακολουθεί να υπόκειται σε αυξημένους κινδύνους.

“Οι κίνδυνοι αφορούν ιδίως την ενδεχόμενη αναστροφή της δημοσιονομικής προσαρμογής στα πλαίσια του προγράμματος, τους δυσμενείς μακροοικονομικούς κραδασμούς και την ανεπαρκή εφαρμογή των δημοσιονομικών-διαρθρωτικών μεταρρυθμίσεων που καθορίστηκαν κατά τη διάρκεια του προγράμματος, συμπεριλαμβανομένης της μεταρρύθμισης της δημόσιας διοίκησης”, προστίθεται.

Σημειώνεται επίσης ότι “οι τιμές των κατοικιών σταθεροποιούνται, αλλά οι συνθήκες προσφοράς και ζήτησης της αγοράς δείχνουν ότι η ανάκαμψη στην αγορά ακινήτων θα είναι αργή”.

Άλλα βασικά οικονομικά ζητήματα, που αναλύονται στην παρούσα έκθεση των υπηρεσιών της Επιτροπής και καταδεικνύουν ιδιαίτερες προκλήσεις για την Κύπρο είναι και το γεγονός ότι “οι επενδύσεις που συμβάλλουν στην αύξηση της παραγωγικότητας παρουσιάζουν πάγια υστέρηση σε σύγκριση με τον μέσο όρο της ΕΕ και συνιστούν τροχοπέδη για την ανάπτυξη”.

“Η ύφεση και ο ακόμα εύθραυστος τραπεζικός τομέας έχουν συμπιέσει περαιτέρω τις επενδύσεις, με αποτέλεσμα αυτές να ανέρχονται σε ένα από τα χαμηλότερα ποσοστά στην ΕΕ (ως ποσοστό του ΑΕΠ)”, επισημαίνεται. “Η έλλειψη επενδύσεων που συμβάλλουν στην τόνωση της ανάπτυξης μπορεί επίσης να αποδοθεί στις ανεπάρκειες στο επιχειρηματικό περιβάλλον, ιδίως στην πλημμελή εκτέλεση των συμβάσεων, στις μακροχρόνιες δικαστικές διαδικασίες, στη διοικητική και ρυθμιστική επιβάρυνση, στα περιορισμένα κίνητρα για καινοτομία, και στην περιορισμένη πρόσβαση στη χρηματοδότηση, ιδίως για τις ΜΜΕ,” προστίθεται.

Σύμφωνα με την ανάλυση, “διατέθηκαν κονδύλια και χρηματοδοτικά μέσα της ΕΕ για τις ΜΜΕ στην Κύπρο, αλλά η αξιοποίηση υπήρξε μέχρι σήμερα περιορισμένη, εν μέρει λόγω του αναποτελεσματικού τοπικού συντονισμού”.

Επιπλέον, αναφέρεται ότι “έχουν χαραχθεί στρατηγικές που ευνοούν την ανάπτυξη, συμπεριλαμβανομένου του σχεδίου ιδιωτικοποίησης των επιχειρήσεων κοινής ωφελείας, αλλά δεν έχουν ακόμη τεθεί σε εφαρμογή”.

Επίσης, στο έγγραφο των υπηρεσιών της Ευρωπαϊκής Επιτροπής τονίζεται ότι η κοινωνική κατάσταση επιδεινώθηκε κατά τη διάρκεια της κρίσης, μολονότι, δεδομένου του μεγέθους των κραδασμών που έπληξαν την οικονομία, οι κοινωνικοί δείκτες αντιστάθηκαν σχετικά καλά.

“Το ποσοστό των ατόμων που αντιμετωπίζουν κίνδυνο φτώχειας ή κοινωνικού αποκλεισμού κορυφώθηκε το 2013, αλλά σημείωσε ελαφρά βελτίωση το 2014. Ωστόσο, η εισοδηματική ανισότητα και το ποσοστό των ατόμων που ζουν σε νοικοκυριά με χαμηλή ένταση εργασίας συνέχισε να αυξάνεται”, προστίθεται.

Αναφέρεται επίσης ότι η επιτυχής θέσπιση ελάχιστου εγγυημένου εισοδήματος το 2014 αποτελεί σημαντικό βήμα προς ένα καλύτερα στοχοθετημένο και πιο συνεκτικό σύστημα κοινωνικής πρόνοιας στην Κύπρο, αλλά είναι ακόμη νωρίς για να ποσοτικοποιηθούν οι επιπτώσεις του στην κοινωνική ευημερία.

Αναφορικά με το δημόσιο τομέα, στην ανάλυση αναφέρεται ότι αυτός “δεν είναι πλήρως αποτελεσματικός” και σημειώνεται ότι “η δημόσια διοίκηση χαρακτηρίζεται από ένα από τα υψηλότερα μισθολογικά κόστη (ως ποσοστό του ΑΕΠ) στη ζώνη του ευρώ, αλλά η αποδοτικότητά της (όπως μετράται με τους δείκτες αποδοτικότητας) παραμένει μέτρια”.

Ειδικότερα, επισημαίνεται πως “η αποδοτικότητα θα μπορούσε να βελτιωθεί με την αύξηση της κινητικότητας, τη θέσπιση κινήτρων επιδόσεων και την αυξημένη διαθεσιμότητα υπηρεσιών ηλεκτρονικής διακυβέρνησης”.

Σε σχέση με τον κυπριακό τομέα ιατροφαρμακευτικής περίθαλψης, στο έγγραφος της Επιτροπής αναφέρεται ότι αυτός “χαρακτηρίζεται από αδυναμίες, οι οποίες περιορίζουν την πρόσβαση σε επαρκή και αποτελεσματική περίθαλψη”.

“Η μεγαλύτερη αυτονομία των δημόσιων νοσοκομείων και η δημιουργία εθνικού συστήματος υγείας περιλαμβάνονται στα μέτρα που συζητήθηκαν μεταξύ των αρχών και των ενδιαφερόμενων φορέων για τη βελτίωση της επάρκειας και της αποτελεσματικότητας από πλευράς κόστους του τομέα υγείας της Κύπρου, τα οποία, ωστόσο, δεν έχουν ακόμη εγκριθεί”, επισημαίνεται στο έγγραφο εργασίας των υπηρεσιών της Ευρωπαϊκής Επιτροπής.

Πηγή: KYΠΕ