Τα θύματα φεύγουν, οι έμποροι…μένουν

ΤΟΥ ΜΑΡΙΟΥ ΔΗΜΗΤΡΙΟΥ

Τις αγωνιώδεις επισημάνσεις της Αστυνομίας, αλλά και μη κυβερνητικών οργανώσεων, όπως η Κίνηση για Ισότητα, Στήριξη, Αντιρατσισμό (ΚΙΣΑ), για την ανάγκη θεσμικών και άλλων αλλαγών, ώστε τα αναγνωρισμένα θύματα σωματεμπορίου να τυγχάνουν αποτελεσματικής ψυχολογικής στήριξης και να παραμένουν στην Κύπρο να καταθέτουν ως μάρτυρες κατηγορίας στις δίκες των σωματεμπόρων, άκουσαν για ακόμα μια φορά οι εκπρόσωποι των αρμόδιων κρατικών υπηρεσιών, στη συνεδρία της κοινοβουλευτικής Επιτροπής Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων τη Δευτέρα 23 Ιανουαρίου 2017, στη δεύτερη μέσα σε δύο βδομάδες, εκτενή συζήτηση στην Επιτροπή, για τη λειτουργία του κρατικού καταφυγίου θυμάτων εμπορίας προσώπων για σεξουαλική εκμετάλλευση. «Πρέπει να προωθηθεί επιτέλους η εξειδίκευση, η ευελιξία και να ξεφύγουμε από το κατεστημένο και τη γραφειοκρατία», τόνισε η Επικεφαλής του Γραφείου της Αστυνομίας για Καταπολέμηση της Εμπορίας Προσώπων Υπαστυνόμος Ρίτα Σούπερμαν, ενώ ο Εκτελεστικός Διευθυντής της ΚΙΣΑ Δώρος Πολυκάρπου, υποστήριξε ότι «η δομή και λειτουργία του κρατικού καταφυγίου όπως είναι σήμερα, είναι αδύνατο να ανταποκριθεί στις ανάγκες των θυμάτων, όσο καλή και αν είναι η προσπάθεια και η επιθυμία των εμπλεκομένων λειτουργών».

Η τροχοπέδη της καθυστέρησης εκδίκασης

Συνεχίζοντας την ενημέρωση της Επιτροπής για τη δράση του Γραφείου της, η Υπαστυνόμος Σούπερμαν πληροφόρησε ότι μέσα στο 2016, 17 θύματα από τις 25 υποθέσεις σωματεμπορίου που διερευνήθηκαν από την Αστυνομία, έφυγαν από την Κύπρο, χωρίς να δώσουν μαρτυρία στο δικαστήριο, σε σύγκριση με το 2015, όταν έφυγαν 3 θύματα χωρίς να μαρτυρήσουν, από τις 20 υποθέσεις σωματεμπορίου που διερευνήθηκαν από την Αστυνομία εκείνο το χρόνο. Όπως εξήγησε η κυρία Σούπερμαν, «ο βασικός λόγος της αναχώρησης των θυμάτων από την Κύπρο, ο οποίος μας προβληματίζει ιδιαίτερα, είναι η μεγάλη καθυστέρηση στην εκδίκαση των υποθέσεων και ο μη καλός χειρισμός των υποθέσεων αυτών. Αρχικά, μπορεί οι υποθέσεις μας να καταχωρηθούν στο Κακουργιοδικείο και μετά να μεταφερθούν στο Επαρχιακό, οπότε ο χρόνος εκδίκασης είναι πάρα πολύ μεγάλος και δεν υπάρχει ευελιξία σε υποστηρικτικό πλαίσιο. Δεν λέω ότι δεν υπάρχουν οι διαδικασίες που περιγράφει η Μαρία Κυρατζή, (σ. σ. Υπεύθυνη του κρατικού καταφυγίου για τις Υπηρεσίες Κοινωνικής Ευημερίας), αλλά η προσπάθεια είναι να εφαρμοστούν. Εκείνο που παρατηρώ, είναι έλλειψη ευελιξίας στο κάθε κυβερνητικό Τμήμα, συγκεκριμένα και ξεχωριστά. Είναι μεγάλες οι δυσκολίες που υπάρχουν σήμερα για τη διερεύνηση των υποθέσεων σωματεμπορίου, γιατί έχει αλλάξει το προφίλ των θυμάτων, αλλά και οι χώρες και οι κοινότητες από τις οποίες προέρχονται. Δεν λέω ότι φταίει κάποια συγκεκριμένη υπηρεσία, για το ότι φεύγουν τα θύματα. Πέστε μου όμως, πώς θα κρατήσουμε μια γυναίκα θύμα, που έχει τρία παιδιά στη χώρα της, που βρίσκονται στο δρόμο και κινδυνεύει να της τα πάρει το κράτος αν δεν επιστρέψει στη χώρα της; Πώς θα την πείσουμε να πάει στο δικαστήριο, μετά από ένα χρόνο; Δεν υπάρχει περίπτωση. Τα προβλήματα είναι πάρα πολλά, σε συνδυασμό… είναι ένας φαύλος κύκλος βασικά…Ναι τα κυκλώματα συνήθως αρχίζουν από τις χώρες των θυμάτων, με εμπλεκόμενους Κύπριους. Στις υποθέσεις του 2016, εμπλέκονται ως ύποπτοι 178 άνθρωποι. Υπάρχουν υποθέσεις που διερευνώνται σε συνεργασία με άλλες χώρες, οπότε αντιλαμβάνεστε πόσο δύσκολη είναι η κατάσταση. Πρέπει να προωθηθεί επιτέλους η εξειδίκευση, η ευελιξία και να ξεφύγουμε από το κατεστημένο και τη γραφειοκρατία. Δεν γίνεται να περιμένουμε τρεις ολόκληρους μήνες, για να πάρουμε μια έγκριση από ένα διευθυντή κάποιου τμήματος, σε μια επείγουσα περίπτωση. Αυτό έπρεπε να γίνεται με το χέρι, την ίδια ώρα. Όσον αφορά στη νομοθεσία, αυτή καθ’ εαυτή χρήζει τροποποίησης, αφού πολλές πρόνοιές της δεν εφαρμόζονται στα κυπριακά δεδομένα και υπάρχουν πολλές ελλείψεις». Αναφερόμενη σε κάποιες θετικές εξελίξεις στο ζήτημα, η Ρ. Σούπερμαν ανέφερε ότι η Αστυνομία σύναψε Πρωτόκολλα Συνεργασίας για θέματα εμπορίας, «σχεδόν με όλους τους μη κυβερνητικούς οργανισμούς», ενώ παρατήρησε ότι ο επαναπατρισμός των θυμάτων «γίνεται σήμερα με πολύ καλό τρόπο και αποτελέσματα». Πρόσθεσε ότι «ο Διεθνής Οργανισμός Μετανάστευσης (IOM), βοηθά τα θύματα, όχι μόνο να επαναπατριστούν, αλλά και να επανενταχθούν στις χώρες τους – δηλαδή μπορεί να τους βοηθήσει να ανοίξουν μια επιχείρηση, δίνοντας τους κάποια χρήματα, σύμφωνα με τις πρόνοιες σχετικού ευρωπαϊκού προγράμματος».

DSC 1619 1

Δεξιά η Ρίτα Σούπερμαν και δίπλα της η Τάνια Χαραλαμπίδου.

Δεν ακούγεται η φωνή των θυμάτων

«Μας απασχολεί πρωταρχικά ότι η δομή και λειτουργία του κρατικού καταφυγίου όπως είναι σήμερα, είναι αδύνατο να ανταποκριθεί στις ανάγκες των θυμάτων, όσο καλή και αν είναι η προσπάθεια και η επιθυμία των εμπλεκομένων λειτουργών», τόνισε ο Δώρος Πολυκάρπου στην παρέμβασή του και συνέχισε: «Είναι αδύνατο υπό τις συγκεκριμένες περιστάσεις να μπορούν να ανταποκριθούν οι Υπηρεσίες Κοινωνικής Ευημερίας, στις ανάγκες των θυμάτων. Το δεύτερο μεγαλύτερο πρόβλημα, είναι ότι δεν ακούγεται η φωνή των θυμάτων εμπορίας, που ξέρουν πολύ καλά τι θέλουν στη ζωή τους. Πιστεύω ότι έχουν τη δυνατότητα να αποφασίσουν για το μέλλον τους και να πάρουν σημαντικές αποφάσεις, αλλά οι Υπηρεσίες αποδυναμώνουν τα θύματα μέσα στο ίδιο το καταφύγιο, σε βαθμό που τα μετατρέπουν σε αντικείμενα, αφού τη ζωή τους, διαχειρίζονται άλλοι και για τη ζωή τους, αποφασίζουν άλλοι. Κάποια θύματα, μας είπαν ότι ένιωσαν ότι βίωσαν μια δεύτερη κακοποίηση μέσα στο καταφύγιο. Κάποιες γυναίκες ήταν έγκυοι μέσα στο καταφύγιο και αποτάθηκαν στη Διευθύντρια και ζήτησαν να κάνουν τα δικά τους φαγητά γιατί δεν μπορούσαν να φάνε τα φαγητά του καταφυγίου και αυτή τους είπε «θα το δούμε» και δεν επανήλθε να το ξανασυζητήσει μαζί τους. Οι Υπηρεσίες Κοινωνικής Ευημερίας, πρέπει να ξεπεράσουν το σύνδρομο απομόνωσής τους… είναι απαράδεκτη η στάση τους απέναντι στις μη κυβερνητικές οργανώσεις (ΜΚΟ), τις οποίες αντιμετωπίζουν απλώς, ως ένα… νεροκουβαλητή. Τις θεωρούν φιλανθρωπικές οργανώσεις και εκεί που τις χρειάζονται, τους τηλεφωνούν για να κάνουν την πρακτική δουλειά που δεν μπορούν οι Υπηρεσίες. Αλλά δεν είναι αυτή η δουλειά των ΜΚΟ. Οι ΜΚΟ έχουν άποψη, έχουν εξειδίκευση έχουν ανθρώπους που ξέρουν καλά να συμμετέχουν ισότιμα σε μια πολυθεματική προσέγγιση, για βοήθεια των θυμάτων».

Αυτονομία – διοικητική δομή καταφυγίου

Να σημειώσουμε ότι σε σχετικό γραπτό σημείωμά της προς την κοινοβουλευτική Επιτροπή Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων, η ΚΙΣΑ επισημαίνει μεταξύ άλλων ότι «το καταφύγιο δεν μπορεί να καλύψει όλες τις ομάδες θυμάτων εμπορίας. Το καταφύγιο στεγάζει γυναίκες, όχι όμως άνδρες θύματα σεξουαλικής εκμετάλλευσης. Επίσης δεν στεγάζει θύματα εμπορίας για εργασιακή, ή άλλης μορφής, εκμετάλλευση. Η ΚΙΣΑ θεωρεί ότι το καταφύγιο, αντιμετωπίζει ουσιαστικά προβλήματα όσον αφορά στην στέρηση της ελευθερίας των θυμάτων, στην κατακράτηση του τηλεφώνου και άλλων ηλεκτρονικών συσκευών, στην στέρηση της επικοινωνίας των θυμάτων, στην στέρηση της επαφής των ΜΚΟ με τα θύματα, στην έλλειψη χώρων παρασκευής του φαγητού τους, στην μη ικανοποιητική ύπαρξη επαγγελματιών μεταφραστών, στην μη ικανοποιητική ύπαρξη χώρων ετοιμασίας φαγητού, στην μη ύπαρξη εξειδικευμένου ψυχολόγου, στην απουσία προγραμμάτων συνοδευόμενων εξόδων από το καταφύγιο. Σε πρόσφατες συνεντεύξεις που προέβηκε η ΚΙΣΑ, όλα ανεξαιρέτως τα θύματα, τόνισαν ως ιδιαίτερα τραυματικό το γεγονός ότι δεν είχαν το δικαίωμα παρουσίας εκπροσώπου της ΜΚΟ/υποστηρικτικού προσώπου, ούτε κατά την διάρκεια της αξιολόγησης της υπόθεσης τους από την Αστυνομία, αλλά ούτε και αργότερα στο καταφύγιο. Θα πρέπει το καταφύγιο να έχει την αυτονομία του με την δική του διοικητική δομή και μόνιμη παρουσία δικών του κοινωνικών λειτουργών, ψυχολόγων και άλλων ειδικών περιλαμβανομένων και των ΜΚΟ. Το πρόγραμμα αυτό θα στοχεύει στην στήριξη και ενδυνάμωση του θύματος ώστε να μπορέσει να πάρει με συνέπεια και με δική του βούληση, την απόφαση για συνεργασία με τις διωκτικές αρχές στην ποινική διαδικασία που θα ακολουθήσει και επίσης να αποκτήσει την απαραίτητη αυτοπεποίθηση και δεξιότητες, ώστε να μπορέσει να ανταποκριθεί στις δυσκολίες και τα δεδομένα που θα προκύψουν μετά την έξοδο του από το καταφύγιο».

Συνεργασία, επαναπατρισμός, διερμηνεία

Η Υπεύθυνη του κρατικού καταφυγίου Μαρία Κυρατζή, Προϊστάμενη του Τομέα Ανάπτυξης Προσωπικού και Κρατικών Ιδρυμάτων, των Υπηρεσιών Κοινωνικής Ευημερίας, απαντώντας συνοπτικά στις ερωτήσεις και παρατηρήσεις που ακούστηκαν στη διάρκεια των δύο τελευταίων συνεδριών της Επιτροπής Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων, αναφέρθηκε αρχικά στη συνεργασία μεταξύ όλων των εμπλεκόμενων κρατικών τμημάτων και των ΜΚΟ. Είπε ότι αυτή η συνεργασία, «αφορά όχι μόνο τα θύματα που φιλοξενούνται στο καταφύγιο, αλλά όλα τα θύματα, ανεξάρτητα από τη μορφή εκμετάλλευσής τους, ανεξάρτητα αν έχουν επιλέξει να μείνουν στο καταφύγιο ή να φύγουν από αυτό και η πορεία διαχείρισης της κάθε περίπτωσης, γίνεται σε συνεργασία όλων». Στο ερώτημα βουλευτών αν προηγούνται της απόφασης του επαναπατρισμού του θύματος, όλες οι απαραίτητες αξιολογήσεις, προκειμένου να διαπιστωθεί ότι πράγματι ο επαναπατρισμός είναι προς το συμφέρον του θύματος, η κυρία Κυρατζή απάντησε ότι «στο πλαίσιο της διατμηματικής συνεργασίας των διαφόρων υπηρεσιών, γίνεται η αξιολόγηση κατά πόσον το συγκεκριμένο θύμα εξυπηρετείται και είναι προς το συμφέρον του να επαναπατριστεί στη χώρα του, αν το επιθυμεί. Τότε προωθούνται οι διαδικασίες επαναπατρισμού από το Υπουργείο Εσωτερικών, στο πλαίσιο μιας πρόσφατης συνεργασίας με τον Διεθνή Οργανισμό Μετανάστευσης (IOM). Σε καμιά περίπτωση δεν ισχύει ο ισχυρισμός ότι επαναπατρίζονται θύματα, για να μη γίνουν οι διαδικασίες στήριξής τους. Όλες οι περιπτώσεις θυμάτων που φιλοξενούνται στο καταφύγιο, συγκεντρώνονται σε ένα λειτουργό των ΥΚΕ και τυγχάνουν εξειδικευμένης προσέγγισης ως προς τα ιδιαίτερα ζητήματά τους». Στο ζήτημα της διερμηνείας, είπε ότι για όλες τις περιπτώσεις που χρειάζεται, καλείται διερμηνέας για να επικοινωνήσουν καλύτερα οι υπηρεσίες με το θύμα, ανεξάρτητα από τη μορφή εκμετάλλευσης του ατόμου και ανεξάρτητα πού διαμένει. Κάθε υπηρεσία, κάνει τις δικές της διευθετήσεις για τη διερμηνεία, αλλά επιδιώκεται να είναι ένας ο διερμηνέας, σε κάθε περίπτωση». Για το θέμα της ψυχολογικής στήριξης, είπε ότι «σύμφωνα με τις οδηγίες που υπάρχουν στις ΥΚΕ, όλες οι περιπτώσεις που περιέρχονται στην αντίληψή μας, παραπέμπονται στις Υπηρεσίες Ψυχικής Υγείας (ΥΨΥ), για αξιολόγηση. Αν διαπιστωθεί ότι το θύμα χρειάζεται περαιτέρω στήριξη ή επιμέρους θεραπεία, τότε συνεχίζεται η συνεργασία των δύο Υπηρεσιών, προκειμένου το θύμα να λαμβάνει τη θεραπεία αυτή».

DSC 1617 1

Η Μαρία Κυρατζή παρεμβαίνει στην Επιτροπή Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων της Βουλής.

Προσαρμοσμένο πρόγραμμα απασχόλησης

Είπε η Μαρία Κυρατζή, σε σχέση με το πρόγραμμα απασχόλησης των γυναικών θυμάτων στο κρατικό καταφύγιο: «Να υπενθυμίσω ότι ανάμεσα στους λόγους που τα θύματα παραπέμπονται στο καταφύγιο, είναι για να ξεφύγουν από το δίκτυο της εκμετάλλευσης, να ανασυγκροτήσουν τις δυνάμεις τους, να πάρουν βοήθεια για κάλυψη βασικών αναγκών και να ενδυναμωθούν, ώστε να αποκατασταθούν και να επανενταχθούν και όχι να εγκλωβιστούν μέσα στις Υπηρεσίες. Υπάρχουν πάντα περιθώρια βελτίωσης, αλλά προσπάθεια μας είναι τα θύματα, να μας πουν τι τους ενδιαφέρει, τι τους αρέσει, γιατί η απασχόληση θα συμβάλει στο να νιώσουν καλύτερα. Άρα το πρόγραμμα απασχόλησης, προσαρμόζεται ανάλογα με τις επιθυμίες και τις δυνατότητες των θυμάτων και η συχνότητα καθορίζεται με βάση αυτή την ανάγκη – αν υπάρχουν μέσα θύματα, αν τους το επιτρέπει η ψυχολογική τους κατάσταση, αν είναι αυτό που τους ενδιαφέρει. Οι εθελοντές που παρέχουν τα προγράμματα αυτά, είναι εγγεγραμμένοι στο Σώμα Εθελοντών, είναι σταθεροί από την έναρξη λειτουργίας του καταφυγίου και τυγχάνει παρακολούθησης, η παρουσία τους».

«Όταν το επιτρέπει η ψυχολογία τους»

Όσον αφορά την πρόσβαση των μη κυβερνητικών οργανώσεων στο καταφύγιο, η κυρία Κυρατζή παρατήρησε ότι στον χώρο αυτό, «διαμένουν άτομα με διαφορετική μεταξύ τους, ψυχολογική κατάσταση. Για παράδειγμα, η γυναίκα που μόλις μπαίνει στο καταφύγιο, βρίσκεται σε ψυχολογική αναστάτωση και η προσέγγιση είναι διαφορετική. Λαμβάνοντας υπόψη ότι αυτός ο χώρος είναι το σπίτι τους, θεωρούμε ότι εξυπηρετούνται καλύτερα τα δικαιώματα ασφάλειας τους, με το να μη γίνονται δεχτές οι επισκέψεις στο καταφύγιο. Πιστεύουμε ωστόσο ότι είναι σημαντική η στήριξη και έτσι οι ΜΚΟ έχουν επαφές συνεχείς με τα θύματα, όταν το επιτρέπει η ψυχολογική τους κατάσταση».

«Δεν επαναπατρίζουμε, με το έτσι θέλω»

Στο θέμα του επαναπατρισμού των θυμάτων, αναφέρθηκε ιδιαίτερα η λειτουργός του Υπουργείου Εσωτερικών Τάνια Χαραλαμπίδου, Υπεύθυνη της Πολυθεματικής Συντονιστικής Ομάδας Κατά της Εμπορίας Προσώπων. Είπε ότι «το Υπουργείο Εσωτερικών επιχορήγησε τον Διεθνή Οργανισμό Μετανάστευσης, μέσω των ευρωπαϊκών ταμείων, για να στηρίζεται το πρόγραμμα εθελοντικών επαναπατρισμών, που αφορούσε υπηκόους τρίτης χώρας. Μετά από συνεννόηση του Υπουργείου και της Επικεφαλής του Γραφείου Κύπρου του IOM, άτυπα αποφασίστηκε να ενταχθούν και οι Ευρωπαίοι υπήκοοι. Σε καμιά περίπτωση δεν επαναπατρίζουμε θύματα με το έτσι θέλω. Αν το θύμα θέλει διακαώς να επιστρέψει, τότε αποφασίζεται ο επαναπατρισμός, αλλά καταβάλλει κάθε προσπάθεια η Αστυνομία αν χρειαστεί να επανέλθει το θύμα στην Κύπρο, για να καταθέσει στο δικαστήριο. Είναι πολιτική του Υπουργείου Εσωτερικών ότι οποιοδήποτε θύμα θέλει να παραμείνει στην Κύπρο, μετά που θα ολοκληρωθούν οι δικαστικές διαδικασίες, δίνεται άδεια παραμονής και ελεύθερη πρόσβαση στην αγορά εργασίας, νοουμένου ότι το θύμα είναι ικανό να εργαστεί. Αν όχι, παραμένει στην Κύπρο ως επισκέπτης».

«Δεν μπορούν να καθίσουν στο ντιβάνι»…

Η κλινική ψυχολόγος Φωτούλα Λεοντίου, εκ μέρους των Υπηρεσιών Ψυχικής Υγείας, είπε ότι όταν τα θύματα παραπέμπονται από την Αστυνομία για αξιολόγηση, ταυτόχρονα δίνεται και ψυχολογική στήριξη. Μας ζητείται και από την Εισαγγελία να προετοιμάσουμε τα θύματα, για την εξέταση και την αντεξέταση, οπότε δεν μπορούμε απλά να αξιολογήσουμε αυτές τις γυναίκες με ένα τρόπο στεγνό, για να ετοιμασθεί ένα χαρτί και μετά να σταματήσει η σχέση μαζί τους. Πάντως, παρόλη την προσπάθεια που καταβάλλεται να είμαστε κοντά τους, να τους δώσουμε ιδέες, να βρούμε ακριβώς ποια βοήθεια χρειάζονται, εξακολουθούν να έχουν καχυποψία – όχι μόνο απέναντι στις Υπηρεσίες Ψυχικής Υγείας, αλλά γενικά. Όταν τις συναντώ στα δικαστήρια, αυτό αλλάζει και νομίζω ο λόγος που αλλάζει, είναι γιατί ξέρουν πλέον ότι το κράτος, κάνει αυτά που υποσχέθηκε να κάνει. Μου το έχει πει και η Εισαγγελία ότι από την πρώτη συνάντηση του θύματος με την Εισαγγελία, μέχρι το θύμα να φτάσει στην αίθουσα του δικαστηρίου, αλλάζει η ψυχολογία του. Τα θύματα δεν είναι σε κατάσταση να καθίσουν στο ντιβάνι – για να το πω συμβολικά – και να μιλούν για το πόσο άσχημα πέρασαν στη ζωή τους. Τα θύματα έχουν θέμα επιβίωσης, οπότε αυτό που τους νοιάζει, είναι πώς θα είναι το αύριο. Εκεί είναι που τις χάνουμε… γιατί όπως είπε και η κυρία Σούπερμαν, άλλαξε το προφίλ τους, τον τελευταίο χρόνο».

DSC 1621 1

Η κλινική ψυχολόγος Φωτούλα Λεοντίου, τοποθετείται εκ μέρους των Υπηρεσιών Ψυχικής Υγείας.

Όταν ο σωματέμπορος θεωρείται…ευεργέτης

Αναφερόμενη στο κρίσιμης σημασίας ζήτημα της οικονομικής δυσπραγίας και εξάρτησης των γυναικών θυμάτων σωματεμπορίου, προκειμένου να κατανοήσει κανείς τη συμπεριφορά τους, η κυρία Λεοντίου είπε: «Ένα από τα θύματα, μας είπε, «μου ζητάτε να καταθέσω εναντίον του ανθρώπου που μου έδωσε στέγη και φαγητό;». Το ότι αυτός, της στερούσε την ελευθερία της ως άνθρωπο, είναι δευτερεύον. Και το ξέρει ότι της στερούσε την ελευθερίας της, αφού της το ξεκαθαρίζει η Αστυνομία. Πριν γίνει αυτό το ξεκαθάρισμα, τα έχουν όλα συγχυσμένα στο μυαλό τους – τα προηγούμενα χρόνια, έπρεπε να πληρώσουν για να κυκλοφορήσουν, για να κάνουν παρέα αν ήθελαν, για να πιούν καφέ, για να κάνουν κάτι έξτρα. Τα προηγούμενα χρόνια (οι σωματέμποροι) δεν τις πλήρωναν, ή τις κακοποιούσαν, ή τους έδιναν ναρκωτικές ουσίες…αλλά τον τελευταίο καιρό, αυτό δεν συμβαίνει. Με τη συνεργασία με την Αστυνομία, ξεκαθαρίζεται πια στο μυαλό τους, ότι καταπατούνται (από τους σωματέμπορους), βασικές ελευθερίες τους. Παραμένει όμως γι’ αυτές, ότι (οι σωματέμποροι), είναι οι άνθρωποι που τελικά τις πληρώνουν(!). Οπότε δυσκολευόμαστε πάρα πολύ, να πείσουμε τα θύματα (να μείνουν για να καταθέσουν στη δίκη των σωματεμπόρων). Οι καταδίκες θα ήταν ένα προληπτικό μέτρο για να συμμορφωθούν οι Κύπριοι, ως προς αυτές τις παρανομίες. Παραμένει όμως ανοικτό το ερώτημα, τι γίνεται με τη ζωή των θυμάτων…γιατί όλες οι χώρες από τις οποίες προέρχονται, βρίσκονται σε οικονομική κρίση. Δεν είναι πλούσια κάποια από αυτές τις χώρες, ώστε να δεχτεί πίσω τα θύματα και να τους βρει εργασία…».

Θέλουν κάποιον να τις νοιάζεται…

Σχολιάζοντας σχετική αναφορά της Ρίτας Σούπερμαν στην προηγούμενη συνεδρία, η Φωτούλα Λεοντίου συμφώνησε ότι «το κάθε θύμα έχει τις δικές του ανάγκες και αυτό έχει επιβεβαιωθεί…το κάθε θύμα είναι εντελώς διαφορετικό και έχει εντελώς άλλες ανάγκες. Χρειάζεται να υπάρχει ένα πρόγραμμα για τα θύματα που διαμένουν στο καταφύγιο, αλλά ταυτόχρονα θα πρέπει να σκεφτούμε για το κάθε θύμα, διαφορετικά. Θα κλείσω με αυτό που είπε την προηγούμενη φορά η κυρία Ανδρούλα Χριστοφίδου (από το Cyprus Stop Trafficking), ότι αν σκεφτούμε από μόνες τους τις γυναίκες θύματα, θα σκεφτούμε ευάλωτους ανθρώπους που χρειάζονται ψυχολόγο, αλλά όταν έχεις επαφή μαζί τους, καταλαβαίνεις ότι θέλουν να συναντήσουν ανθρώπους που τις κατανοούν, που τους δίνουν σημασία. Χρειάζονται την αγκαλιά, τη συντροφιά, ότι βρίσκονται σε ένα φιλικό περιβάλλον και ότι κάποιος κάθεται δίπλα τους για πρώτη φορά για το δικό τους συμφέρον… γιατί όποιος κάθισε δίπλα τους μέχρι σήμερα, ήταν για να τις εκμεταλλευτεί».

Φωτό: Ο Δώρος Πολυκάρπου (ΚΙΣΑ) και η Ανδρούλα Χριστοφίδου Henriques, (Cyprus Stop Trafficking), από τις πιο δυναμικές παρουσίες στον χώρο των μη κυβερνητικών οργανώσεων, στην υπεράσπιση των ανθρωπίνων δικαιωμάτων.