…Επειδή η Απεξάρτηση προλαμβάνει το Έγκλημα

Σημαντικές εισηγήσεις Αλέξανδρου Κληρίδη για την Υποχρεωτική Θεραπεία ουσιο-εξαρτημένων κατηγορούμενων

ΤΟΥ ΜΑΡΙΟΥ ΔΗΜΗΤΡΙΟΥ

Την τροποποίηση του σχετικού Νόμου του 2016 «ώστε να αφαιρεθεί η οποιαδήποτε διακριτική ευχέρεια του Δικαστηρίου να εκδίδει Διάταγμα Υποχρεωτικής Θεραπείας (ουσιο-εξαρτημένων κατηγορούμενων) όταν υπάρχουν σύμφωνες γνώμες γιατρών που να παρουσιάζουν στο Δικαστήριο την αναγκαιότητα τέτοιου Διατάγματος» ζητά με  μια λεπτομερή κι εμπεριστατωμένη επιστολή-έκθεση του προς την Επίτροπο Διοικήσεως και Προστασίας Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων Μαρία Στυλιανού Λοττίδη ο Δικηγόρος του Συνδέσμου Προστασίας Δικαιωμάτων Φυλακισμένων και Αποφυλακισθέντων  Αλέξανδρος Κληρίδης, θέτοντας ουσιαστικά επί τάπητος την αναγκαιότητα να αντιμετωπίζονται οι ουσιο-εξαρτημένοι ως ασθενείς και όχι ως εγκληματίες, «με απώτερο σκοπό τη θεραπεία τους και την ομαλή κοινωνική τους επανένταξη». Στην έκθεση του που απέστειλε στην Επίτροπο στις 20 Δεκεμβρίου 2019 ο Αλ. Κληρίδης επικαλείται τη θέση του έγκριτου Νομικού και Καθηγητή Ποινικού Δικαίου στο Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης Νίκου Παρασκευόπουλου ότι «η απεξάρτηση από τα ναρκωτικά είναι αποτελεσματική όχι μόνο στην κατεύθυνση της θεραπείας της υγείας, αλλά και στην κατεύθυνση της απεμπλοκής από την εγκληματικότητα – με όρους του Ποινικού Δικαίου, συντελεί καθοριστικά στην ειδική πρόληψη του Εγκλήματος».

Άμεση μεταφορά σε Πρόγραμμα

Ο Αλέξανδρος Κληρίδης χωρίζει το θέμα σε τρία βασικά κεφάλαια που είναι όπως αναφέρει, πρώτον η ελλιπής/ανεπαρκής Νομοθεσία, δεύτερον η νοοτροπία των Δικαστών και τρίτον η κατάσταση στις Κεντρικές Φυλακές. Σε σχέση με τη Νομοθεσία (Ο περί Θεραπείας Κατηγορούμενων Χρηστών ή Ουσιο-εξαρτημένων Νόμος του 2016 (Ν. 41(I)/2016) επισημαίνει ότι «το πλέον πιο ουσιαστικό πρόβλημα της συγκεκριμένης Νομοθεσίας είναι το γεγονός ότι επιτρέπει στο Δικαστήριο την επιβολή τέτοιου Διατάγματος μόνο στις πιο κάτω περιπτώσεις όπου όπως φάνηκε και Νομολογικά, δεν προσφέρουν τη δυνατότητα αναγκαστικής θεραπείας εκεί όπου πραγματικά χρειάζεται και αποτελούν πρόβλημα στην εφαρμογή του Νόμου:

*Πρέπει η διαδικασία να είναι «συνοπτική δίκη», δηλαδή όχι ενώπιον Κακουργιοδικείου.

*Η κατηγορία που αντιμετωπίζει ο κατηγορούμενος δεν μπορεί να είναι κατηγορία κατοχής με σκοπό την προμήθεια,

*Η κατηγορία που αντιμετωπίζει ο κατηγορούμενος δεν μπορεί να είναι της εισαγωγής ελεγχόμενου φαρμάκου και της εμπορίας ελεγχόμενου φαρμάκου.

*Η κατηγορία δεν μπορεί να προβλέπει ανώτατη ποινή φυλάκισης που να υπερβαίνει τα 10 έτη».

Προστίθεται στην έκθεση Κληρίδη ότι «συνοπτικά με τα όσα αναφέρονται πιο πάνω, φαίνεται ότι τα άμεσα εμπλεκόμενα άτομα με τις περισσότερες πιθανότητες να χρειάζονται την Υποχρεωτική Θεραπεία, δεν εμπίπτουν στα κριτήρια του Νόμου. Ακόμα χειρότερα, με απουσία οποιασδήποτε άλλης ρύθμισης τα άτομα αυτά (ειδικά με τη νοοτροπία που έχουν σήμερα τα Δικαστήρια) θα καταλήξουν στις Κεντρικές Φυλακές με αβέβαιο μέλλον και αβέβαιο αποτέλεσμα στην απεξάρτηση και αναμόρφωση τους. Την ίδια ώρα, αδικήματα τα οποία δεν αφορούν τα Άρθρα του πιο πάνω Νομοθετήματος αλλά πρόκειται για σοβαρές κλοπές, ληστείες, παράνομες εισόδους, τα οποία συστατικά συσχετίζονται με άτομα τα οποία είναι εξαρτημένα, λόγω της ανώτατης ποινής φυλάκισης πέραν των 10 χρονών, δεν θα μπορούν να τύχουν Διατάγματος Υποχρεωτικής Θεραπείας».

Καταληκτικά τονίζεται στην έκθεση για το κεφάλαιο αυτό ότι «στην παρούσα φάση (2019) εφαρμόζεται διαδικασία Υποχρεωτικής Νοσηλείας λόγω ψυχιατρικών προβλημάτων, όταν το Δικαστήριο έχει έκθεση από τους ψυχίατρους ότι το άτομο αποτελεί κίνδυνο για τον εαυτό του και τους γύρω του. Δηλαδή σχεδόν αμέσως το Δικαστήριο διατάσσει τη Νοσηλεία του κατηγορούμενου. Η τοποθέτηση μας δικαιολογείται ακόμα περισσότερο από το ότι το Δικαστήριο δεν μπορεί να ενεργεί ως εμπειρογνώμονας, ούτε ως ειδικός μάρτυρας για να μπορεί να έχει διακριτική ευχέρεια να αποφασίζει διαφορετικά από τυχόν κατάληξη των ειδικών. Αυτό πρέπει να είναι ξεκάθαρο στον Νόμο και να δηλώνεται ότι όταν το άτομο θεωρηθεί ότι χρήζει Υποχρεωτικής Θεραπείας, τότε αυτό θα πρέπει να μεταφέρεται απευθείας σε Πρόγραμμα».

Λανθασμένη εξάσκηση της διακριτικής ευχέρειας

Σε σχέση με την επισήμανσή του για τη νοοτροπία των Δικαστών ο Αλ. Κληρίδης τονίζει ότι «οι Δικαστές στην Κύπρο έχουν διακριτική ευχέρεια να αποφασίσουν για το είδος και το μέγεθος της ποινής ενός παραβάτη» και προσθέτει τα εξής: «Σε γενικότερη μορφή, βάσει του περί Ποινικού Κώδικα, περί Ποινικής Δικονομίας και του Συντάγματος της Κύπρου, ο Νόμος παρουσιάζει το μέγιστο (ταβάνι) στην ποινή ενός αδικήματος το οποίο το Δικαστήριο θα λάβει υπόψη, αλλά δεν προκαθορίζει ούτε περιορίζει το ελάχιστο. Την  ίδια ώρα εκτός των περιπτώσεων που αναφέρεται ρητά ότι η ποινή είναι ισόβια κάθειρξη (π. χ. φόνος), σε όλες τις άλλες περιπτώσεις ένα Δικαστήριο έχει απόλυτη διακριτική ευχέρεια να επιλέξει την ποινή που θα επιβάλει, το είδος της, το ύψος της και τον τρόπο που αυτή θα εκτελεστεί. Την ίδια ώρα μπορεί να αποφασίσει για τυχόν αναστολή της ποινής φυλάκισης. Την ίδια διακριτική ευχέρεια έχει να επιβάλει και οποιαδήποτε άλλη εναλλακτική ποινή αντί αυτή της φυλάκισης.  Δυστυχώς οι αριθμοί/στατιστικά, υποστηρίζουν το γεγονός ότι οι Δικαστές δεν εφαρμόζουν τη διακριτική ευχέρεια που τους δίνει ο Νόμος για να βοηθήσουν ανθρώπους που έρχονται ενώπιον τους ως κατηγορούμενοι. Δεν υπάρχει ίχνος ελέγχου και δικαστικής γνώσης του αρνητικού αποτελέσματος λανθασμένης εξάσκησης της διακριτικής ευχέρειας που δίνεται στα Δικαστήρια. Είναι γι’ αυτό τον λόγο που πλέον η συζήτηση έχει μεταφερθεί σε ανάγκη τροποποίησης του Νόμου και όχι σε απλή ενημέρωση για την ορθότερη εξάσκηση της διακριτικής ευχέρειας». Αναφέρει καταληκτικά στο θέμα αυτό ο Αλ. Κληρίδης ότι « οι Δικαστές, με τη διακριτική ευχέρεια που τους παρέχει σήμερα ο Νόμος, θα πρέπει να καταβάλουν προσπάθεια να ενημερώνονται καλύτερα για το αποτέλεσμα που έχει τέτοιου είδους  Διάταγμα. Δεν θα πρέπει πλέον να αποτελεί θέμα διακριτικής ευχέρειας των Δικαστών αλλά απλής εφαρμογής Άρθρου που να αναγκάζει την παραπομπή ατόμου σε Υποχρεωτική Θεραπεία όταν αυτή συστήνεται από τους γιατρούς».

Η Διεύθυνση διαφωνεί με την άμεση φυλάκιση

Για την κατάσταση στις Κεντρικές Φυλακές σε σχέση με το θέμα, ο Αλ. Κληρίδης αναφέρει ότι η Διεύθυνση του Ιδρύματος «πολλές φορές, αν όχι πάντα, διαφωνεί απόλυτα με τον εγκλεισμό (άμεση φυλάκιση) ατόμων τα οποία μπορεί να θεωρηθούν ότι μπορεί να είναι εξαρτημένα από διάφορες ουσίες, ναρκωτικά, αλκοόλ κτλ. Οι Κεντρικές Φυλακές – προσθέτει – δεν είναι ο εξειδικευμένος χώρος που επιβάλλεται να εισαχθεί άτομο το οποίο είναι εξαρτημένο από ουσίες. Ασχέτως τούτου όμως φέρουν ευθύνη για την ασφάλεια και υγεία των κρατουμένων βάσει του περί Φυλακών Νόμου του 1996. Επιπρόσθετα βάσει των Κανονισμών της ίδιας Νομοθεσίας, πραγματοποιείται αναγκαία ιατρική εξέταση, σωματική και ψυχική «με σκοπό την παροχή σε αυτόν της αναγκαίας ιατροφαρμακευτικής φροντίδας και τον καθορισμό του τρόπου μεταχείρισης του». Βάσει του Άρθρου 20 των Κανονισμών οι Κεντρικές Φυλακές έχουν υποχρέωση να διερευνήσουν το ιστορικό του κάθε κρατουμένου και κατά ποσόν είναι άτομο εξαρτημένο από τοξικές ή άλλες ουσίες. Τα πλέον σημαντικά Άρθρα στους Κανονισμούς αφορούν το δικαίωμα της Διεύθυνσης των Κεντρικών Φυλακών να παραπέμψει κρατούμενο σε εξωτερικά ιατρεία και ιδιωτικές κλινικές για ειδικές θεραπείες που δεν μπορούν να παρασχεθούν εντός των Φυλακών στους κρατουμένους. Πέραν της πιο πάνω ευθύνης όμως, θεωρούμε ότι οι Φυλακές φέρουν ευθύνη και για τον σωφρονισμό των φυλακισμένων – να παρουσιάσουν ένα άτομο κατά την απόλυση και επανένταξη του στην κοινωνία, καλύτερο από όλες τις απόψεις, από εκείνο το άτομο που πρωτο-μπήκε στις Κεντρικές Φυλακές». Αναφέρει καταληκτικά ότι «οι Κεντρικές Φυλακές στην παρούσα φάση δεν έχουν εξειδικευμένα Υποχρεωτικά Προγράμματα τα οποία να μπορούν να βοηθήσουν εξαρτημένα άτομα με αποτέλεσμα είτε να στείλουν τα άτομα σε εξωτερικές κλινικές, είτε απλά τα εξαρτημένα άτομα να μένουν στις Κεντρικές Φυλακές με τρομερές ανησυχίες αναφορικά με τη σωματική και ψυχική τους υγεία».

Κρατούμενοι στην «Αγία Σκέπη»

Σε δήλωσή του στην «24» ο Δικηγόρος του Συνδέσμου Προστασίας Δικαιωμάτων Φυλακισμένων και Αποφυλακισθέντων τονίζει ότι «επιπρόσθετα των όσων αναφέρουμε στο ίδιο το κείμενο, η Διεύθυνση των Φυλακών ξεκαθάρισε τα εξής σημεία:

*Εντός των Κεντρικών Φυλακών δεν υπάρχει υποχρεωτική θεραπεία.

*Το Πρόγραμμα που υπάρχει είναι αυτό με το όνομα «Δανάη» το οποίο όμως δεν είναι υποχρεωτικό αλλά εθελοντικό, που σημαίνει ότι ο ουσιο-εξαρτημένος πρέπει να θέλει για να το παρακολουθήσει.

*Το Πρόγραμμα αυτό δεν είναι μόνο για εξαρτημένους από ναρκωτικά αλλά και από άλλες ουσίες (αλκοόλ κτλ).

*Η μεταφορά κρατουμένων στην «Αγία Σκέπη» όπου υπάρχει Κλειστό Πρόγραμμα παρακολούθησης και απεξάρτησης είναι μια διαδικασία που προϋποθέτει ότι η Διεύθυνση των Κεντρικών Φυλακών ενημερώθηκε από την «Αγία Σκέπη» αν υπάρχει θέση. Όταν και αν λάβει θετική απάντηση, η Διεύθυνση των Φυλακών και πάλι πρέπει να ζητήσει από τον Γενικό Εισαγγελέα να αναστείλει την ποινή του κρατούμενου για να μπορεί αυτός να μεταφερθεί στο Πρόγραμμα της «Αγίας Σκέπης». Όταν πετύχουν τα πιο πάνω διαβήματα τότε ο ουσιο-εξαρτημένος κρατούμενος μπορεί να μεταφερθεί στην «Αγία Σκέπη» για απεξάρτηση.

*Οι Κεντρικές Φυλακές δεν έχουν την υποδομή να συντηρούν βαριά ουσιο-εξαρτημένα άτομα τα οποία χρειάζονται φαρμακευτική αγωγή. Σε τέτοιες περιπτώσεις είναι αναγκαστικό μέτρο όπως τα άτομα αυτά μεταφερθούν στο Γενικό Νοσοκομείο όπου παρακολουθούνται 24 ώρες την ημέρα από 4 βάρδιες φρουρών την ημέρα.

*Μας έχει αναφερθεί από τη Διεύθυνση των Κεντρικών Φυλακών περίπτωση όπου αλκοολικός είχε καταδικαστεί σε ελάχιστες μέρες φυλάκιση, με αποτέλεσμα απλά να πρέπει οι Κεντρικές Φυλακές να πληρώσουν την εισαγωγή και διαμονή στο νοσοκομείο μέχρι την απόλυση του…».

Φώτο: Ο Αλέξανδρος Κληρίδης με την Άννα Αντωνίου Πρόεδρο του Συνδέσμου Προστασίας Δικαιωμάτων Φυλακισμένων και Αποφυλακισθέντων.