Στον αποτυχημένο άριστο

{loadposition ba_textlink}

Του Μιχάλη Αμοιραδάκη.

Γεια χαρά.

Ας αρχίσουμε με το γεγονός: Τα σκάτωσες στις πανελλαδικές. Τέσσερις λέξεις, όλη η αλήθεια. Τρεις ή πέντε, θα ήταν απόπειρα συγκάλυψης. Δεν υπάρχει λόγος. Τώρα έρχεται το ερώτημα των πιο δύσκολων εξετάσεων, αυτών που οργανώνει η ελληνική οικογένεια, με προεδράρα της επιτροπής την ηρωίδα Ελληνίδα μάνα: «Γιατί, ρε παιδί μου;». Δεν απαντάς; Εύκολο είναι. Γιατί δεν κουράστηκες. Φέτος, πέρσι, ποτέ… Τελευταίος αγώνας που έδωσες, ήταν ο τοκετός σου. Μετά τις πρώτες αναγκαστικές οδύνες, σου προτάθηκε ως σκοπός ζωής το δωρεάν κι ά(σ)κοπο αραλίκι. Όταν σου έκλεισαν το μάτι ρωτώντας «θέλεις δάσκαλο αυστηρό και δίκαιο, που δίνει και ζητάει ψυχή, που τάζει και απαιτεί τον ουρανό με τ’ άστρα, ή…», εσύ χαμογέλασες πονηρά και είπες «οκ, γουστάρω, αλλά να μείνει μεταξύ μας…». Έτσι έγινε.

Δημοτικό, Γυμνάσιο, Λύκειο… Δεν έμαθες ούτε να εργάζεσαι ούτε να μαθαίνεις, αλλά κανένας δεν ασχολήθηκε – ούτε ενοχλήθηκε. Οι πλαστοί βαθμοί έμπαιναν κανονικά, οι προαγωγές διαδέχονταν η μία την άλλη… Αδρανής ο δάσκαλος, σε αφασία εσύ, σε νιρβάνα η οικογένεια… Όλοι αδιάφοροι, γελασμένοι κι ευτυχισμένοι, σε ένα βολικό, ξεκούραστο κι ανεύθυνο ψέμα, που θεωρούσατε καλύτερο από κάθε άβολη, κουραστική κι υπεύθυνη αλήθεια… Από την ώρα που πάτησες το πόδι σου σ’ αυτό το ισοπεδωτικό μαυσωλείο που ονομάσαμε «σχολείο», έπαιρνες «καλούς» βαθμούς και «περνούσες» τις τάξεις, κοροϊδεύοντας τον κόσμο… Μόνο που στον ίδιο κόσμο ζούσες κι εσύ.

Το Λύκειο τελείωσε. Τα φερτά υλικά του ποταμού των αυθαίρετων «ονείρων» σε πήγαν στις πανελλαδικές. Εκεί όμως υπήρχαν κανόνες πρωτόγνωροι. Για να πάρεις βαθμό, έπρεπε να ξέρεις. Δηλαδή, να έχεις μελετήσει. Άτοπο! Η κακόγουστη παντομίμα «εγώ είμαι άσχετος, εσύ το ξέρεις πως είμαι άσχετος αλλά με βαθμολογείς ως σχετικό, εγώ το ξέρω ότι ξέρεις πως είμαι άσχετος αλλά με βαθμολογείς ως σχετικό, αλλά σιωπή…», καταδικάστηκε από τους ίδιους ανθρώπους που, χρόνια πριν, σε είχαν μυήσει… Κι εσύ πάτωσες γνωστικά, ψυχολογικά, συναισθηματικά… Ούτε τα ελάχιστα που απαιτούνται για «να γίνεις φοιτητής κάπου», δεν κατάφερες. Όχι να σπουδάσεις, ρε παιδί μου, εντάξει, αλλά… να «γινόσουν φοιτητής κάπου»… (Γαμάτος διαχωρισμός, έτσι δεν είναι; Άλλο «σπουδάζω», άλλο «γίνομαι φοιτητής κάπου». Τον φεσωθήκαμε από τότε που τον εμπνεύστηκαν οι καλύτεροι πελατειολόγοι μας…). Ούτε αυτό δεν μπόρεσες.

Για δεκαετίες, διδάχθηκες να ταυτίζεις το ενδιαφέρον με την εξυπηρέτηση και την εκτίμηση με το γλείψιμο. Τώρα, δυσκολεύεσαι να πιστέψεις πως κάποιος που σε ξεχέζει πατόκορφα, μπορεί να νοιάζεται. Γι’ αυτό, δεν σου ζητάω τίποτα. Σου λέω μόνο πως, άσχετα με τη λοβοτομή που έχουν υποστεί η αυτοεκτίμηση και ο αυτοσεβασμός σου, μπορείς να είσαι άριστος. Δεν ξέρω το γνωστικό αντικείμενο, την τέχνη, την επιστήμη… Αλλά ξέρω πως, όποτε το θελήσεις, θα πάψεις να είσαι ένας υπερτροφικός μπέμπης, θα απαρνηθείς τις βρόμικες συμφωνίες με τελειωμένους ενηλίκους, θα λιώσεις στην κούραση και θα γευτείς τη νόστιμη αρμύρα των κόπων σου. Όχι για τη μαμά, τον μπαμπά, τον παππού, τη γιαγιά, το σόι, τον πλανήτη ολόκληρο… Μόνο για σένα. Γιατί, αν κάτι χρωστάς σε κάποιον, αυτό το κάτι είναι η χαμένη σου μαγκιά κι αυτός ο κάποιος είσαι εσύ.

Για να είμαι ειλικρινής, έχω ένα πολύ προσωπικό κίνητρο για όλα αυτά. Όσο με ξενερώνουν τα αριστοκρατικά κομματόσκυλα που υποκριτικά βαφτίζουν τις εξαγορασμένες εξουσίες τους «αγώνες» και μας πηδάνε τη ζωή, άλλο τόσο με μαγεύουν τα χαμίνια των δρόμων που παλεύουν αληθινά και έντιμα, ματώνουν και πονάνε, για να γίνουν ό,τι στο διάολο καταφέρουν… Κι έχει μεγάλη ανάγκη από λίγη ανατρεπτική μαγεία η ζωή μας, ρε φίλε…