6.8 δισ. Λίρες Κύπρου το κόστος της τουρκικής εισβολής

 

{loadposition ba_textlink}

Οι συνολικές απώλειες εισοδήματος για την Κυπριακή οικονομία, λόγω της τουρκικής εισβολής του 1974, υπολογίζονται να είναι πέραν των ΛΚ 6,8 δισεκατομμυρίων σε τιμές 1995, εκτιμά σε μελέτη του η οποία ολοκληρώθηκε το 2000, ο καθηγητής οικονομικών του Πανεπιστήμιου Κύπρου Πάνος Πασιαρδής.

Στην μελέτη του τμήματος οικονομικών μελετών του Πανεπιστήμιου Κύπρου η οποία ονομάζεται, «Το κόστος της Τουρκικής εισβολής και προτάσεις ισότιμης κατανομής του», ο καθηγητής αναφέρει ότι, «η Κυπριακή οικονομία πριν την Τουρκική εισβολή αναπτυσσόταν µε εξαιρετικά υψηλούς ρυθμούς µε κινητήριους µοχλούς την εξωτερική και την επενδυτική ζήτηση».

«Αρχικά η ανάπτυξη της οικονομίας στηριζόταν στη γεωργία και βιομηχανία, ενώ από τα μέσα της δεκαετίας του ‘60 άρχισαν σταδιακά να αξιοποιούνται τα συγκριτικά πλεονεκτήματα που έχει η Κύπρος ως τουριστικός προορισμός».

«Στον υψηλό ρυθμό ανάπτυξης της οικονομίας συνέβαλε σημαντικά και ο κρατικός τομέας, λόγω της έμφασης που δόθηκε στον περιορισμό των καταναλωτικών και την αύξηση των επενδυτικών δαπανών».

Ο κ. Πασιαρδής τονίζει ότι, «οι συνέπειες της εισβολής στην Κυπριακή οικονομία ήταν καταστροφικές».
Η άµεση απώλεια πλούτου και παραγωγικής δυναμικότητας που προκλήθηκε από την επέλαση των Τουρκικών στρατευμάτων και την κατάληψη πέραν του ενός τρίτου του νησιού ήταν τεράστια. Ταυτόχρονα, δημιουργήθηκε ένα κλίμα αστάθειας και αβεβαιότητας, που επέδρασσε ανασταλτικά στην οικονομική δραστηριότητα».

Τονίζεται επίσης ότι, επιπλέον οι επιδράσεις της εισβολής δεν εξαντλούνται το 1974, διότι η αρχική µείωση του κατά κεφαλήν εισοδήματος που προκλήθηκε είχε αρνητικό αντίκτυπο και στη μετέπειτα πορεία της Κυπριακής οικονομίας, «και η συνεχιζόμενη Τουρκική κατοχή και στέρηση του δικαιώματος πρόσβασης προκαλεί σημαντικές οικονομικές απώλειες στους νόμιμους ιδιοκτήτες των κατεχόμενων περιουσιών».

Στην µελέτη, αρχικά εκτιμάται το κόστος της Τουρκικής εισβολής µε την εφαρμογή οικονομετρικών τεχνικών για την πρόβλεψη του µμεγέθους των διαφόρων δεικτών της οικονομίας που θα ίσχυαν αν δεν συνέβαινε η εισβολή.

Ακολούθως, επαναλαμβάνεται η εκτίμηση χρησιμοποιώντας την απλή µμέθοδο της καταγραφής των οριστικών απωλειών που προκάλεσε η εισβολή καθώς και των συσσωρευμένων απωλειών πρόσβασης που προκαλεί η συνεχιζόμενη Τουρκική κατοχή. Η δεύτερη 6 µμέθοδος έχει το πλεονέκτημά ότι περιλαμβάνει και το κόστος της εισβολής και κατοχής, που αναπληρώθηκε µε τις πρόσθετες προσπάθειες και τις ταλαιπωρίες που έχει υποστεί ο Κυπριακός λαός.

Τονίζεται ότι την περίοδο αμέσως µετά την εισβολή (1976-80), η οικονομία αναπτύχθηκε µε πολύ γοργούς ρυθμούς και ότι ήδη το 1978 η παραγωγή επανήλθε στα προ της εισβολής επίπεδα.

Σύμφωνα με την μελέτη, «αυτή η εντυπωσιακή ανάπτυξη της Κυπριακής οικονομίας συνεχίστηκε και στην περίοδο που ακολούθησε, µε αποτέλεσμα το βιοτικό επίπεδο των κατοίκων των ελεύθερων περιοχών να αυξηθεί σε βαθμό που η Κύπρος το 2000 να κατατάσσεται από τη ∆ιεθνή Τράπεζα στην κατηγορία των χωρών µε ψηλό κατά κεφαλήν εισόδημά».

Παράλληλα, αναφέρεται ότι η Κυπριακή πολιτεία διέθεσε σημαντικό µέρος των εσόδων της για την ανακούφιση των βασικών αναγκών των εκτοπισμένων και παθόντων από την Τουρκική εισβολή.

Και προκειμένου να αναλυθεί ο στόχος επίτευξης ισότιμης κατανομής των οικονομικών βαρών που προκάλεσε η Τουρκική εισβολή πρέπει: (α) να εκτιμηθεί κατά πόσο η οικονομική βοήθεια που παρέχει το κράτος προς τους εκτοπισμένους και παθόντες είναι αρκετή, ώστε η κατανομή των οικονομικών βαρών να είναι ισότιμή, και (β) στο βαθμό που η κρατική οικονομική βοήθεια δεν ικανοποιεί πλήρως το στόχο επίτευξης ισότιμής κατανομής βαρών, να προταθούν εφικτά µέτρα πολιτικής που να οδηγούν στην επίτευξη αυτού του στόχου.

Η πολυσέλιδη μελέτη παρουσιάζει περιληπτικά εκτιμήσεις που έγιναν για το κόστος της Τουρκικής εισβολής και συνεχιζόμενης κατοχής και περιγράφονται, περιληπτικά, εναλλακτικά µέτρα πολιτικής που στοχεύουν στην προώθηση ισότιµης κατανοµής των οικονοµικών βαρών που προέκυψαν. Όµως, έχει το µειονέκτηµα ότι µέρος των απωλειών (κυρίως οι µη ιδιωτικές απώλειες) είναι αδύνατο να καταγράφουν διότι δεν υπάρχουν οι απαραίτητες πληροφορίες.

Στο κεφάλαιο «Μακροοικονομικές επιπτώσεις» αναφέρεται ότι η απώλεια κατά κεφαλήν εισοδήματος λόγω της εισβολής την περίοδο 1974-75 ήταν ΛΚ2023 σε τιμές 1995.

Ο αρνητικός αντίκτυπος της εισβολής στη μετέπειτα πορεία της Κυπριακής οικονομίας (λόγω της διαχρονικής εξάρτησης των οικονοµικών µεγεθών), συνέβαλε σε περαιτέρω µείωση του κατά κεφαλήν ΑΕΠ κατά ΛΚ2177 σε τιµές 1995.

Συνολικά, η απώλεια στο κατά κεφαλήν ΑΕΠ λόγω της Τουρκικής εισβολής εκτιµάται ότι ανέρχεται σε ΛΚ4200 τιµές 1995.

«Αυτό σημαίνει ότι, µε βάση ένα αντιπροσωπευτικό πληθυσμό 700 χιλιάδων κατοίκων, οι συνολικές απώλειες εισοδήματος για την Κυπριακή οικονομία λόγω της εισβολής πλησιάζουν τα ΛΚ3 δισεκατοµµύρια σε τιµές 1995. Σε αυτήν την εκτίμηση δεν λαμβάνονται υπόψη οι ζημιές που αναπληρώθηκαν.»

Στην μελέτη τονίζεται επίσης ότι «μεγάλο µέρος των αρνητικών επιδράσεων της εισβολής απορρόφησε το κράτος µε αύξηση πέραν του 80% των δημόσιων δαπανών την περίοδο 1974-76.

«Η εµπλοκή του κράτους ήταν απαραίτητη λόγω της προσφυγοποίησης µεγάλου µέρους του πληθυσµού, της µαζικής ανεργίας και της απώλειας µεγάλου µέρους της κοινωνιας».

Αναφέρεται επίσης ότι αυτές οι εκτιµήσεις εκφράζουν την ποσοτική µείωση του βιοτικού επιπέδου που προκύπτει από την οικονοµετρική ανάλυση και δεν περιλαµβάνουν την ποιοτική µείωση του βιοτικού επιπέδου από την επιδείνωση των συνθηκών διαβίωσης ενός µεγάλου τµήµατος του πληθυσµού.

«Η επεκτατική δηµοσιονοµική πολιτική επέδρασε θετικά στην ιδιωτική κατανάλωση και στις επενδύσεις και έδωσε ώθηση στην ανάληψη ιδιωτικών πρωτοβουλιών για επαναδραστηριοποίηση της οικονοµίας», τονίζεται στην μελέτη.

«Η ενδεδειγµένη υπό τις περιστάσεις αυτή η πολιτική οδήγησε σε αύξηση του δηµόσιου χρέους και του ελλείµµατος στο ισοζύγιο πληρωµών, αφού η αυξηµένη ζήτηση έπρεπε να στραφεί προς το εξωτερικό για να ικανοποιηθεί».
Ο καθηγητής Πασιαρδής αναφέρει ότι η Τουρκική εισβολή επηρέασε όλους τους τοµείς της Κυπριακής οικονοµίας ιδιαίτερα τη γεωργία λόγω της κατάληψης εύφορων περιοχών.

«Την περίοδο 1974-75 ο τοµέας της γεωργίας µειώθηκε κατά µέσο όρο 20% περίπου και έκτοτε ουδέποτε ανέκαµψε. Ο τοµέας της µεταποίησης όχι µόνο επηρεάστηκε λιγότερο από τον τοµέα της γεωργίας το 1974-75, αλλά ανέκαµψε και ακολούθησε αναπτυξιακή πορεία µετά το 1975. Η προώθηση της µεταποίησης ήταν µια συνειδητή κυβερνητική πολιτική, δεδοµένου ότι η Τουρκική κατοχή ήταν λιγότερο περιοριστική για την ανάπτυξη της µεταποίησης από ότι ήταν για την ανάπτυξη της γεωργίας. Οι επιπτώσεις της Τουρκικής εισβολής στον τοµέα των κατασκευών ήταν επίσης ιδιαίτερα έντονες τη διετία 1974-75».

Τονίζεται ότι μετά το 1975 ο ρυθµός αύξησης του τοµέα ήταν πολύ υψηλός, αλλά το χαµηλό επίπεδο από το οποίο άρχισε η ανάκαµψή του είχε ως αποτέλεσµα να περάσει αρκετός χρόνος (µέχρι τις αρχές της δεκαετίας του 1980) για να επανέλθει στο φυσιολογικό του επίπεδο.

Ο τοµέας του τουρισµού παρουσιάζει ξεχωριστό ενδιαφέρον διότι, ενώ το 1974-75 µειώθηκε στα 2/5 του µεγέθους που υπολογίζεται ότι θα είχε χωρίς την εισβολή, µετά το 1975 παρουσίασε µια δραµατική αύξηση, που συνεχίστηκε µέχρι τις αρχές της δεκαετίας του 1990.

«Η προστιθέµενη αξία του σε σταθερές τιµές δεκαπλασιάστηκε και το µερίδιό του στο ΑΕΠ ξεπέρασε το 20%. Εκτιµάται ότι η Τουρκική εισβολή επιτάχυνε το ρυθµό ανάπτυξης του τουρισµού στις ελεύθερες περιοχές, πέραν του σηµείου που θα συνέβαινε χωρίς την εισβολή».

Οι εξελίξεις αυτές δυνατό να αποδοθούν στα κυβερνητικά κίνητρα για επίσπευση της ανάπτυξης του τουρισμού (χαµηλότοκα δάνεια, φορολογικές ελαφρύνσεις κλπ) µε σκοπό αυτός να αποτελέσει µοχλό οικονοµικής επαναδραστηριοποίησης και αντιµετώπισης του οικονοµικού αδιεξόδου που δηµιούργησε η εισβολή.

Στο κεφάλαιο «Οριστικές απώλειες και απώλειες πρόσβασης», αναφέρεται ότι οι οριστικές ιδιωτικές απώλειες που προκάλεσε η Τουρκική εισβολή (ιδιωτικά αγαθά που καταστράφηκαν ή κλάπηκαν) υπολογίζεται ότι ανέρχονται σε ΛΚ3167 εκατοµµύρια σε τιµές 1995.

Το ήµισυ περίπου των απωλειών αυτών είναι σε µορφή ιδιωτικών οικιστικών µονάδων, περιλαµβανοµένου του εξοπλισµού τους.

Το υπόλοιπο ήµισυ είναι απώλειες που είχαν υποστεί ιδιωτικές επιχειρήσεις και περιλαµβάνουν κτιριακές εγκαταστάσεις, µεταφορικά µέσα και άλλος εξοπλισµός, εµπορεύµατα και πρώτες ύλες κλπ.

* Κατεβάστε δωρεάν την ηλεκτρονική έκδοση της “24” στο http://24newspaper.com.cy!