Αλήθειες και μύθοι για τη τιμή της βενζίνης

{loadposition ba_textlink}

Οι αλήθειες για τη τιμή της βενζίνης.

Πρώτη αλήθεια είναι ότι περίπου το  60% της τελικής τιμής της βενζίνης αντιπροσωπεύει φόρους και τέλη που μένουν αμετάβλητοι, αναλυτικότερα:

  • Φόρος Κατανάλωσης βρίσκεται σταθερά στα 48,9 σεντ το λίτρο τη βενζίνη.
  • 1,08 σεντ το λίτρο για τον Κυπριακό Οργανισμό Διαχείρισης Αποθεμάτων Πετρελαιοειδών (ΚΟΔΑΠ)
  • Και επιπρόσθετα πάνω στη τελική τιμή το 19% του ΦΠΑ

Δεύτερη αλήθεια είναι ότι η τιμή του αργού δεν επηρεάζει άμεσα τις τιμές των προϊόντων οι οποίες συναρτώνται από την εποχικότητα, την προσφορά και τη ζήτηση και διαφορετικούς γεωπολιτικούς παράγοντες. Τα διυλιστήρια της Μεσογείου τιμολογούν τα προϊόντα τους βάσει της διεθνούς τιμής που διαμορφώνεται στην αγορά της Μεσογείου (Platts Μεσογείου). Οι τιμές Platts διαμορφώνονται σε δολάρια ανά μετρικό τόνο, ενώ οι διυλιστηριακές τιμές σε ευρώ ανά κυβικό μέτρο, με αποτέλεσμα η διυλιστηριακή τιμή, που παίρνει ως βάση την τιμή Platts να επηρεάζεται και από την ισοτιμία δολαρίου/ευρώ. Οι εταιρίες προβαίνουν σε συμφωνίες με τα διυλιστήρια 1 χρόνο προηγουμένως για την κάλυψη των αναγκών σε καύσιμα σήμερα και οι τιμές καθορίζονται με βάση των δείκτη τιμών των διυλισμένων προϊόντων κατά την παραλαβή. Συνυπολογίζουμε και το γεγονός  ότι είμαστε νησί και βρισκόμαστε στο ανατολικότερο σημείο της Μεσογείου, τα έξοδα μεταφοράς είναι αυξημένα εν αντιθέσει με ευρωπαϊκές χώρες που έχουν δικά τους διυλιστήρια και η τιμή της βενζίνης είναι πολύ ακριβότερη από την δική μας, βλ. Ελλάδα, Ιταλία (πίνακας 1).

Έτσι διαμορφώνεται η διυλιστηριακή τιμή, την οποία αγοράσουν στη συνέχεια οι εταιρείες εμπορίας και εγκρίνει το υπουργείο ενέργειας, εμπορίου, βιομηχανίας και τουρισμού. Ακολούθως την αγοράζουν οι πρατηριούχοι που έχουν ένα  μεικτό περιθώριο κέρδους 4% περίπου για τα πρατήρια και έτσι διαμορφώνεται  η τιμή της αντλίας στην οποία προμηθεύεται ο καταναλωτής και που βεβαίως θα είναι πολύ πιο ψηλή από τις μειώσεις του αργού.

Ποιος κερδίζει τι;

Στην Κύπρο υπάρχουν τριών ειδών πρατήρια:

  • Τα πρατήρια που λειτουργούν με το παλιό σύστημα, σύμφωνα με το όποιο ο πρατηριούχος ενοικιάζει το πρατήριο, την επωνυμία και τον εξοπλισμό από την εταιρεία από την οποία προμηθεύεται και το εμπόρευμα με μεικτό κέρδος 4%.
  • Τα εταιρικά πρατήρια τα οποία ανήκουν απευθείας στις εταιρίες άρα δεν υπάρχει επιπρόσθετο ποσοστό προμήθειας στη τιμή της βενζίνης.
  • Και τα πρατήρια που κτίστηκαν από ιδιώτες οι οποίοι εμπορεύονται από τις εταιρίες με μικτό κέρδος 8%.

Αυτό δικαιολογεί την μικρή διαφορά στη τιμή της βενζίνης από πρατήριο σε πρατήριο, αφού η πρώτη κατηγορία πρατηριούχων λόγο του μικρού ποσοστού κέρδους δεν δίνατε για δραστικές μειώσεις στη τιμή των καύσιμων, σ’ αυτό  συνυπολογίσουμε και το μεγάλο αριθμό πρατήριων που μοιράζει τη μερίδα του λέοντος σε λίτρα άρα και σε ποσοστά κέρδους, ενώ τα έξοδα συντήρησης πρατηρίου, παρόλη την οποιαδήποτε μείωση μπορεί να προκύψει στις πωλήσεις, παραμένουν σταθερά.  Με πρόχειρους  υπολογισμούς όμως οι τιμές από πρατήριο σε πρατήριο είναι τόσο κοντά, παρόλο το καθεστώς φιλελευθεροποίησης στις τιμές που υπάρχει από το 2004, που το όφελος για τον καταναλωτή εάν επιλεγεί το φθηνότερο πρατήριο, από τη στιγμή βεβαία που βρίσκεται στην περιοχή  του και δεν προκύπτουν έξοδα μετακίνησης, να ανέρχεται στα €8 με €10 το χρόνο.

Συνοψίζοντας, έχουμε λοιπόν το κράτος να έχει ένα ποσοστό κέρδους 60%, τις εταιρίες ένα 30-35% συμπεριλαμβανόμενου του υπαλληλικού προσωπικού, τη δημιουργία των πρατηρίων που ανέρχεται σχεδόν στο 1εκ ευρώ, τα έξοδα μεταφοράς κτλ και τους πρατηριούχους με μεικτό κέρδος στο 4%.

Και τίθεται το ερώτημα, μήπως τελικά  το κράτος πρέπει επιτέλους να αναλάβει τις ευθύνες του και να σταματήσει να ρίχνει την υπαιτιότητα για τη τιμή των καυσίμων στις εταιρίες και στους πρατηριούχους και όταν υπάρχει αύξηση στη τιμή της βενζίνης να μειώνει το φόρο κατανάλωσης αφού έτσι και αλλιώς τον συμπληρώνει  με το επί της % του Φόρου Προστιθέμενης Αξίας;