Αναδρομή στην Ιστορία μας

Τα τελευταία 61 χρόνια η Κύπρος σαν χώρα προσπαθεί να συμφιλιωθεί, μέσα από τις διαμάχες και τα συμφέροντα όχι μόνο των δύο πλευρών που κατοικούν και γεννηθήκαν εδώ, αλλά και πολλών άλλων που εμπλέκονται με συμφέροντα, όπως η Τουρκία, η Ελλάδα, η Αγγλία, η Ευρώπη, μέχρι και η Αμερική και η Ρωσία. Κύριος λόγος είναι η γεωστρατηγική θέση της Κύπρου αλλά ένας δεύτερος και σημαντικότατος λόγος τα πετρέλαια όλης της Μέσης Ανατολής. 

Αρχικά το Κυπριακό ήταν αποικιακό ζήτημα το οποίο οι Άγγλοι δημιούργησαν όταν στις 5 Νοεμβρίου 1914, προσάρτησαν την Κύπρο καθιστώντας την «αποικία του Στέμματος». Η Ελληνική προσφυγή στον ΟΗΕ για Εθνική αυτοδιάθεση των Ελλήνων της Κύπρου έκανε τους Άγγλους να σχεδιάσουν και να μετατρέψουν το Κυπριακό, από αποικιακό ζήτημα σε ελληνοτουρκική διαφορά. Το 1955 ξεκίνησε ένοπλος αγώνας κατά της Βρετανικής Κατοχής του νησιού υπό την ηγεσία της οργάνωσης ΕΟΚΑ με αρχηγό τον Γεώργιο Γρίβα «Διγενή», με στόχο την «Ένωση» της Κύπρου με το Ελληνικό Κράτος. 

Οι Τουρκοκύπριοι, μην επιθυμώντας την Ένωση που επεδίωκε η δική μας πλευρά, τάχθηκαν κατά της «Ένωσης» και συντάχθηκαν με τους Άγγλους. Η Τουρκία, επικαλούμενη την προστασία της τουρκοκυπριακής κοινότητας, πέτυχε να καταστεί ισότιμος συνομιλητής για τη διευθέτηση του προβλήματος επιδιώκοντας να αποτρέψει την «Ένωση» . Όταν άρχισε να διαγράφεται η πιθανότητα ανεξαρτητοποίησης, οι Τουρκοκύπριου προέβαλαν το αίτημα για διαίρεση του νησιού σε δύο κράτη («taksim», διχοτόμηση) και η Βρετανική Κυβέρνηση του Χάρολντ Μακμίλαν από τον Ιανουάριο του 1957 άρχισε να προετοιμάζει τη διχοτόμηση επιδιώκοντας ουσιαστικά να αναγκάσει τους Ελληνοκυπρίους να εγκαταλείψουν το αίτημα για αυτοδιάθεση. Το 1955 ο Φαζίλ Κιουτσούκ είχε ιδρύσει το κόμμα «Η Κύπρος είναι Τουρκική» στην Κύπρο.

Οι Βρετανοί εξόρισαν στις 9 Μαρτίου 1956 τον Αρχιεπίσκοπο Μακάριο και τον Μητροπολίτη Κυρηνείας Κυπριανό στις Σεϋχέλλες για έναν χρόνο. 

Παράλληλα, οι Ελληνικές Κυβερνήσεις δίσταζαν να αντιπαρατεθούν με την Αγγλία λόγω της βοήθειας που αυτή είχε προσφέρει στα κυβερνητικά στρατεύματα εναντίον των κομμουνιστών από την απελευθέρωση και μετά. Χαρακτηριστική είναι η φράση, την οποία φέρεται να είπε ο Γεώργιος Παπανδρέου το 1950 (πριν την έναρξη του απελευθερωτικού αγώνα κατά των Βρετανών) ως Υπουργός Εσωτερικών στον τότε δήμαρχο Λευκωσίας:

 «Η Ελλάς αναπνέει με δύο πνεύμονας, τον μεν αγγλικόν, τον δε αμερικανικόν, και δι’ αυτό δεν ημπορεί να πάθει ασφυξία λόγω του Κυπριακού». 

Η αντιπαλότητα μεταξύ Ελληνοκυπρίων και Τουρκοκυπρίων εξελίχθηκε το 1958 σε ένοπλη σύγκρουση με νεκρούς και από τις δύο πλευρές. Το καλοκαίρι του 1958 η βία ήταν πρωτοφανής, και επέδρασε καταλυτικά στην περαιτέρω εξέλιξη του Κυπριακού λόγω του ψυχολογικού κλίματος που δημιούργησε. Η κλιμάκωση των διακοινοτικών συγκρούσεων δημιουργούσε την εντύπωση ότι η συμβίωση των δύο κοινοτήτων ήταν αδύνατη. Ένα από τα πολλά συμβάντα σημειώθηκε στις 12 Ιουνίου 1958, όταν ένοπλοι Τουρκοκύπριοι σκότωσαν οκτώ Ελληνοκύπριους χωρικούς στο Κιόνελι.

 Οι Τουρκοκύπριοι είχαν δημιουργήσει την μυστική ένοπλη οργάνωση Τ.Μ.Τ (Τουρκική Αντιστασιακή Οργάνωση) η οποία ιδρύθηκε από το Τούρκικο Στρατό και με τουρκοκύπριους εθελοντές. 

Σύνθημα της Τ.Μ.Τ. ήταν “Η Κύπρος είναι τουρκική” και ” Διχοτόμηση ή θάνατος”. 

Ο πρωταρχικός στόχος που ήταν ο εξοπλισμός από τους Τούρκους επιτεύχθηκε από το 1958, με την εκπαίδευση και η οργάνωση μαχητών της ΤΜΤ στην Κύπρο. Το 1960  οπλισμός μεταφέρθηκε λαθραία από την Τουρκία στην Κύπρο. 

Οι Συνθήκες Ζυρίχης-Λονδίνου

Τον Φεβρουάριο 1959 υπεγράφησαν μεταξύ Μεγάλης Βρετανίας, Ελλάδας, Τουρκίας, Ελληνοκυπριακής και Τουρκοκυπριακής κοινότητας οι Συνθήκες Ζυρίχης-Λονδίνου, με τις οποίες ιδρυόταν ανεξάρτητο κράτος, η Κυπριακή Δημοκρατία. Οι Συνθήκες τέθηκαν σε ισχύ στις 16 Αυγούστου 1960 μετά από δεκαοκτάμηνη μεταβατική περίοδο κατά την οποία συντάχθηκε το Σύνταγμα, συγκροτήθηκε ο διοικητικός μηχανισμός του νέου κράτους και ρυθμίστηκε το θέμα των κυρίαρχων Βρετανικών βάσεων στην Κύπρο. 

•Η ανεξαρτησία της Κυπριακής Δημοκρατίας δεν ανταποκρινόταν στα αιτήματα καμιάς από τις δύο πλευρές και υποσκαπτόταν και από τις δύο.

•Η Μεγάλη Βρετανία από την πλευρά της, θέλοντας να δείξει πως μόνο με την κυριαρχία της στο νησί μπορούσαν να ζήσουν οι δύο κοινότητες ειρηνικά, δεν έβλεπε θετικά ούτε το ενιαίο ανεξάρτητο κράτος ούτε τη διχοτόμηση σε δύο ανεξάρτητα κράτη. 

•Οι ΗΠΑ έβλεπαν με καχυποψία ένα νέο ανεξάρτητο κράτος στην Ανατολική Μεσόγειο, που έφευγε από την κυριαρχία μιας χώρας του ΝΑΤΟ και μπορούσε να προσχωρήσει στο Κίνημα των Αδεσμεύτων ή ακόμα και στη σφαίρα επιρροής της Σοβιετικής Ένωσης. 

Πολιτειακές δυσλειτουργίες

•Το πολίτευμα που προέβλεπαν οι Συνθήκες Ζυρίχης-Λονδίνου στηριζόταν στη δυαδική αρχή, δηλαδή στη συνεργασία μεταξύ των δύο κοινοτήτων, τις οποίες διαχώριζε το Σύνταγμα με βάση την καταγωγή, τη γλώσσα, την πολιτιστική ταυτότητα ή τη θρησκεία. 

•Σύμφωνα με το Σύνταγμα, ο Πρόεδρος θα ήταν Ελληνοκύπριος, ενώ ο Αντιπρόεδρος Τουρκοκύπριος, με καθένα από τους δυο να έχει δικαιώματα αρνησικυρίας (βέτο) στις αποφάσεις των πολιτειακών οργάνων. 

•Πρώτος Πρόεδρος της Κυπριακής Δημοκρατίας εξελέγη ο Αρχιεπίσκοπος Μακάριος και αντιπρόεδρος ο Φαζίλ Κιουτσούκ, ηγέτης της τουρκοκυπριακής κοινότητας.

•Το Υπουργικό Συμβούλιο και η Βουλή των Αντιπροσώπων επίσης απαρτίζονταν από μέλη και των δύο κοινοτήτων με αναλογία 7 προς 3. Αντίστοιχη αναλογία έπρεπε να εφαρμοστεί και στη στελέχωση της Δημόσιας Διοίκησης. 

•Εκείνο που δεν προέβλεπε ουσιαστικά το Σύνταγμα ήταν η επίλυση διαφωνιών ανάμεσα στις δύο κοινότητες και η δυνατότητα αναθεώρησής του. 

•Συνολικά, το Σύνταγμα λειτούργησε διχαστικά καθώς εμφάνιζε σε όλες τις περιπτώσεις δύο χωριστούς φορείς κρατικής εξουσίας που αισθάνονταν υπόλογοι στις οικείες εθνικές κοινότητές τους και ποτέ ένα ενιαίο κράτος υπόλογο στο σύνολο του κυπριακού λαού. 

Τα πρώτα αδιέξοδα 

Τα πρώτα αδιέξοδα άρχισαν στην εξωτερική πολιτική, τη στελέχωση δημοσίων υπηρεσιών, την οργάνωση κυπριακού στρατού, την τοπική αυτοδιοίκηση, τα οικονομικά και άλλα ζητήματα.

•Στην εξωτερική πολιτική, ο Μακάριος προωθούσε τις σχέσεις της Κύπρου με τις αδέσμευτες χώρες και συμμετείχε τον Αύγουστο του 1961 στη Σύνοδο των Αδεσμεύτων Χωρών στο Βελιγράδι.

•Στη στελέχωση της δημόσιας διοίκησης,  υπήρχαν διαφωνίες  στους διορισμούς Τουρκοκυπρίων 

•Τρία χρόνια μετά την ανεξαρτησία δεν είχε επιτευχθεί ακόμη η προβλεπόμενη αναλογία και στο Συνταγματικό Δικαστήριο της Κύπρου και εκκρεμούσαν προσφυγές. 

•Στη σύσταση και οργάνωση του στρατού, οι Τουρκοκύπριοι απαιτούσαν συγκρότηση χωριστών στρατιωτικών σωμάτων μέχρι το επίπεδο του λόχου, ώστε να αποκλείσουν την παρουσία Ελληνοκύπριων στρατιωτών σε πληθυσμιακά περιοχές Τουρκοκυπρίων. 

•Στα δημόσια οικονομικά, στα οποία οι νόμοι έπρεπε να εγκριθούν με χωριστές πλειοψηφίες από τους βουλευτές των δύο κοινοτήτων, οι Τουρκοκύπριοι βουλευτές αρνούνταν οποιαδήποτε συνεργασία για τη θέσπιση μόνιμου φορολογικού καθεστώτος. Αντιπρότειναν προσωρινούς νόμους βραχύχρονης ισχύος, ώστε να διατηρήσουν τη διαπραγματευτική τους δύναμη επί άλλων ζητημάτων στο νέο κράτος αφήνοντας σε εκκρεμότητα το φορολογικό ζήτημα. Ο Μακάριος καλούσε τις φοροεισπρακτικές υπηρεσίες να συλλέγουν τους φόρους ανεξάρτητα από την έγκριση του σχετικού νόμου ενώ ο Ντενκτάς καλούσε, αντίθετα, τους Τουρκοκυπρίους να μην πληρώνουν οποιοδήποτε φόρο στις αρχές της Δημοκρατίας.

Αποτέλεσμα όλων των προαναφερθέντων διαφωνιών ήταν τελικά να μην λειτουργούν κρίσιμοι τομείς κρατικής ευθύνης και κατ’ επέκταση το κράτος και το πολίτευμα, και οι δύο πλευρές άρχισαν και πάλει να οχυρώνονται σε νέες περιπέτειες.    

Οι ταραχές του Δεκεμβρίου του 1963

Όταν ξέσπασαν οι ταραχές του Δεκεμβρίου του 1963,  ένα σχέδιο των Τουρκοκυπρίων περιέγραφε ένα εθνικό πλάνο για να αποκτήσουν οι Τουρκοκύπριοι την πλήρη ελευθερία τους. Το έγγραφο με ημερομηνία 14 Σεπτεμβρίου 1963 με τις υπογραφές των Κιουτσούκ και Ντενκτάς, προέβαινε σε απολογισμό των τριών χρόνων ανεξαρτησίας και έλεγε, 

•Οι Έλληνες θα προσπαθήσουν να καταργήσουν τις συμφωνίες  Λονδίνου- Ζυρίχης και το Σύνταγμα. 

•Η εγκαθίδρυση χωριστού Κράτους στην περίπτωση που οι Έλληνες συνεχίσουν την … de- facto κατάργηση του Συντάγματος.

•Εξετάζονται τρόποι ώστε να αυξηθεί ο πληθυσμός των Τούρκων του νησιού με την είσοδο δήθεν τουριστών από την Τουρκία». 

•Οι Έλληνες θα μας δώσουν πολλές ευκαιρίες με τη συμπεριφορά τους.

Σχέδιο Ακρίτας

Στις 21 Απριλίου 1966 η εφημερίδα “Πατρίς”, δημοσίευσε το απόρρητο “Σχέδιο Ακρίτας”, που έγινε από τον Υπουργό Εσωτερικών Πολύκαρπο Γιωρκάτζη. Ο Γιωρκάτζης φέρεται να είχε συστήσει μυστική οργάνωση, με το ψευδώνυμο «Ακρίτας». Στην οργάνωση Γιωρκάτζη φέρεται να ήταν μέλος και ο πρώην Πρόεδρος της Κύπρου Τάσος Παπαδόπουλος. Το κείμενο ήταν ανάλυση των στόχων της ελληνοκυπριακής πολιτικής και των μεθόδων που έπρεπε να ακολουθηθούν, για να επιτευχθούν οι στόχοι αυτοί. Τελικός στόχος ήταν η Ένωση με την Ελλάδα.

 Επειδή όμως κάτι τέτοιο δεν ήταν εφικτό μετά την υπογραφή των Συνθηκών Ζυρίχης-Λονδίνου, θα έπρεπε πρώτα να αποδεσμευθεί η Κύπρος από αυτές τις Συνθήκες. 

Πολιτειακές δυσλειτουργίες θα εξυπηρετούσαν το σκοπό αυτόν,

•Σε αυτό το πλαίσιο θα έπρεπε να περάσει προς τη διεθνή κοινότητα η εντύπωση ότι, επικρατούσα είναι η ελληνοκυπριακή κοινότητα, η οποία θα όφειλε να είναι και ο βασικός συνομιλητής.

• Δεύτερος άμεσος στόχος ήταν, αφού καταδειχθούν οι δυσλειτουργίες του Συντάγματος, να καταστεί δυνατή η τροποποίησή του χωρίς τη συναίνεση ξένων κρατών. 

•Για να γίνει αυτό θα έπρεπε να παρουσιαστεί η τροποποίηση του Συντάγματος ως απόρροια του δικαιώματος της αυτοδιάθεσης των λαών και να μη συνδεθεί με την Ένωση. 

•Σε πρώτη φάση θα τροποποιούνταν οι διατάξεις που έδιναν δικαίωμα βέτο στους Τουρκοκυπρίους και θα αντικαθίσταντο από εγγυήσεις για τη μειονότητα. 

•Η τελική φάση του σχεδίου προέβλεπε τη διενέργεια δημοψηφίσματος για την Ένωση με την Ελλάδα.

•Το σχέδιο αναφέρεται στη χρήση ένοπλης βίας μόνο ως άμυνα στις αντιδράσεις των Τουρκοκυπρίων. 

•Με το σχέδιο Ακρίτας θα μπορούσε να γίνει εφικτή η απομάκρυνση των τουρκοκυπρίων από τη διοίκηση της Κύπρου.

Συνταγματική Κρίση – Τα  Δεκατρία  Σημεία

Στα τέλη του 1963 ξέσπασε κρίση. Στις 30 Νοεμβρίου 1963 ο Αρχιεπίσκοπος Μακάριος πρότεινε τροποποιήσεις στο Σύνταγμα τα «Δεκατρία Σημεία», που αφορούσαν στη διανομή των εξουσιών ανάμεσα στην ελληνοκυπριακή και τουρκοκυπριακή κοινότητα και θα το καθιστούσαν, κατά την ελληνοκυπριακή άποψη, πιο λειτουργικό και αποτελεσματικό. Οι τροποποιήσεις που πρότεινε ο Μακάριος, μεταξύ άλλων, αφαιρούσαν το δικαίωμα βέτο από τον Ελληνοκύπριο πρόεδρο και τον Τουρκοκύπριο αντιπρόεδρο και άλλαζαν το σύστημα των χωριστών πλειοψηφιών, περιορίζοντας τα υπέρ- προνόμια της τουρκοκυπριακής κοινότητας σε εξασφαλισμένα δικαιώματα μειονότητας. Η τουρκοκυπριακή κοινότητα θεώρησε αυτές τις προτάσεις ως προσπάθεια αλλαγής της Συνθήκης Ζυρίχης-Λονδίνου και περιορισμού των δικαιωμάτων της. Στις 17 Ιουνίου 1963, είχε πέσει στην Ελλάδα η Κυβέρνηση Καραμανλή, η οποία είχε εκφράσει με τον πιο κατηγορηματικό τρόπο την αντίθεσή της σε αλλαγή των Διεθνών Συμφωνιών για την Κύπρο ήδη από τον Απρίλιο του 1963. 

Τα  Ματωμένα  Χριστούγεννα  του  1963

Τη συνταγματική κρίση διαδέχονται διακοινοτικές ταραχές με αφορμή αστυνομικό έλεγχο Τουρκοκυπρίων από Ελληνοκύπριους αστυνομικούς. Στις 21 Δεκεμβρίου, αστυνομική περίπολος επιχείρησε να ερευνήσει αυτοκίνητο στο οποίο επέβαιναν Τουρκοκύπριοι στα όρια της Ελληνοκυπριακής συνοικίας της παλιάς πόλης. Οι Τουρκοκύπριοι αρνήθηκαν να υποβληθούν σε έρευνα, ακολουθώντας τις οδηγίες της Τ.Μ.Τ. και το επεισόδιο εξελίχθηκε σε συμπλοκή μεταξύ του Τουρκοκυπριακού πλήθους που άρχισε να συγκεντρώνεται στο σημείο του συμβάντος και των Ελληνοκύπριων αστυνομικών με αποτέλεσμα τον θάνατο δύο Τουρκοκυπρίων.

 Αυτή ήταν η σπίθα για την αναμενόμενη έκρηξη. Μέχρι το πρωί τα βίαια επεισόδια επεκτάθηκαν στη Λευκωσία, την Λάρνακα, την Αμμόχωστο, και την Κερύνεια. Η  ΤΟΥΡΔΥΚ (το Τουρκικό στρατιωτικό απόσπασμα που εγκαταστάθηκε στην Κύπρο με βάση τη Συνθήκη Συμμαχίας) βγαίνει, την ημέρα των Χριστουγέννων, από το στρατόπεδο της και  συμμετέχει στις συγκρούσεις υποστηρίζοντας την προσπάθεια των Τουρκοκυπρίων. H ΕΛΔΥΚ εγκαταλείπει το στρατόπεδο της προς υποστήριξη των Ελληνοκυπρίων αλλά επιστρέφει σε αυτό όταν ο Πρόεδρος Μακάριος αποδέχεται την κοινή παρέμβαση των Εγγυητριών Δυνάμεων για εκτόνωση της κρίσης. Στις 26 Δεκεμβρίου 1963 η ελληνοκυπριακή πλευρά παραδίδει στον Ερυθρό Σταυρό 800 γυναικόπαιδα Τουρκοκύπριους, που είχαν απομακρυνθεί από την περιοχή των μαχών. Παράλληλα η Τουρκοκυπριακή πλευρά παραδίδει 26 Ελληνοκύπριους.

Ειρηνευτικές πρωτοβουλίες και συνέχιση των ταραχών

Στις 30 Δεκεμβρίου 1963 υπογράφηκε η πρώτη συμφωνία κατάπαυσης του πυρός και με την ίδια συμφωνία χαράχθηκε και η Πράσινη Γραμμή κατά μήκος του κέντρου της Λευκωσίας για να χωρίσει τις βόρειες τουρκοκυπριακές από τις νότιες ελληνοκυπριακές συνοικίες της. Στις 15 Ιανουαρίου 1964 συνήλθε πενταμερής συνδιάσκεψη στο Λονδίνο για την εξεύρεση λύσης. Εκεί οι Τουρκοκύπριοι δεν ζητούσαν πια απλές ενισχύσεις των εγγυήσεων για την τήρηση του Συντάγματος αλλά τον γεωγραφικό διαχωρισμό των δυο κοινοτήτων με μετακίνηση πληθυσμών και την ομοσπονδοποίηση του κράτους.

Αντίστοιχα, ούτε και οι Ελληνοκύπριοι ζήτησαν απλές τροποποιήσεις του Συντάγματος αλλά επεδίωξαν την ενοποίηση του κράτους και την κατάργηση των Συμφωνιών Ζυρίχης- Λονδίνου. Η υπέρβαση, και από τις δύο πλευρές, των αιτημάτων που είχαν προκαλέσει αρχικά την κρίση καθώς και η σπουδή τους, στο τραπέζι των συνομιλιών, να προτείνουν πολύ ευρύτερα μέτρα που ουσιαστικά καταργούσαν τις συνθήκες και το Σύνταγμα, δείχνει ότι δεν ενδιέφερε τις δύο πλευρές η τήρηση των Συμφωνιών. 

Το αποτέλεσμα ήταν η συνδιάσκεψη να οδηγηθεί ουσιαστικά σε αδιέξοδο και αποτυχία. Από τις 30 Δεκεμβρίου 1963 ο Δρ Κιουτσούκ είχε ήδη διακηρύξει ότι “το Σύνταγμα είναι νεκρό” και ότι δεν υπήρχε πλέον προοπτική συνύπαρξης των δυο κοινοτήτων στην Κύπρο. Σε συνέντευξη του στη Le-Monde στις 10 Ιανουαρίου 1964 προχωρά ακόμα ένα βήμα. “Θέλουμε” αναφέρει “χωριστό κράτος. Ήδη προχωρούμε προς την κατεύθυνση της δημιουργίας χωριστής διοίκησης, έχουμε δική μας αστυνομία και τηλεπικοινωνίες. Μετά τη Συνδιάσκεψη του Λονδίνου, θα επεκτείνουμε την αυτονομία μας. Σε ότι αφορά εμάς, η Κυβέρνηση του Αρχιεπισκόπου Μακαρίου δεν υφίσταται πλέον”. 

Η Συνδιάσκεψη του Λονδίνου απέτυχε να ειρηνεύσει την Κύπρο και το ζήτημα μεταφέρθηκε στο Συμβούλιο Ασφαλείας των Ηνωμένων Εθνών, το οποίο με την απόφασή του αρ. 186/4-3-1964 εγκατέστησε για πρώτη φορά στην Κύπρο ειρηνευτική δύναμη 7.000 ανδρών, την ΟΥΝΦΙΚΥΠ. Στο διάστημα αυτό πολλοί Τουρκοκύπριοι εγκατέλειψαν τα μεικτά χωριά στα οποία ζούσαν και κατέφυγαν σε θύλακες, οι περισσότεροι κοντά ή μέσα στις πόλεις. Στον φόβο που τους προξενούσαν οι ελληνοκυπριακές επιθέσεις προστέθηκε το οργανωμένο σχέδιο εξαναγκασμού τους από την τουρκοκυπριακή ηγεσία και την Τ.Μ.Τ. που προσπαθούσαν να επιτύχουν τη δημιουργία αμιγών θυλάκων και την de-facto διχοτόμηση του νησιού. 

Η Τουρκία και Ελλάδα ενεπλάκησαν ενεργά στη διαμάχη, η μεν πρώτη με την διενέργεια βομβαρδισμών (η προγραμματιζόμενη εισβολή απετράπη έπειτα από επέμβαση του αμερικανικού παράγοντα λόγω της ανοιχτής στήριξης της ΕΣΣΔ προς τον Μακάριο), η δε δεύτερη με την αποστολή στρατιωτικού σώματος πέραν των όσων προέβλεπαν οι Συμφωνίες Ζυρίχης-Λονδίνου. Η Κυπριακή Κυβέρνηση ζήτησε από την Ελλάδα την αποστολή επιπλέον στρατού. Η Ελληνική Κυβέρνηση ανταποκρίθηκε, στέλνοντας 5.000 άνδρες υπό τη διοίκηση του Γρίβα, ο οποίος έτσι τον Ιούνιο του 1964 επέστρεψε στο νησί με τη διστακτικά σύμφωνη γνώμη του Μακάριου και τον Αύγουστο του ίδιου έτους ανέλαβε τη διοίκηση και της Εθνικής Φρουράς. Ο Γρίβας εστάλη, γιατί θεωρήθηκε ότι θα ήταν ο μόνος που θα μπορούσε να ελέγξει τους παραστρατιωτικούς, πράγμα το οποίο και πέτυχε.

Τουρκική αεροπορική επιδρομή στην Τηλλυρία  

Οι ταραχές κλιμακώθηκαν στρατιωτικά στις αρχές Αυγούστου του 1964, όταν ελληνικές δυνάμεις και δυνάμεις της Εθνικής Φρουράς επιτέθηκαν στον τουρκοκυπριακό θύλακα των Κοκκίνων στις βόρειες ακτές του νησιού. Αιτία της επίθεσης ήταν ότι ο παράκτιος θύλακας χρησιμοποιούνταν ως βάση για την εισαγωγή όπλων και μαχητών από την Τουρκία. Η Τουρκία αντέδρασε άμεσα στην επίθεση και η τουρκική Αεροπορία βομβάρδισε ελληνοκυπριακές θέσεις στην Τυλληρία με βόμβες ναπάλμ, καθιστώντας σαφείς τις προθέσεις της σε περίπτωση εμπλοκής. 55 Ελληνοκύπριοι σκοτώθηκαν, εκ των οποίων οι 28 πολίτες.

Η αποστολή δυνάμεων του ΟΗΕ για την τήρηση της ανακωχής κατά μήκος της Πράσινης Γραμμής κατέδειξε ότι το κυπριακό πρόβλημα παρέμενε ενεργό και είχε προσλάβει έναν διεθνή χαρακτήρα, τον οποίο εξακολουθεί να διατηρεί ως τις μέρες μας. Παράλληλα αποτέλεσμα των συγκρούσεων αυτών ήταν η δημιουργία δύο «πράσινων γραμμών» ανάμεσα στις δύο κοινότητες, μιας γεωγραφικής και μιας ψυχολογικής 

H Περίοδος 1964-1974

Μετά την κλιμάκωση της έντασης με την τουρκική επίθεση τον Αύγουστο του 1964 στην Τηλλυρία, τις ταραχές διαδέχτηκε αρχικά σχετική ηρεμία. Ο Μακάριος, όταν έχασε τον έλεγχο της Εθνικής Φρουράς, συνέστησε παραστρατιωτικές ομάδες και τις εξόπλισε με όπλα από την Τσεχοσλοβακία, κάτι που μαθεύτηκε και προκάλεσε διεθνείς αντιδράσεις, αναγκάζοντάς τον να παραδώσει τον βαρύτερο οπλισμό στις δυνάμεις του ΟΗΕ προς φύλαξη. Η Κυπριακή Κυβέρνηση, φοβούμενη επέμβαση της Τουρκίας σε περίπτωση περαιτέρω ενόπλων ταραχών, άλλαξε πολιτική και επέβαλε το 1964 οικονομικές κυρώσεις (εμπάργκο) στους τουρκοκυπριακούς θύλακες περιορίζοντας τη διακίνηση αγαθών οι οποίες όμως μέχρι το τέλος του χρόνου ουσιαστικά τερματίζονται. Το Νοέμβριο του 1967 ελληνοκυπριακές δυνάμεις επιτέθηκαν στους Τουρκοκυπρίους στις περιοχές Άγιος Θεόδωρος και Κοφίνου δυτικά της Λάρνακας ύστερα από εντάσεις και προκλήσεις μεταξύ των δύο πλευρών, με αποτέλεσμα τον θάνατο 22 Τουρκοκυπρίων και ενός Ελληνοκυπρίου. Η Τουρκία απείλησε να εισβάλει στο νησί και η εισβολή απετράπη μόνο με ανταλλάγματα την απόσυρση της ελληνικής μεραρχίας από την Κύπρο και την ανάκληση του Γρίβα στην Ελλάδα. 

Στην εξωτερική πολιτική ο Μακάριος προσέγγισε το Κίνημα των Αδεσμεύτων, την Ε.Σ.Σ.Δ. και το Σύμφωνο της Βαρσοβίας, υπολογίζοντας στην αντίδραση των τελευταίων σε μια τουρκική εισβολή. Πρόθεσή του ήταν να παρουσιάσει την Κύπρο ως μια ανεξάρτητη χώρα και να επισείσει το κίνδυνο γεωγραφικής επέκτασης του ΝΑΤΟ σε περίπτωση τουρκικής εισβολής. Η Ε.Σ.Σ.Δ. στην αρχή τάχθηκε με το μέρος του Μακάριου, θέλοντας να αποτρέψει την είσοδο της Κύπρου στο ΝΑΤΟ, αργότερα όμως αναγνώρισε ότι οι καλές σχέσεις με την Τουρκία λόγω των Στενών του Βοσπόρου ήταν προτιμότερες.

Στο μεταξύ οι τουρκοκυπριακοί θύλακες οργανώθηκαν με στρατό και κρατική διοίκηση, εγκαθιδρύοντας στις 24 Δεκεμβρίου 1967 ένα κράτος εν κράτει με την ονομασία “Προσωρινή Τουρκοκυπριακή Διοίκηση” κατά παράβαση των Συνθηκών Ζυρίχης-Λονδίνου και του Συντάγματος, που απαγόρευαν ρητά την αποσχιστική ανεξαρτητοποίηση μέρους της Κυπριακής Δημοκρατίας. Αυτό το κράτος εν κράτει διέθετε “βουλή” και “εκτελεστικό συμβούλιο”, αλλά και αστυνομία, ταχυδρομείο, ραδιόφωνο, ακόμη και ποδοσφαιρική ομοσπονδία. Οι Τουρκοκύπριοι που ζούσαν εκτός θυλάκων είχαν περιορισμένα δικαιώματα σε σχέση με τους Ελληνοκύπριους και ταυτίζονταν μάλλον με την Τουρκοκυπριακή Διοίκηση παρά με το επίσημο κράτος της Κύπρου, το οποίο είχε περιέλθει εξ ολοκλήρου στους Ελληνοκυπρίους. Ακόμα και οι Τουρκοκύπριοι που ζούσαν εκτός θυλάκων υπηρετούσαν τη στρατιωτική τους θητεία στον τουρκοκυπριακό στρατό. Ο τουρκοκυπριακός εθνικισμός φούντωνε και η απομόνωση από τους Ελληνοκυπρίους αρκετές φορές επιδιωκόταν 

Σχέδιο Άτσεσον

Το 1964, ο Πρόεδρος των ΗΠΑ Λύντον Τζόνσον αναθέτει στον πρώην Υπουργό Εξωτερικών Ντην Άτσεσον να μεσολαβήσει για την εξεύρεση λύσης. Ο Άτσεσον καταστρώνει δύο σχέδια, τα οποία όμως τελικά απορρίπτονται από τα εμπλεκόμενα μέρη. Βάση και των δύο σχεδίων ήταν η ένωση της Κύπρου με την Ελλάδα έναντι ανταλλαγμάτων προς την Τουρκία. Το πρώτο σχέδιο προέβλεπε παραχώρηση στην Τουρκία της χερσονήσου της Καρπασίας για τη δημιουργία κυρίαρχης στρατιωτικής βάσης. Με τον τρόπο αυτόν εξασφαλιζόταν ότι δε θα χρησιμοποιηθεί η Κύπρος ως εφαλτήριο για επίθεση εναντίον της από τους Έλληνες. Παράλληλα θα παραχωρούνταν προνόμια αυτοδιοίκησης σε ορισμένες περιοχές στους Τουρκοκύπριους. Το σχέδιο αυτό απέρριψε ο Μακάριος, θεωρώντας το διχοτόμηση και εμμένοντας στην άνευ όρων Ένωση, ενώ ο Γεώργιος Παπανδρέου ήταν πρόθυμος να το συζητήσει. Το δεύτερο σχέδιο προέβλεπε απλή εκμίσθωση της Καρπασίας στην Τουρκία και παραχώρηση του Καστελλόριζου από την Ελλάδα στην Τουρκία. Και αυτό το σχέδιο το απέρριψε ο Μακάριος, ενώ στη συνέχεια το απέρριψε και η Τουρκία, η οποία συζητούσε μόνο παραχώρηση κυρίαρχης βάσης ως αντάλλαγμα. Το Σχέδιο Άτσεσον έμεινε έτσι στην ιστορία για άλλους ως μεγάλη χαμένη ευκαιρία για το Κυπριακό, ενώ για άλλους ως πρώτη αποτυχημένη απόπειρα διχοτόμησης της Κύπρου.

Σχέσεις Αθήνας-Λευκωσίας

Οι σχέσεις Αθήνας-Λευκωσίας δεν ήταν οι καλύτερες δυνατές. Οι Ελληνοκύπριοι θεωρούσαν τις Συνθήκες Λονδίνου-Ζυρίχης προδοσία από τη μεριά της Αθήνας του αγώνα για Ένωση, στάση που καταλόγιζε ως το τέλος της ζωής του ο Κωνσταντίνος Καραμανλής στον Μακάριο. Η απουσία αντίδρασης στους τουρκικούς βομβαρδισμούς του Αυγούστου του 1964 απογοήτευσε εκ νέου την Κυπριακή Κυβέρνηση. Από την άλλη η Ελληνική Κυβέρνηση είχε καταστήσει από την αρχή σαφές, ότι δεν επιθυμούσε σύρραξη με την Τουρκία και ότι στη χάραξη της πολιτικής της όφειλε να λάβει υπ’ όψιν και τους ελληνικούς πληθυσμούς στην Τουρκία. Στη διατάραξη των σχέσεων συντελούσε και η αντίληψη της Αθήνας, η οποία ήθελε να έχει το πάνω χέρι στις διαπραγματεύσεις για το Κυπριακό, πράγμα που ο Μακάριος δεν ήταν διατεθειμένος να δεχθεί. Η ανακοίνωση των «Δεκατριών Σημείων» από τον Μακάριο, που στάθηκαν η αιτία για τις ενδοκοινοτικές ταραχές της Ελληνικής Κυβέρνησης, η οποία όχι μόνο δε θα είχε συμφωνήσει σε κάτι τέτοιο, αλλά και είχε προειδοποιήσει τον Μακάριο, ότι σε περίπτωση μονομερούς καταγγελίας των Συνθηκών, θα διαχώριζε δημόσια τη θέση της.

 Ο τότε πρωθυπουργός Γεώργιος Παπανδρέου έστειλε εμπιστευτικό σημείωμα στον Μακάριο με την περίφημη φράση «Μακαριώτατε, άλλα συμφωνούμεν και άλλα πράττετε». Ανησυχία στην Αθήνα δημιουργούσε επίσης η προσέγγιση Μακάριου-Ε.Σ.Σ.Δ., καθώς και η απήχηση του αριστερού ΑΚΕΛ. 

Δικτατορία των Συνταγματαρχών

Οι σχέσεις Ελλάδας και Κύπρου μετά την εγκαθίδρυση της δικτατορίας της 21ης Απριλίου 1967 στην Αθήνα χειροτέρευαν διαρκώς. Οι Συνταγματάρχες παρενέβαιναν απροκάλυπτα στην πολιτική ζωή της Κύπρου πιέζοντας τον Μακάριο να αλλάξει τους Υπουργούς του, να σχηματίσει Κυβέρνηση Εθνικής Ενότητας ή και να παραιτηθεί. Στις 8 Μαρτίου 1970 έγινε αποτυχημένη δολοφονική απόπειρα κατά του Μακάριου και ως ένας από τους υποκινητές θεωρήθηκε ο Πολύκαρπος Γιωρκάτζης. Στο νησί επανήλθε το Φθινόπωρο του 1971 ο Γρίβας, ο οποίος συνέστησε την παραστρατιωτική οργάνωση ΕΟΚΑ Β’ με στόχο την ανάληψη αγώνα για την επίτευξη της Ένωσης. Μετά τον θάνατο του Γρίβα τον Ιανουάριο του 1974 τα ηνία της οργάνωσης ανέλαβε πλέον η Χούντα. Έτσι είχαν δημιουργηθεί δύο στρατόπεδα στους Ελληνοκυπρίους. Η πλειοψηφία των Ελληνοκυπρίων ήταν στο πλευρό του Μακάριου, τον οποίο και εξέλεγε σε κάθε εκλογή με μεγάλα ποσοστά.

Στις 8 Μαρτίου του 1973 τρεις Μητροπολίτες της Εκκλησίας της Κύπρου, ο Κιτίου Άνθιμος, ο Κυρηνείας Κυπριανός και ο Πάφου Γεννάδιος καθαίρεσαν τον Αρχιεπίσκοπο Μακάριο από το εκκλησιαστικό του αξίωμα, επειδή σύμφωνα με τους εκκλησιαστικούς κανόνες δεν επιτρέπεται οι ιεράρχες να κατέχουν και πολιτειακό αξίωμα. Το Μακαριακό στρατόπεδο υποστηρίζει ότι η κίνηση αυτή είχε τη στήριξη της Αθήνας. Ο Μακάριος τότε με τη σειρά του συγκάλεσε Μείζονα και Υπερτελή Σύνοδο, στην οποία πήραν μέρος 13 προκαθήμενοι ορθοδόξων εκκλησιών μεταξύ άλλων από τα Πατριαρχεία Αλεξανδρείας και Αντιοχείας, η οποία αποκατέστησε τον Μακάριο και καθαίρεσε τους τρεις Μητροπολίτες στις 14 Ιουλίου του 1973.

Πραξικόπημα και Τουρκική εισβολή (1974)

Τον Ιούλιο του 1974 οργανώθηκε από τη Χούντα του Ιωαννίδη, πραξικόπημα με στόχο την ανατροπή του Μακαρίου και την προσάρτηση της Κύπρου στην Ελλάδα. Το σχέδιο ήταν να ανατραπεί ο Μακάριος και την Προεδρία να αναλάβει με τη δύναμη των όπλων ο Νίκος Σαμψών,  παλαιός μαχητής της ΕΟΚΑ. Στις 15 Ιουλίου ελληνικές στρατιωτικές μονάδες άρχισαν να βάλλουν κατά του προεδρικού μεγάρου στη Λευκωσία, όπου βρισκόταν ο Μακάριος, με σκοπό να τον σκοτώσουν. Αυτός όμως κατάφερε και διέφυγε, στην αρχή στην Πάφο και αργότερα στη βρετανική βάση του Ακρωτηρίου, απ’ όπου και τον φυγάδευσαν οι Άγγλοι στο εξωτερικό. Στις 19 Ιουλίου εξεφώνησε λόγο ενώπιον του Συμβουλίου Ασφαλείας του ΟΗΕ, στον οποίο, αφού ευχαριστούσε τους Άγγλους για τη σωτηρία του, χαρακτήριζε το πραξικόπημα ως εισβολή της Χούντας στην Κύπρο και κατάλυση της ανεξαρτησίας της, ενώ ταυτόχρονα κάλεσε το Συμβούλιο Ασφαλείας να παρέμβει με όλα τα πρόσφορα μέσα για την αποκατάσταση της δημοκρατίας, ίσως για να προλάβει τον κίνδυνο εισβολής από μέρους της Τουρκίας αφού η Τουρκία δεν είναι μέλος του Συμβουλίου Ασφαλείας.

“I appeal to the members of the Security Council to do their utmost to put an end to this anomalous situation, which was created by the coup of Athens. I call upon the Security Council to use all ways and means at its disposal so that the constitutional order in Cyprus and the democratic rights of the people of Cyprus can be reinstated without delay.”

“…the events in Cyprus do not constitute an internal matter of the Greeks of Cyprus. The Turks of Cyprus are also affected. The coup of the Greek junta is an invasion, and from its consequences the whole people of Cyprus suffers, both Greeks and Turks.”

Το Συμβούλιο Ασφαλείας στη συνεδρία του δεν πήρε απόφαση, και στις 20 Ιουλίου 1974, έγινε το πρώτο μέρος της τουρκικής εισβολής στην Κύπρο κατά παράβαση της Συνθήκης Εγγυήσεως της Κυπριακής Δημοκρατίας και του καταστατικού χάρτη των Ηνωμένων Εθνών. Λίγες μέρες μετά η Κυβέρνηση Σαμψών παραιτήθηκε υπό το βάρος των εξελίξεων. Στη Γενεύη άρχισαν πυρετώδεις διαβουλεύσεις για την εξεύρεση ειρηνικής λύσης υπό την αιγίδα του Βρετανού Υπουργού Εξωτερικών Τζον Κάλαχαν. Η ελληνοκυπριακή πλευρά, εκπροσωπούμενη από τον Γλαύκο Κληρίδη, αξίωσε για πρώτη φορά μετά το 1963 εφαρμογή των Συνθηκών Ζυρίχης-Λονδίνου και του Κυπριακού Συντάγματος, κάτι που ως τότε η ίδια αρνούνταν κατηγορηματικά. Η Τουρκία αρνήθηκε και προέβαλε το πάγιο αίτημά της για γεωγραφικό χωρισμό του νησιού. Ενόσω διαρκούσαν οι διαπραγματεύσεις, η Τουρκία προχώρησε και στο δεύτερο κύμα εισβολής στις 14 Αυγούστου 1974, φθάνοντας ως τα σημερινά όρια των Κατεχομένων.

Η τουρκική εισβολή δημιούργησε χιλιάδες θύματα και αγνοούμενους, ενώ πάνω από 180.000 Ελληνοκύπριοι πρόσφυγες εκδιώχθηκαν ή υποχρεώθηκαν να φύγουν από τις κατεχόμενες από τον Τουρκικό στρατό περιοχές. Παράλληλα υπήρξε σταδιακή μετακίνηση πάνω από 50.000 Τουρκοκυπρίων από τις ελεύθερες στις κατεχόμενες περιοχές ειδικά μετά την άρση της απαγόρευσης τέτοιων μετακινήσεων με τη συμφωνία της Τρίτης Βιέννης του Αυγούστου 1975. Αποτέλεσμα των μετακινήσεων αυτών ήταν η ντε φάκτο δημιουργία δύο χωριστών περιοχών με εθνικά σχεδόν αμιγή πληθυσμό.

Ιδιαίτερα κατά το δεύτερο κύμα εισβολής ο τουρκικός στρατός άφησε χιλιάδες Έλληνες (Ελλαδίτες και Κύπριοι) στρατιώτες και αμάχους νεκρούς και λεηλάτησε τις περιουσίες τους. Άλλοι 1.500 περίπου παρέμειναν στις λίστες των αγνοουμένων. Το μεγαλύτερο μέρος των αμάχων Ελληνοκυπρίων εγκατέλειψαν τα χωριά τους στο άκουσμα της εισβολής και πριν την εμφάνιση των Τούρκων, φοβούμενοι για τη ζωή τους. Δεν έλειψαν και μεμονωμένα επεισόδια αντιποίνων των Ελληνοκυπρίων, όπως η εκτέλεση 80 περίπου Τουρκοκυπρίων αιχμαλώτων από το χωριό Τόχνη στην επαρχία Λάρνακας. Η εισβολή αποτέλεσε την υλοποίηση του αρχικού σχεδίου της Τουρκίας για Ταξίμ (taksim) τη γεωγραφική δηλαδή διχοτόμηση της Κύπρου μεταξύ Ελλήνων και Τούρκων. Στον κατεχόμενο Βορρά παρέμειναν αρχικά γύρω στους 20.000 Ελληνοκύπριοι αρνούμενοι να φύγουν. Η απομόνωσή τους από το τουρκοκυπριακό καθεστώς και η κακομεταχείριση οδήγησαν με τον καιρό τους περισσότερους από αυτούς στον Νότο ενώ πολλοί από αυτούς εκδιώχθηκαν στις ελεύθερες περιοχές από το κατοχικό καθεστώς.

Σαράντα  χρόνια στασιμότητας 1974-2014

Μετά την κατάπαυση του πυρός, τον Αύγουστο του 1974, καταβλήθηκαν πολλές προσπάθειες για επανένωση της Κυπριακής Δημοκρατίας. Η διαίρεση αυτή διατηρείται μέχρι σήμερα δια της βίας καθώς περισσότεροι από 40.000 Τούρκοι στρατιώτες εξακολουθούν να παραμένουν στο νησί, ενώ η Τουρκία ενθαρρύνει την παράνομη εγκατάσταση εποίκων ώστε να αυξήσει τα πληθυσμιακά ερείσματά της. Η διεθνώς αναγνωρισμένη Κυπριακή Δημοκρατία ασκεί έλεγχο μόνο στο νότιο τμήμα του νησιού, παρότι από νομική άποψη εξακολουθεί να εκπροσωπεί το σύνολο. Το κατεχόμενο βόρειο τμήμα, το οποίο αυτοανακηρύχθηκε ανεξάρτητο το 1983, έχει αναγνωριστεί διεθνώς μόνο από την Τουρκία με την ονομασία “Τουρκική Δημοκρατία της Βορείου Κύπρου”. 

Η Κυπριακή Δημοκρατία ενημέρωσε την διεθνή κοινότητα πως τα αεροδρόμια και λιμάνια του κράτους είναι κλειστά στις κατεχόμενες της από την Τουρκία περιοχές. Έτσι, η ΙΑΤΑ δεν αναγνωρίζει πτήσεις από τα κατεχόμενα και καμιά αεροπορική εταιρεία πλην των τουρκικών δεν εκτελεί δρομολόγια προς και από τα κατεχόμενα εδάφη. Η ιθαγένεια και τα ταξιδιωτικά έγγραφα της ΤΔΒΚ δεν αναγνωρίζονται από άλλα κράτη, με αποτέλεσμα οι κάτοικοί της που επιθυμούν να ταξιδέψουν στο εξωτερικό να χρειάζονται ταξιδιωτικά έγγραφα της Τουρκίας. Στις 23 Απριλίου 2003 η τουρκοκυπριακή ηγεσία επέτρεψε την είσοδο στα Κατεχόμενα από ορισμένα οδοφράγματα της Πράσινης Γραμμής. Το νότιο τμήμα, οι ελεύθερες περιοχές, έχουν οικονομικά ανακάμψει, παρά τα οικονομικά προβλήματα που αντιμετώπισαν μετά το 1974 λόγω των προσφύγων και της αποστέρηση του Βορρά, ο οποίος ήταν το ευφορότερο και πιο πλούσιο σε πλουτοπαραγωγικές πηγές τμήμα του νησιού. Αντίθετα ο Βορράς λόγω της διεθνούς απομόνωσης εξαρτάται αποκλειστικά από την οικονομική βοήθεια της Τουρκίας για να επιβιώσει.

Το 1977 έχει επιτευχθεί συμφωνία μεταξύ δύο ηγετών ότι η βάση λύσης θα είναι ομοσπονδιακού χαρακτήρα. Η διατύπωση αφήνει πολλά περιθώρια για ερμηνείες. Αυτό σημαίνει ότι εάν συσταθεί ομοσπονδιακό κράτος, ίσως να είναι δικοινοτικό (όπως και με το Σύνταγμα του 1960), με την πολιτειακή εξουσία να μοιράζεται ανάμεσα στις δύο κοινότητες.

“Η ποιο πάνω αναδρομή αφιερώνεται σε  όλους τους Νέους της Κύπρου που θέλουν να μάθουν τα γεγονότα που συνέβησαν στην Κύπρο από το 1953 μέχρι και σήμερα”. 

Πασχάλης Θεοφάνους