Οι άντρες που σήκωσαν τις μπάρες

Του Μάριου Δημητρίου


Οι δύο συνοδοί μου στο δύσκολο ρεπορτάζ της 7ης Αυγούστου 2017 στην εντός των τειχών Αμμόχωστο, στο Κάτω Βαρώσι και στο δρόμο Δερύνειας-Αμμοχώστου, ξυστά στο συρματόπλεγμα που πνίγει την πόλη για 43 χρόνια. Αριστερά ο Σερχάν Γκαζίογλου (Serhan Gazioglu), αρχιτέκτονας και πολιτικός σκιτσογράφος 67 χρόνων, μέλος του μικρού εξωκοινοβουλευτικού «Κόμματος Νέας Κύπρου» του Αλπάι Ντουρτουράν. Αγκαλιασμένος με τον αδελφικό του φίλο Πανίκο Νεοκλέους 72 χρόνων, αυτοπροσδιοριζόμενο «ιδεολόγο αριστερό», πρώην καθηγητή Μηχανολογίας σε Τεχνικές Σχολές, πρώην μέλος του ΑΚΕΛ, συγγραφέα των εμβληματικών βιβλίων «Αγνοηθέντες 1974» και «Μνήμες». Ήταν για μένα μια εμπειρία ζωής, να περάσω μια ολόκληρη μέρα στη ρημαγμένη πόλη των παιδικών μου χρόνων, με αυτούς τους δυο ακούραστους ακτιβιστές της ειρήνης στην Κύπρο. Χαλκέντερους αγωνιστές της επαναπροσέγγισης των δύο μεγάλων κοινοτήτων του νησιού. Άντρες με σπάνια πολιτική εντιμότητα κι ευθυκρισία, που τη δεκαετία 1990 και όλα τα επόμενα χρόνια, όταν τα οδοφράγματα ήταν κλειστά και σφραγισμένα, αυτοί, πιασμένοι χέρι με χέρι, σήκωσαν κυριολεκτικά τις μπάρες του διαχωρισμού κι έφεραν κοντά, Ελληνοκύπριους και Τουρκοκύπριους ζωγράφους και άλλους καλλιτέχνες, με διοργανώσεις κοινών εκθέσεων και άλλων εκδηλώσεων, στα κατεχόμενα, στις ελεύθερες περιοχές, αλλά και στο εξωτερικό.

Ο Σερχάν Γκαζίογλου, που διαμένει με την οικογένειά του στον Τράχωνα της κατεχόμενης Λευκωσίας, γεννήθηκε στην εντός των τειχών Αμμόχωστο, πόλη που κατοικείτο και πριν το ΄74 από Τουρκοκύπριους. «Στην Αμμόχωστο έχω ξαδέλφια και φίλους», μου είπε. «Έχω βέβαια και πολλές τρυφερές, παιδικές αναμνήσεις, που αποτύπωσα μάλιστα σε έργα ζωγραφικής μου, που τα παρουσίασα σε έκθεσή μου, εδώ στην παλιά πόλη. Τότε στην παλιά Αμμόχωστο, ζούσαν και πολλοί Έλληνες, πριν φύγουν το 1958 και θυμάμαι τις κουβέντες των Ελλήνων και των Αρμενίων, που για μένα ως μικρό παιδί τότε, δεν ήταν οι φωνές ξένων». Ο Σερχάν έζησε στην Αμμόχωστο, μόνο μέχρι τα 7 του χρόνια, όταν ο πατέρας του, που επί αποικιοκρατίας ήταν λειτουργός του Τμήματος Γεωργίας, μετακίνησε την οικογένεια στη Λευκωσία. «Είχαμε γείτονες στη Λευκωσία, πολλούς Άγγλους και Αρμένιους και πολύ λίγους Τούρκους και έτσι μεγάλωσα σε ένα πολυ- πολιτισμικό περιβάλλον», παρατήρησε. «Ο πατέρας μου, ποτέ δεν μου είπε ότι οι Έλληνες είναι εχθροί μας. Ήταν από το Καλό Χωριό Λάρνακας, μικτό χωριό, όπου οι Έλληνες μιλούσαν τουρκικά και οι Τούρκοι ελληνικά». Μου είπε για την τρέχουσα κατάσταση, ο Σερχάν Γκαζίογλου: «Υπάρχει μεγάλη απογοήτευση στην κοινότητα μας, μετά το αδιέξοδο του Kραν Μοντανά. Το ζήτημα του χρόνου είναι κρίσιμο και σε αυτό πόνταρε ο Ντενκτάς. Η παλαιότερη γενιά Τουρκοκυπρίων, καλωσορίζουν επιστροφή των Ελληνοκυπρίων και άνοιγμα της κλειστής πόλης, γιατί θυμούνται τις παλιές μέρες, που με όλα τα προβλήματά τους, ήταν καλύτερες από τις σημερινές. Εγώ πιστεύω στην ενιαία Κύπρο, όχι στη διζωνική-δικοινοτική. Θέλω ένα κράτος για το νησί μας, όπου οι Τουρκοκύπριοι να μην αντιμετωπίζονται ως μειονότητα, αλλά ως ίσοι, ως Κύπριοι…Εγώ δεν νιώθω Τούρκος, νιώθω Κύπριος και δεν πιστεύω ότι μοιάζουμε με τους Τούρκους εκ Τουρκίας, η οποία θεωρεί την Κύπρο, δική της τουρκική γη. Οι εθνικιστές στον βορρά, αναπετούν τουρκικές σημαίες και δυστυχώς, το σύστημα τους στηρίζει και τους χρησιμοποιεί, όταν τους χρειάζεται. Γέμισε η βόρεια Κύπρος με τουρκικές σημαίες, ακόμα και στα τεμένη και δεν μου αρέσει καθόλου αυτός ο εθνικισμός».

Μου είπε ο Πανίκος Νεοκλέους, έτσι όπως περπατούσαμε στην παλιά Αμμόχωστο, μέσα στο αυγουστιάτικο λιοπύρι: «Πριν 28 χρόνια, πριν ανοίξουν τα οδοφράγματα, πήγαμε με τον Σερχάν στην Κερύνεια, όπου πρόσεξα δύο νεαρές γυναίκες σε ένα ανθοπωλείο. «Έχετε πολύ ωραία λουλούδια, αλλά εσείς οι δύο, είστε τα ομορφότερα», τους είπα στα αγγλικά. «Άφησε με να σε φιλήσω, γι’ αυτό που μας είπες», μου είπε ενθουσιασμένη η μια από αυτές και πράγματι με πλησίασε και με φίλησε στο μάγουλο. Της λέω, «ξέρεις ποιον φίλησες; Ένα Ελληνοκύπριο». Μετά από μερικά δευτερόλεπτα αμηχανίας, η κοπέλα με αγκάλιασε και μου είπε, «γι’ αυτό να σε φιλήσω πολλές φορές» και έτρεχαν τα δάκρια της. Τέτοιες αντιδράσεις, είχαμε πολλές, τότε. Τα παιδιά των σχολείων, μας χαιρετούσαν, όταν έβλεπαν ελληνικές πινακίδες εγγραφής στα αυτοκίνητα. Αλλά τώρα ο κόσμος απογοητεύτηκε, κουράστηκε»… Ο Σερχάν συμφώνησε μαζί του: «Ναι κουράστηκε ο κόσμος, δεν πιστεύουν πια ότι είναι δυνατή μια συμφωνημένη λύση. Θέλουν να προσβλέπουν σε ένα καλύτερο μέλλον και σε καλύτερες συνθήκες ζωής, χωρίς τα σημερινά προβλήματα».

Η κουβέντα το έφερε στη συγκλονιστική κοινή εκδήλωση Ελληνοκυπρίων και Τουρκοκυπρίων, που έγινε τον Ιούλη 2010, με την ευκαιρία της κυκλοφορίας του βιβλίου «Μνήμες» του Πανίκου Νεοκλέους, που περιλάμβανε κατάθεση λουλουδιών στη μνήμη των δολοφονημένων παιδιών και γυναικών, Ελληνοκυπρίων και Τουρκοκυπρίων, στο κατεχόμενο Παλαίκυθρο, όπως και στο τουρκοκυπριακό χωριό Μάραθα, στη Μεσαορία. Στο Παλαίκυθρο, στις 17 Αυγούστου 1974, Τουρκοκύπριοι εξτρεμιστές δολοφόνησαν εν ψυχρώ τους γονείς του Πέτρου Σουππουρή, που ήταν παρών στην εκδήλωση, τα τρία αδέλφια του και μια θεία του, ανάμεσα σε 17 συνολικά συγχωριανούς του, περιλαμβανομένων δύο βρεφών 7 και 12 μηνών. Στη Μάραθα, στις 14 Αυγούστου 1974, δολοφονήθηκαν εν ψυχρώ από Ελληνοκύπριους εξτρεμιστές, 129 άτομα από τη Μάραθα και τα γειτονικά χωριά Αλόα και Σανταλάρη. Συμμετείχαν στην εκδήλωση επίσης, ο Γιάννης Μαραθεύτης και ο Φετχί Ακιντζί, που το 1974 πυροβόλησαν ο ένας τον άλλο ως αντίπαλοι στρατιώτες και το 2009 συναντήθηκαν, μετά την ανάγνωση του βιβλίου του Πανίκου Νεοκλέους, «Αγνοηθέντες 1974» που μεταφράστηκε και στα τουρκικά και έγιναν φίλοι και ακτιβιστές της ειρήνης.

Τη μέρα της εκδήλωσης, που την είχα καλύψει δημοσιογραφικά, Τούρκοι σοβινιστές εμπόδισαν την κατάθεση λουλουδιών, στην αυλή του πατρικού σπιτιού του Πέτρου Σουππουρή στο Παλαίκυθρο.

Είπε σε προσφώνησή του, στο μνημείο έξω από τη Μάραθα, ο Πανίκος Νεοκλέους: «Μαζευτήκαμε σήμερα εδώ για ν’ αφήσουμε λίγα λουλούδια για τα παιδιά της Κύπρου. Δεν έχει σημασία αν τα παιδιά είναι Ελληνόπουλα, ή Τουρκόπουλα. Είναι παιδιά. Σε αυτή τη χώρα, υπάρχουν δύο εθνικότητες. Η μια εθνικότητα είναι οι Κύπριοι και η άλλη εθνικότητα, οι δολοφόνοι. Δεν έχει σημασία αν οι δολοφόνοι είναι Έλληνες ή Τούρκοι. Είναι δολοφόνοι. Και ήρθαμε εδώ να αποθέσουμε λίγα λουλούδια για τα παιδιά της Κύπρου».

Στο περιθώριο εκείνης της εκδήλωσης, κουβέντιασα, κυριολεκτικά στο πόδι, με τον Αλπάι Ντουρτουράν. «Για τη λύση», μου είπε, «είναι έτοιμες και οι δύο πλευρές. Μπορούν να ζήσουν μαζί, αλλά πρέπει να προσπαθήσουμε πολύ προσεκτικά, να μην επαναλάβουμε περιστατικά του παρελθόντος, γιατί δεν θα είμαστε σε θέση να ελέγξουμε την κατάσταση. Εμείς οι Τουρκοκύπριοι, είμαστε μια πολύ μικρή κοινότητα, που τώρα ζει ανάμεσα σε μια πολύ μεγαλύτερη μάζα Τούρκων (εποίκων), που με το χρόνο γίνεται βασικός παράγοντας στο κυπριακό. Όσο περνά ο χρόνος, οι πιθανότητες για λύση θα μειώνονται και όταν φτάσει εκείνο το στάδιο για λύση, ο βορράς θα είναι ένα εντελώς διαφορετικό μέρος από ό,τι είναι σήμερα».

Τα επτά χρόνια που πέρασαν από τότε, επιβεβαιώνουν τον βετεράνο Τουρκοκύπριο πολιτικό.