Οι άγριες παπαρούνες του Τάκη Ευδόκα

ΤΟΥ ΜΑΡΙΟΥ ΔΗΜΗΤΡΙΟΥ

Κοιτάζω τώρα αυτές τις δυο φωτογραφίες – μια της αγάπης του Δρα Τάκη Ευδόκα με τη σύζυγο του Ειρήνη και μια της φιλίας του μαζί μου – που τραβήχτηκαν ένα όμορφο, ηλιόλουστο μεσημέρι στις 6 Μαρτίου 2017 στο ανθισμένο περιβόλι που περιβάλλει το φιλόξενο σπίτι του «γιατρού» όπως τον αποκαλούσα όλα τα χρόνια της γνωριμίας μας, στην Πάνω Λακατάμια…και ξαναδιαβάζω την αγγελία του θανάτου του που συνέβη χθες 12 Φεβρουαρίου 2020 στα 92 του χρόνια…Αναφέρει η αγγελία πως έφυγε από τη ζωή πλήρης ημερών…και σκέφτομαι πως αυτό ισχύει ίσως για το κουρασμένο σώμα του, όχι όμως για την εφηβική ψυχή του και το ζωηρό του πνεύμα! Προσπερνώ όλες τις συνεντεύξεις και τις συζητήσεις μας τα τελευταία είκοσι χρόνια και κοντοστέκομαι σε αυτήν γιατί αποκαλύπτει περισσότερο από κάθε άλλη το ψυχικό σθένος και την πνευματική του διαύγεια να εξακολουθεί να εργάζεται, να σκέφτεται δημιουργικά και κυρίως να πρωτοτυπεί μέχρι…τέλους παρά τα σοβαρά προβλήματα υγείας που αντιμετώπιζε.  Ο ψυχοθεραπευτής που πρώτος έφερε τη ψυχανάλυση στην Κύπρο και ο πολιτευτής που πρώτος εισήγαγε στην Κύπρο την έννοια της αντιπολίτευσης και της διαφορετικής άποψης στη δημοκρατικά ανώριμη πολιτική μας ζωή ως ανθυποψήφιος του τότε Προέδρου Μακαρίου στις Προεδρικές εκλογές του 1968, ο συγγραφέας δεκάδων βιβλίων ψυχολογικού κυρίως περιεχομένου, έγραφε τότε ένα βιβλίο…ελεύθερου συνειρμού και η συνέντευξη έγινε σε αυτό ακριβώς το πλαίσιο. Να κάποιες ερωταπαντήσεις:

-Δεδομένου ότι ως άτομο, είσαι μετριοπαθής και… ισορροπημένος, ενώ ως ψυχοθεραπευτής και ψυχίατρος, σε διακρίνει ευρύτητα πνεύματος, πώς σε απασχόλησε το γεγονός ότι οι τότε πολιτικοί σου αντίπαλοι, σε ταύτισαν με μια ακραία πολιτική παράταξη, την εθνικιστική;

-Δεν δέχομαι ότι είμαι εθνικιστής, με την έννοια του φανατικού. Είμαι πολύ ανεκτικός και δεκτικός άνθρωπος και απορρίπτω τον χαρακτηρισμό του εθνικιστή. Στο νέο μου βιβλίο, γράφω για τη συμβίωση με τους Τουρκοκύπριους και ότι δεν έχουμε κανένα πρόβλημα με αυτούς. Στο χωριό μου, την Πάχνα, ζούσαν 3-4 οικογένειες Τουρκοκυπρίων, με τους οποίους περνούσαμε θαυμάσια. Εμένα και την μικρότερη αδελφή μου τη Θεοδώρα, μας ξεγέννησε μια Τουρκοκυπρία μαμή, η Κκεζιπάνη, που είχε μάλιστα μια πολύ όμορφη κόρη, τη Σιεριφού.

-Τον Μάρτη 2011 εξέδωσες το βιβλίο σου «Ταξίδι στα Μονοπάτια της Ψυχής», που είναι το πιο αυτοβιογραφικό σου, όπου μιλούσες μεταξύ άλλων, για τη σχέση με τον πατέρα σου και για την παιδική σου ηλικία στην Πάχνα…

-Ναι… θυμάμαι χαρακτηριστικά ότι πάνω από το πατρικό σπίτι μου στην Πάχνα, υπάρχει ένας λόφος…και θυμάμαι ότι ο πατέρας μου καθόταν στη μέση της αυλής και με παρακολουθούσε τι έκανα στο λόφο. Όταν ήμουν 6-7 χρόνων αρρώστησα, υποθέτω με πνευμονία και έμεινα στο κρεβάτι, για περίπου έξι μήνες… Όταν συνήλθα το καλοκαίρι και γιατρεύτηκα, ο πατέρας μου για να με ενθαρρύνει, μου αγόρασε μια κατσίκα. Την έπαιρνα λοιπόν για βοσκή, στον λόφο της Αγίας Μαρίνας. Εκεί υπήρχε μια τεράστια πέτρα, όπου ξάπλωνα κι έπαιζα το «πιθκιάβλι», έχοντας το νου μου και στην κατσίκα, ώστε να μην απομακρυνθεί.

-Γιατί θυμάσαι ιδιαίτερα αυτή την εικόνα;

-Γιατί στο…συνειρμικό μου βιβλίο που γράφω τώρα και  που είναι επίσης αυτοβιογραφικό, η παιδική μου ηλικία είναι στο κέντρο της προσοχής μου.

-Στο βιβλίο σου «Ταξίδι στα Μονοπάτια της Ψυχής», που όπως βλέπεις το έφερα μαζί μου, γράφεις ότι στη διάρκεια της ψυχανάλυσης που έκανες στη Νέα Υόρκη στη διάρκεια της ειδίκευσής σου, όταν ήσουν 29-30 χρόνων (το 1957-58), είχες ανακαλύψει κάτι εκπληκτικό για σένα, σε σχέση με εκείνη την παιδική ασθένεια, που σε κράτησε για μήνες στο κρεβάτι. «Θυμάμαι», γράφεις, «ώρες, μέρες και μήνες ατέλειωτης μοναξιάς στο κρεβάτι μου στο ισόγειο του σπιτιού, στο κατώϊ, γιατί οι γονείς μου γύριζαν στους αγρούς κι έτσι τον περισσότερο χρόνο ήμουνα μόνος. Θυμάμαι έντονα τον καλοσυνάτο γιατρό που με επισκεπτόταν και πάντα μου έδινε θάρρος. Διαδραμάτισε σημαντικό ρόλο στη ζωή μου, η ασθένεια αυτή. Φαίνεται να αποτελούσε κάτι το πολύ οδυνηρό ψυχικά και ο οργανισμός μου αναγκάστηκε να το απωθήσει. Η ανακάλυψη αυτή έδωσε το έναυσμα για πολλές παράπλευρες αναμνήσεις και συνειρμούς. Επίσης με βοήθησε να εμβαθύνω πιο πολύ στη μοναξιά μου». Θα ήθελα με την ευκαιρία αυτή, να σε ρωτήσω κατά πόσο συμφιλιώθηκες με την ιδέα του θανάτου, με την οποία ασχολήθηκες στο βιβλίο σου «Το Τέλος ή η Αρχή;».

-Συμφιλιώνεσαι άραγε με την ιδέα του θανάτου; Δεν νομίζω. Απλώς κουβεντιάζεις το θέμα πιο άνετα τώρα, παρά στο παρελθόν. Ξέρεις ότι κάποια ώρα θα πεθάνεις…Εμένα με απασχολεί η στιγμή του θανάτου. Τι θα γίνει την ώρα που θα βγει η ψυχή μου;

-Τι νομίζεις ότι θα γίνει;

-Υπάρχει άραγε άλλη ζωή; Και αν υπάρχει, τι είδους ζωή είναι; Θα έχουμε πνευματική υπόσταση; Και σε τι συνίσταται αυτή; Πες ότι  πέθανα κι εγώ κι εσύ. Θα γνωριζόμαστε; Θα συναντηθούμε και υπό ποια μορφή;

-Πιστεύεις ότι η θρησκεία δεν απαντά αυτά τα ερωτήματα;

-Δεν τα απαντά. Στο τελευταίο κεφάλαιο του νέου μου βιβλίου, μιλώ για την άλλη ζωή. Λέω ότι η θρησκεία θα έπρεπε να ασχοληθεί με λεπτομέρεια, για το τι συμβαίνει στην άλλη ζωή. Τι είναι ο παράδεισος και η κόλαση; Είναι θέμα διαβάθμισης του επιπέδου διαβίωσης στον τόπο που θα πάμε; Είναι πολλά τα ερωτήματα…

-Να σε θυμίσω ότι στο προαναφερόμενο βιβλίο σου, εκφράζεις την πεποίθηση ότι «τη στιγμή του θανάτου μου, οι άνθρωποι που θα με βοηθήσουν να κάνω τη μετάβασή μου στην άλλη ζωή, θα είναι ο πατέρας μου και δύο φίλοι μου, που θα μου πουν ότι με περίμεναν, γιατί εκεί είναι πιο ωραία, για να περνούμε καλά. Οι φίλοι για τους οποίους μιλώ, είναι ο Τάκης Ζεμπύλας, που ήταν αρχιτέκτονας και ο Τεύκρος Χειμώνας, που ήταν εκπαιδευτικός».

«Μη ξεχάσεις να αναφέρεις στη συνέντευξη τις άγριες παπαρούνες που αυτό το διάστημα ξεπετάχτηκαν παντού στο περιβόλι και το ομορφαίνουν ακόμα περισσότερο», μου είπε με περηφάνια η Ειρήνη Ευδόκα την ώρα που έφευγα απ’ το σπίτι. Δεν ξέχασα σίγουρα τις άγριες παπαρούνες της Ειρήνης και του Τάκη Ευδόκα, ντελικάτες και δυνατές και ξεχωριστές σαν το δικό του πέρασμα απ’ τον κόσμο.