Αργά ένα απόγευμα που βρέχει

ΤΟΥ ΜΑΡΙΟΥ ΔΗΜΗΤΡΙΟΥ

Μένω στο γραφείο μέχρι που σκοτείνιασε, για να τελειώσω το ρεπορτάζ, αλλά ακούω τη διαπεραστική βροντή και γυρίζω το κεφάλι δίπλα μου, στο παράθυρο. Συνειδητοποιώ ότι είμαι εντελώς μόνος στο άδειο κτίριο, όλοι οι άλλοι έχουν φύγει, μα βέβαια δεν το πήρα χαμπάρι, όπως γίνεται συνήθως. Πηγαίνω στο άλλο παράθυρο που ανοίγει στον απέναντι ανοικτό χώρο και βλέπω την πυκνή βροχή που ποτίζει τα κυπαρίσσια, τα παραταγμένα σε σειρά και τη λεύκη με την πλούσια φυλλωσιά, έξω από το γραφείο της Βαλάντως.

Ανατριχιάζω άθελά μου, παρά το ότι δεν κάνει κρύο –  μου φαίνεται ότι βλέπω το γνωστό τοπίο για πρώτη φορά…

Υποτίθεται ότι οι δημοσιογράφοι ξέρουμε, ή πρέπει να ξέρουμε, όλα όσα συμβαίνουν κοντά ή μακριά μας, αλλά συνήθως είμαστε τυφλοί για τα πιο σημαντικά από αυτά, που είναι μπροστά στα μάτια μας.

Στη λεωφόρο, τα αυτοκίνητα έχουν ανάψει τα φώτα και έκοψαν ταχύτητα, σχηματίζοντας ουρά το ένα πίσω από το άλλο.

Ένας υπέροχος, είναι η αλήθεια, μουντός ουρανός, έκρυψε πρόχειρα τον Πενταδάκτυλο – το σύμβολο της απώλειάς μας – κι έχω την εντύπωση πως μοιάζει με τη σκοτεινή κουβέρτα της συλλογικής μας αμεριμνησίας, που σκεπάζει όπως όπως, ό,τι μας πονά περισσότερο.

Ξεχνώ για λίγο την απομαγνητοφώνηση και επικεντρώνομαι στο φθινοπωρινό σκηνικό.

Έβρεξε και χθες και προχθές στη Λευκωσία, αλλά τίποτα δεν είδα, έτσι όπως ήμουν κλεισμένος στο κτίριο, στο κομπιούτερ μου και στο μυαλό μου.

Έχει ξεμείνει στο γραφείο ένα βιβλίο μου με κείμενα που έφερα για να συμπεριλάβω στην έκθεση βιβλίου της Ένωσης Συντακτών και διαβάζω στο οπισθόφυλλο, ένα απόσπασμα από παλιό μου χρονογράφημα, που έγραψα μια παρόμοια βροχερή μέρα.

Αυτό που γίνεται, είναι ότι κοιτάζω έξω και βλέπω μέσα. Στην πραγματικότητα η βροχή, αντιπροσωπεύει τη μνήμη μου. Είναι δεμένη στο μυαλό μου με το παιδί που ήμουν κάποτε, εκείνη τη μακρινή εποχή πέρα από τις ενοχές, τις αμφισβητήσεις και τις αβεβαιότητες, τότε που ήταν για μένα όλα σίγουρα κι εφικτά και πραγματοποιήσιμα στην πεισματική μονολιθικότητά μου.

Τώρα παρατηρώ τη βροχή, την ανάμνησή της περισσότερο και νιώθω πως μ’ αρέσει, αλλά διανοητικά, όχι με τις αισθήσεις – μ’ έναν απόμακρο τρόπο κυλά και φεύγει χωρίς να μ’ αγγίζει, χωρίς να μου γεννά τις έντονες επιθυμίες του παρελθόντος.

Παλιά ήθελα να είμαι έξω μόλις σταματούσε, ν’ αναπνέω τη μυρωδιά του βρεγμένου χώματος, να περπατώ μέσα στα περιβόλια, να ψηλαφώ τα χόρτα και τα δέντρα που έλαμπαν φρεσκοπλυμένα.

Για μένα τότε δεν υπήρχε η μνήμη για πράγματα περασμένα, ούτε βέβαια αναμνήσεις ν’ ανασύρω, γίνονταν όλα για πρώτη φορά. Τώρα με αρκεί να την κοιτάζω απ’ το παράθυρο, καλά προστατευμένος πίσω απ’ τους χοντρούς τοίχους και ουσιαστικά να μη τη βλέπω τις περισσότερες φορές, να σκέφτομαι τι έχω να κάνω το μεσημέρι ή το βράδυ ή τι να εισηγηθώ στη σύσκεψη του απογεύματος, ή πως θα χειριστώ αυτό ή το άλλο θέμα.

Βάζω το βιβλίο στο σακίδιο και σκέφτομαι ότι είναι εκπληκτικό, πόσο με εκφράζει ακόμα, ένα κείμενο, γραμμένο πριν χρόνια, μετά από τόσες αλλαγές – αλλαγές σε μένα, εννοώ.

Γιατί εδώ που τα λέμε, η βροχή είναι η ίδια και – όπως το παρελθόν – δεν άλλαξε, (όχι ακόμα), ευτυχώς.