Το χαμόγελο του Mohammad Palus

Του Μάριου Δημητρίου

Με χαμόγελο με υποδέχτηκε ο 28χρονος μετανάστης από το Μπαγκλαντές Mohammad Palus, όταν τον επισκέφθηκα νωρίς ένα πρωί την περασμένη βδομάδα, στη φρουταρία που δουλεύει, στο πολύβουο κέντρο της Λευκωσίας – απροειδοποίητα, χωρίς να τον έχω γνωρίσει, ή να έχω μιλήσει μαζί του προηγουμένως. Δεν είχα γνωρίσει τον ίδιο, αλλά…είχα γνωρίσει το χαμόγελό του, αυτό το άδολο χαμόγελο που μόνιμα φωτίζει το πρόσωπό του, μέσα από την απόφαση του Κακουργιοδικείου Λευκωσίας (29 Σεπτεμβρίου 2017), που έκρινε ένοχο τον πρώην εργοδότη του σε κτηνοτροφική μονάδα στην Κανναβιού της Πάφου, Δημήτρη Ιωάννου, για την απάνθρωπη εκμετάλλευση και την κακομεταχείριση του Mohammad Palus, το καλοκαίρι του 2014. Μέσα από τη συγκλονιστική περιγραφή του Δικαστηρίου, για τη σωματική και ψυχολογική κακοποίηση που υπέστη εκείνο το καλοκαίρι ο Mohammad, για την εξουθενωτική, καθημερινή 15ωρη εργασία του (από τις έξι το πρωί μέχρι τις οκτώμισι τη νύχτα, περιλαμβανομένων σαββατοκύριακων), στη μάντρα με τα 500 ζώα του εργοδότη του, για την καταναγκαστική διαμονή του σε ένα κοτέτσι(!), «υπό συνθήκες που ούτε τα ζώα δεν θα μπορούσαν να διαβιώσουν, πόσο μάλλον οι άνθρωποι» και για το γεγονός ότι δεν πληρώθηκε ποτέ, ούτε ένα σεντ, για τη δουλειά του, ξεχώρισα το χαμόγελό του! Κοντοστάθηκα σε αυτό το χαμόγελο, που ο γαμπρός του εργοδότη του, μάρτυρας υπεράσπισης του πεθερού του, χρησιμοποίησε στο Δικαστήριο ως…άλλοθι για την ισχυριζόμενη αθωότητα του κατηγορουμένου.

«Ήταν η θέση του μάρτυρα υπεράσπισης Θεοδόση Σάββα», αναφέρεται στην απόφαση του Δικαστηρίου, «ότι ο Mohammad Palus φαινόταν ευχαριστημένος, αφού ήταν πάντα με το χαμόγελο. Δέχθηκε όμως ότι δεν μπορούσαν να συνομιλήσουν, λόγω προβλημάτων επικοινωνίας στη γλώσσα, αλλά συνεννοούνταν με νοήματα και από τον συνδυασμό των νοημάτων και του χαμόγελου που διατηρούσε ο Mohammad Palus, ήταν η δική του αντίληψη, ότι όλα ήταν καλά».

Όμως το τριμελές Κακουργιοδικείο (Έλενα Εφραίμ Πρόεδρος, Στέλλα Χριστοδουλίδου Μέσσιου και Νίκος Γερολέμου Πάρεδροι), δεν συμμερίστηκε την παραπλανητική ερμηνεία του μάρτυρα υπεράσπισης, περί του χαμόγελου του Mohammad Palus. Εννοώ ότι οι τρεις Δικαστές, διαπίστωσαν σωστά, ότι το χαμόγελο του νεαρού μετανάστη, ακόμα και όταν βασανιζόταν οικτρά από τον εργοδότη του, αντανακλούσε την καλοσύνη και την πραγματική στωϊκότητα του Mohammad Palus και όχι την ανύπαρκτη κατανόηση του ιδιοκτήτη της φάρμας.

Αναφέρουν τα εξής οι Δικαστές, στην απόφασή τους: «Η αναφορά του Θεοδόση Σάββα, πως ενώ δεν ήταν σε θέση να μιλήσουν μεταξύ τους, αλλά απλώς συνεννοούντο με νοήματα για το «είσαι καλά» και «είσαι ok» και πως ο ίδιος ο αλλοδαπός, του χαμογελούσε και φαινόταν εντάξει, δεν είναι ικανή από μόνη της να καταδείξει ότι αφενός οι δύο τους συνεννοούντο πλήρως και αφετέρου ο αλλοδαπός είχε εμπιστοσύνη στον μάρτυρα υπεράσπισης, γαμπρό του κατηγορουμένου, για να του εκμυστηρευθεί τα σοβαρά παράπονα του, εναντίον του τελευταίου».

Αναφέρεται αναλυτικότερα, στην απόφαση του Κακουργιοδικείου: «Ήταν διάχυτη η προσπάθεια του εν λόγω μάρτυρος, να υποστηρίξει τυφλά και επίμονα τον κατηγορούμενο Δ. Ιωάννου, με τον οποίο τον συνδέει η προαναφερόμενη σχέση (σ. σ. γαμπρού-πεθερού). Ήταν υπερβολικός στην προσπάθεια του να παρουσιάσει τα πράγματα εντελώς φυσιολογικά και ρόδινα. Η διάθεση του να βοηθήσει τον κατηγορούμενο, χωρίς να διστάσει να καταφύγει στο ψέμα, ήταν ολοφάνερη, ιδιαίτερα όταν προσπαθούσε να πείσει το Δικαστήριο την ώρα που έβλεπε ότι οι φωτογραφίες εκείνης της «τρώγλης», έδειχναν μια πλήρως κατοικήσιμη οικία, άρτια εξοπλισμένη με όλα τα απαραίτητα, στην οποία επικρατούσε μόνο μια ακαταστασία, για την οποία ευθύνεται ο αλλοδαπός. Η πραγματική μαρτυρία, δηλαδή οι φωτογραφίες και η επεξήγηση των μαρτύρων κατηγορίας, αλλά και του ίδιου του Mohammad Palus για την κατάσταση που πραγματικά επικρατούσε σε εκείνο το υποστατικό, τον διαψεύδουν κατηγορηματικά. Σημειώνουμε επίσης ότι πέραν της βρωμιάς, ακαταστασίας και της γενικής αθλιότητας που επικρατούσε, η ύπαρξη περιστερώνα με ζωντανά πτηνά στο υποστατικό, καταδεικνύεται έντονα στις σχετικές φωτογραφίες, κάτι το οποίο ο μάρτυρας προσπάθησε με έντεχνο, αλλά ανεπιτυχή τρόπο να καλύψει, λέγοντας πως δεν είχε υπόψιν του κάτι τέτοιο. Η πιο πάνω διαπίστωση μας, επιβεβαιώνεται και από τα όσα ανέφερε κατά την αντεξέταση του. Κατ΄ αρχάς, εύκολα διαφάνηκε η αμηχανία και απροθυμία του να μιλήσει για οποιοδήποτε άλλο χρόνο, παρά μόνο για την επίδικη περίοδο εργοδότησης του συγκεκριμένου αλλοδαπού στη φάρμα, παρουσιάζοντας την καθόλα αφύσικη εκδοχή, πως ενώ πήγαινε κάθε Σαββατοκύριακο με την αρραβωνιαστικιά του στη φάρμα, ο ίδιος δεν είδε ποτέ κανένα άλλο αλλοδαπό να εργοδοτείται εκεί, θέση η οποία διαψεύδεται από τον ίδιο τον κατηγορούμενο, στη δική του κατάθεση. Ακολούθως άλλαξε αυτή τη θέση του, λέγοντας πως όντως είδε και άλλους αλλοδαπούς εκεί, οι οποίοι όμως εργάστηκαν περιστασιακά και πως μόνο τον Mohammad Palus γνώρισε καλά, επειδή έτυχε να πήγαινε στη φάρμα πιο συχνά εκείνο το καλοκαίρι, θέση η οποία δεν κρίνεται πειστική. Τελικώς ο μάρτυρας δέχθηκε την υποβολή ότι ο κατηγορούμενος εργοδότησε και άλλους αλλοδαπούς στη φάρμα. Ο μάρτυρας υπεράσπισης, φάνηκε επίσης μη πειστικός, αναφορικά και με το ζήτημα της πληρωμής του αλλοδαπού από τον κατηγορούμενο. Όταν ρωτήθηκε να αναφέρει πότε έγινε αυτό και πόσα χρήματα του έδωσε, ο μάρτυρας φάνηκε εντελώς αβέβαιος, απαντώντας με υποθέσεις, υπεκφυγές και επιχειρήματα, δίδοντας σαφώς την εντύπωση πως δεν είχε προσωπική γνώση τέτοιου περιστατικού. Χαρακτηριστική ήταν η απάντηση του ότι «δεν θυμούμαι ακριβώς πότε ήταν, λογικά πρέπει να ήταν τον Αύγουστο, τον μήνα που … η πληρωμή του Αυγούστου. Συγκεκριμένα ημερομηνία τώρα είπα σου τέλος Αυγούστου, αρχές του άλλου μήνα, αλλά θυμούμαι ότι ήταν ο Αύγουστος σίγουρα», ενώ προηγουμένως δήλωσε πως δεν εμπλέκετο στα οικονομικά του κατηγορουμένου, για να ήταν σε θέση να γνωρίζει ποιον μήνα κατ΄ ισχυρισμό του, αφορούσε η πληρωμή. Στην αντεξέταση του τελικώς ο μάρτυρας υπεράσπισης δέχθηκε πως η εργασία στη φάρμα ήταν δύσκολη και χρειάζονταν πολλές ώρες γι΄ αυτή, και αναμφίβολα η βεβαιότητα του πως οι συνθήκες διαβίωσης του αλλοδαπού ήταν παρά πολύ καλές, ουδόλως αντικατοπτρίζουν την εικόνα των φωτογραφιών, όπως αναλύεται ανωτέρω. Είναι η θέση μας ότι όλα όσα έχει αναφέρει ο εν λόγω μάρτυρας, ήταν καθαρά μεροληπτικά και εντελώς ανεδαφικά, με μοναδικό σκοπό να βοηθήσει τον κατηγορούμενο και θεωρούμε τη μαρτυρία του εντελώς αναξιόπιστη στην ολότητα της και την απορρίπτουμε».

Τονίζεται στην απόφαση του Κακουργιοδικείου, που αφορά και κάποιους άλλους παραπονούμενους και κατηγορούμενους, ότι όλοι οι παραπονούμενοι στην υπόθεση αυτή, που είναι από το Μπαγκλαντές, «έχουν κάνει εξαιρετική εντύπωση στο Δικαστήριο». Προστίθενται τα εξής, που περιγράφουν πιστά, τον Mohammad Palus: «Παρουσιάστηκαν με απλότητα και ταπεινότητα, πλήρως σεβόμενοι τους όρκους τους. Τα παράπονα τους και τα όσα ανέφεραν εναντίον των κατηγορουμένων, τέθηκαν μέσα σε ένα πλαίσιο ηρεμίας και πλήρους λογικής αναδίπλωσης γεγονότων, χωρίς πάθος και χωρίς καμία τάση για ψέμα. Υπομονετικά και με πλήρη σεβασμό προς το Δικαστήριο και τη διαδικασία, επέμεναν με απόλυτη σταθερότητα και αμεσότητα, στα όσα είχαν αναφέρει κατά την κυρίως εξέταση τους.  Η ειλικρίνεια τους ήταν διάχυτη, χωρίς να εκφράζονται με έχθρα ή μίσος, απέναντι στα άτομα που κατ΄ ισχυρισμό, τους εκμεταλλεύτηκαν ή κακομεταχειρίστηκαν.  Η γενική εντύπωση που άφησαν, ήταν πως κατέθεσαν με πλήρη αντίληψη και σεβασμό στον όρκο τους, αποκαλύπτοντας την αλήθεια και επιζητώντας την απονομή της δικαιοσύνης στους υπαίτιους, χωρίς μένος και πάθος εναντίον τους».

Χαμογελώντας με αποχαιρέτισε ο Mohammad Palus, μετά τη σύντομη συνομιλία μας στη φρουταρία και σκέφτηκα με εγκαρδίωση ότι τον είχαν μετατρέψει σε σκλάβο, όμως δεν κατάφεραν να τον δηλητηριάσουν με έχθρα, μίσος, μένος και πάθος εναντίον τους. Του τα πήραν όλα, όμως δεν κατάφεραν να του πάρουν το χαμόγελο, που είναι το ακλόνητο διαπιστευτήριο της εσωτερικής ελευθερίας του και της ικανότητάς του να αγαπά και να συγχωρεί, αλλά και να διεκδικεί με σταθερότητα, το δίκιο του.