Εκείνο τον Οκτώβρη στο Λονδίνο

ΤΟΥ ΜΑΡΙΟΥ ΔΗΜΗΤΡΙΟΥ

Με αναστάτωσε πρωϊ ξημέρωμα ο Νίκος Ορφανίδης εκείνο το πρωί του Οκτώβρη στο Λονδίνο. Μετά από πολύ καιρό, ένα γραπτό κείμενο – το διάβασα την επομένη της δημοσίευσής του στην εφημερίδα – είχε πάνω μου αυτή την επιρροή. Την απρόβλεπτη και ανεξέλεγκτη ισχύ της ταύτισης. Τη δύναμη ενός ψυχικού τραντάγματος, μπροστά σε λέξεις που σφραγίζουν σαν πυρωμένο σίδερο, το μυαλό.

Το ξεκίνησε έτσι ο συγγραφέας: «Σκέφτομαι τα λυπητερά τραγούδια της νιότης μας. Μαζί με τα βράδια του καλοκαιριού, που έφυγαν πια ανεπιστρεπτί. Μ’ όλα όσα έφυγαν και χάθηκαν πια. Για πάντα. Πάει κι η μαγεία, πάει και το όνειρο μιας ολόκληρης γενιάς. Πάει πια κι ο κόσμος της παλιάς γειτονιάς μας.

«Λόγο στο λόγο και ξεχαστήκαμε

μας πήρε ο πόνος και νυχτώθηκαμε.

Σβήσε το δάκρυ με το μαντήλι σου

να πιω τον ήλιο μέσα απ’ τα χείλη σου.

Μην τον ρωτάς τον ουρανό

το σύννεφο και το φεγγάρι.

Το βλέμμα σου το σκοτεινό

κάτι απ’ τη νύχτα έχει πάρει».

Διάβασα το άρθρο μέχρι το τέλος, αργά και βασανιστικά, μαζί και τους υπέροχους στίχους του τραγουδιού του Μάνου Χατζηδάκι. Δεν άντεχα άλλο μέσα στο δωμάτιο. Έσβησα το κομπιούτερ μου, το έβαλα στη τσάντα, το φόρτωσα στον ώμο, πήρα βαθιά αναπνοή, κατέβηκα τη σκάλα στο ισόγειο, άνοιξα την πόρτα και βγήκα στο δρόμο με έναν κόμπο στο λαιμό. Ένιωσα ξαφνικά σαν ένα μικρό χαμένο παιδί, στη μεγάλη πόλη του Λονδίνου. Προσπάθησα να ανακτήσω τη ψυχραιμία μου και να πείσω τον εαυτό μου ότι το άρθρο του Νίκου Ορφανίδη, δεν με αφορούσε εμένα προσωπικά. Και ότι τελοσπάντων η ομορφιά, η απλότητα, η αθωότητα, η γενναιότητα δεν ανήκουν μόνο στο παρελθόν, γεννιούνται και υπάρχουν γύρω μας, φτάνει να έχουμε μάτια να τα δούμε. Περπάτησα μέχρι το γραφείο, με φθινοπωρινά κίτρινα και κόκκινα φύλλα να στροβιλίζονται στα πόδια μου, πάνω στο πεζοδρόμιο της Lyndhurst Avenue. Με τη σκέψη μου στον Νίκο Ορφανίδη. Σιγοσφυρίζοντας Μάνο Χατζηδάκι.

«Ό,τι μας βρήκε κι ό,τι μας λύπησε

σαν το μαχαίρι κρυφά μας κτύπησε.

Σβήσε το δάκρυ με το μαντήλι σου

να πιω τον ήλιο μέσα απ’ τα χείλη σου».

Δεν υπήρχε ήλιος, αυτή τη μέρα στο Λονδίνο. Έβρεχε, αλλά όχι έξω, όχι γύρω μου.