Ένας αφανής ήρωας θυμάται…

{loadposition ba_textlink}

Της Αναστασίας Νικολάου

Την Δευτέρα συμπληρώνονται 41 χρόνια από την εισβολή της Τουρκίας στην Κύπρο. Με αφορμή την μαύρη επέτειο της εισβολής, συναντήσαμε ένα καταδρομέα, τον κ. Δημήτρη που πολέμησε το 1974 και μας διηγήθηκε τις δικές του εμπειρίες από τον πόλεμο.

Στο πρόσωπο του κ. Δημήτρη Νικολάου βλέπεις τη λησμονιά και την προσμονή για επιστροφή στο πανέμορφο χωριό του, το Κάρμι, και την αναβίωση των παλιών, καλών, ανέμελων εποχών.

Πώς θα νιώθατε αν βλέπατε συμπολεμιστές σας να βρίσκονται αιμόφυρτοι κατά γης, να υπάρχουν παντού διαμελισμένα κορμιά και πτώματα; Θα μπορούσατε να ξεχάσετε;

Δυστυχώς, η 20η Ιουλίου 1974, δεν ξεχνιέται. Αρκετοί φαντάροι περίμεναν τη μέρα εκείνη για να πάνε πίσω στις οικογένειές τους, ολοκληρώνοντας τις στρατιωτικές υποχρεώσεις και να μπουν δυναμικά στη ζωή. Όμως, τα όνειρα για ένα στρατιώτη σταμάτησαν εκεί, γιατί ποτέ δεν πήρε το απολυτήριο και κλήθηκε να πολεμήσει για την πατρίδα του.

Οι Τούρκοι κατακτητές πάτησαν το πόδι τους στην Κερύνεια, εισέβαλαν στο Πέντε μίλι, βεβήλωσαν τα πάντα και σκόρπισαν ανελέητα τον θάνατο. 41 χρόνια μετά από το μεγάλο κακό, ζητήσαμε από τον Δημήτρη Νικολάου να φέρει στη θύμησή του όσα δραματικά γεγονότα έζησε ως καταδρομέας που κλήθηκε να υπερασπίσει την πατρίδα του ενάντια στον Τούρκο εισβολέα.

«Εκείνο το καλοκαίρι, όλοι περιμέναμε, όπως κάθε μέρα, να ακούσουμε το τελευταίο εγερτήριο αλλά αυτό δεν ήχησε ποτέ και στη θέση του ήχησαν οι σειρήνες του πολέμου. Έτσι άρχισε ο μεγαλύτερος αγώνας της ζωής μας. Στον δρόμο προς τον Άγιο Επίκτητο τα αεροπλάνα βρίσκονταν συνεχώς από πάνω μας, βομβάρδιζαν ό,τι έβρισκαν στο πέρασμά τους με αποτέλεσμα να χάσουμε αρκετούς συμπολεμιστές μας, φίλους αλλά και αρκετό οπλισμό. Όσοι είχαν τραυματιστεί, μεταφέρθηκαν στον Άγιο Επίκτητο για να τους περιθάλψουν οι χωριανοί.

Είχε βραδιάσει πλέον και μετά δυσκολίας αρχίσαμε να κινούμαστε προς το Μπέλλα-Πάις και από εκεί θα πηγαίναμε να καταλάβουμε το φρούριο του Αγίου Ιλαρίωνα». Στον δρόμο προς τον Άγιο Ιλαρίωνα», συνεχίζει τη διήγησή του ο Δημήτρης Νικολάου, «περάσαμε από τα πολυβολεία των Τούρκων όπου εκεί έγινε η αρπαγή του σκοπού και άρχισε η εκκαθάριση τουρκικών θέσεων».

«Ήμασταν μια ομάδα της 33ης μοίρας καταδρομών. Καθώς προχωρούσαμε εντοπίσαμε έναν Τούρκο που είχε ξεφύγει από τα πολυβολεία, τον σταματήσαμε και ήμασταν έτοιμοι να τον πυροβολήσουμε. Αλλά την ώρα εκείνη ρίχνει μια χειροβομβίδα και κτυπά τον φίλο Κ.Λ. στο στομάχι. Αμέσως πυροβόλησα τον Τούρκο στρατιώτη και έτρεξα να βοηθήσω τον Κ.Λ. φέρνοντας συνεχώς νερό για να ξεπλύνω της πληγές του».

«Ένας συμπολεμιστής μου πυροβολούσε εναντίον των Τούρκων όταν, ξαφνικά, κατάπιε κάλυκα. Αμέσως, άφησα το όπλο και έτρεξα να βγάλω τον κάλυκα από το στόμα του και ευτυχώς κατάφερα να τον σώσω».

«Συνεχίσαμε την πορεία μας προς το φρούριο. Όταν φτάσαμε μάς ειδοποίησαν ότι θα ερχόταν βοήθεια. Οι ώρες περνούσαν και κανείς δεν φάνηκε. Ξημερώματα της επόμενης μέρας ξεκινήσαμε την κατάβασή μας από τον Άγιο Ιλαρίωνα όπου ακούσαμε κάποιο να φωνάζει στα ελληνικά και σταθήκαμε γιατί νομίζαμε ότι ήταν Ελληνοκύπριος. Δυστυχώς, ήταν ελεύθερος σκοπευτής των Τούρκων και εκτέλεσε τον διοικητή της μοίρας», αυτά πρόσθεσε ο κ. Νικολάου καθώς ένα δάκρυ κυλούσε από τα μάτια του. Μέσα από την αφήγηση του έδειχνε να ξαναζεί λεπτός προς λεπτό όλες εκείνες τις τραγικές στιγμές του πολέμου.

Μετά από λίγο συνέχισε: «Με μεγάλες απώλειες επιστρέψαμε πίσω στην μοίρα μας για ανασυγκρότηση και για να περάσει το βράδυ. Στις 22 Ιουλίου 1974 κινήσαμε προς τον Άγιο Γεώργιο Κερύνειας. Μισοί έμειναν εκεί και οι υπόλοιποι πήγαν στο Πέντε μίλι. Εγώ ήμουν στην ομάδα που πήγε στο Πέντε μίλι και με μεγάλη μας λύπη είδαμε κάτω από τις λεμονιές όπλα από τους φαντάρους που λιποτάκτησαν. Στον χώρο εκείνο βρίσκονταν ανέμελοι οι Τούρκοι περιμένοντας να έρθει κάποιος να τους διώξει αλλά απ’ ό,τι φαίνεται οι δικοί μας φαντάροι δείλιασαν και έφυγαν. Οι Τούρκοι με άρματα κινήθηκαν για να καταλάβουν και την Κερύνεια. Αρχίσαμε να πυροβολούμε και να καταστρέφουμε εξοπλισμό και άρματα. Εμείς, όντας λίγα άτομα, δεν μπορούσαμε να κάνουμε και πολλά, με αποτέλεσμα να φύγουμε για να γλιτώσουμε τη ζωή μας. Ξεκινήσαμε για την Κυθρέα και εκεί βρήκαμε το τάγμα 120 ΛΒΟ, που θα ερχόταν να μας βοηθήσει στον Άγιο Ιλαρίωνα αλλά δεν ήρθε ποτέ».

«Την επόμενη μέρα μας είχαν χωρίσει και μας μετέφεραν στη Λευκωσία και έπειτα στα Πάναγρα για να αλλάξουμε την 31η μοίρα και να προσέχουμε να μην περάσουν οι Τούρκοι από τον Καραβά στη Λευκωσία. Πέρασαν αρκετές μέρες και μας μετέφεραν στην Αγία Μαρίνα Σκυλλούρας. Εκεί αντιμετωπίσαμε τους Τούρκους που έκαναν συνεχείς επιθέσεις εναντίον μας. Την επόμενη μέρα μεταφερθήκαμε στο Μένοικο, μετά στο Απλίκι και στη συνέχεια στο Σταυροβούνι όπου ιδρύσαμε και την 33η μοίρα καταδρομών».

Ο Δημήτρης Νικολάου, 41 χρόνια μετά τον πόλεμο και όσα φοβερά έζησε, είναι ένας ασπρομάλλης, μεσήλικας άνθρωπος. Βλέπεις στο πρόσωπο του τη λησμονιά και την προσμονή για επιστροφή στο πανέμορφο χωριό του, το Κάρμι. Το μόνο του παράπονο είναι ότι μετά από τόσα χρόνια κανείς δεν θυμάται όλους αυτούς που αγωνίστηκαν και πολέμησαν για την πατρίδα. Νιώθουν ξεχασμένοι και αδικημένοι. Τώρα πολλοί βγαίνουν και κάνουν τους ήρωες… Τότε, το 1974, πού ήταν;

Ο Δημήτρης Νικολάου είναι ένας από τους πολλούς αφανείς αγωνιστές της ελευθερίας αλλά πραγματικός πατριώτης και ήρωας, που με περισσό θάρρος και αυταπάρνηση έκανε το καθήκον του και υπερασπίστηκε την πατρίδα του. Δεν ζητά δάφνες και αναγνώριση από κανένα, το μόνο που ζητά είναι μια μέρα να επιστρέψει στο χωριό του…

* Κατεβάστε δωρεάν την ηλεκτρονική έκδοση της “24” στο http://24newspaper.com.cy!